Του Δημητρίου Π. Λυκούδη

Οταν αποφασίσαμε, ως Σύλλογος, να επισκεφθούμε τις Φυλακές, γνώριζα εκ των προτέρων, τόσο την ποικιλία των δυσκολιών, πολύ δε περισσότερο, το ανείπωτο και ανέκφραστο των σκέψεων, θυμησών και συναισθημάτων που ξεκινούν μετά την επίσκεψή σου σε αυτές, όταν, δηλαδή, έλθει η ώρα της επιστροφής. Βέβαια, παλαιότερα, είναι αλήθεια, πλέον οργανωμένα, είχα συμμετάσχει διακονικά στο έργο του γνωστού παγκοσμίως Συλλόγου Συμπαράστασης Φυλακισμένων «Ο Ονήσιμος», πλην, όμως, αυτή τη φορά, ξεκινούσε μια πιο προσωπική και φιλική επίσκεψη, πλέον ανοργάνωτη και, όμως, ένεκα των λίγων προσώπων που ξεκινήσαμε το διακόνημα αυτό τόσο ανθρώπινη, τόσο αληθινή!

Οι δυσκολίες ως προς την προετοιμασία τεράστιες. Επισκεφθήκαμε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα εκτός Αθηνών, γυναικείο. Μάλιστα, δε, είχα πριν έλθει σε επικοινωνία και γνωριμία διά ζώσης με τον διευθυντή του εν λόγω καταστήματος και, επομένως, όπως και να σας τα παρουσιάσω, μια μεγαλύτερη ευκολία με διέκρινε κατά την, κατά σειρά, δεύτερη επίσκεψή μου.

Στο εν λόγω σωφρονιστικό ίδρυμα βρίσκονται γυναίκες από 18 ετών έως και πλέον των 60. Ναρκωτικά, δολοφονίες, πορνείες, μαστροπίες και κάθε είδους παράβαση του κοινού Ποινικού Κώδικα. Είχα ενημερωθεί για όσα χρειαζούμενα από πριν και τα Μέλη του Συλλόγου μας είχαν ήδη εξοπλιστεί με μεγάλες ποσότητες χαρτικών (χαρτομάντηλα γυναικεία για τις «δύσκολες» γυναικείες ημέρες, χαρτικά πρώτης ανάγκης), βιβλίων, περιοδικών, τηλεκαρτών κ.ά. Η επαφή, το βλέμμα, το πάγωμα μόνον και ξεχασμένων οφθαλμών, όσο και αν κάποιο σωφρονιστικό χέρι προσπαθεί να τα ανακουφίσει, είναι διάχυτο! Γυναίκες νέες και μεγαλύτερες στα χρόνια, άγαμες και έγγαμες, με παιδιά και χωρίς αυτά...! Ολες ξεχασμένες, μόνες, έρημες!

Δεν είναι υπερβολή να τονίσω πόσο ντράπηκα ως άνθρωπος, περισσότερο δε, ως θεολόγος και πιστός χριστιανός, όταν ξεκίνησα να πάρω τον της επιστροφής δρόμο. Ενα κομμάτι της καρδιάς μου είναι εκεί και παραμένει, σ’ αυτές τις «φυλακισμένες» υπάρξεις. Τόσες ψυχούλες, τόσοι άνθρωποι. Αραγε, σκέφθηκα πολλές φορές, πόσα είχαν να μου πουν όλα εκείνα τα βλοσυρά και βασανισμένα βλέμματα κάθε που με έβλεπαν να παίρνω τον της επιστροφής (ή της φυγής) δρόμο!

Οι επισκέψεις μας από τότε τακτικές. Κάθε φορά και πλέον ανθρώπινες, πλέον εγκάρδιες. Αποκτάς οικειότητα, φιλίες, ίσως, σκέπτομαι, τις καλύτερες φιλίες, τις πλέον αληθινές και άδολες. Είναι εκείνες οι φιλίες που έχουν τόσα να σου πουν και να μοιραστούν μαζί σου μόνο και μέσα από ένα βλέμμα...! Είναι εκείνες οι φιλίες που, κάθε φορά που τις φέρνεις στον νου, όπως ετούτη την ώρα, δε γίνεται, αδυνατείς τα δάκρυά σου να συγκρατήσεις...!

«Μη θαρρείς πως οι φυλακισμένοι είναι άνθρωποι ξεχωριστοί από εμάς», με είχε συμβουλέψει ένας παλαιός σωφρονιστικός υπάλληλος, από εκείνους που κάθε κουβέντα τους ισοδυναμεί με τόμους σοφίας και γνώσης του κόσμου ολάκερου. «Κάθε άλλο! Καταλαβαίνουν οι περισσότεροι, σχεδόν με ένα βλέμμα όσα ζητάς και όσα προσβλέπεις επάνω τους. Ξέρουν, αντιλαμβάνονται με “κλειστά” μάτια τα πάντα γύρω τους. Και όσοι δεν αντιδρούν, να θυμάσαι ότι βαριεστημένα λειτουργούν, αδιάφορα, με τόση πίκρα και απογοήτευση θρονιασμένη μέσα τους».

Είναι αλήθεια πως αδυνατούσα, τόσο εγώ όσο και τα περισσότερα Μέλη του Συλλόγου μας, να βρω τον πλέον κατάλληλο τρόπο προσέγγισης, κάθε φορά που επισκεπτόμασταν μια φυλακή. Ο φόβος μου μήπως και απογοητεύσω όσους φυλακισμένους αδελφούς, μήπως και δεν κατορθώσω να πάρω μαζί μου φεύγοντας, κομμάτι της πικρίας τους, κομμάτι του Σταυρού τους, «έδενε» τα χέρια μου, έπνιγε και κόμπιαζε όσες σκέψεις είχα προετοιμάσει, όσα λόγια σκάρωνα καθ’ οδόν για να μοιραστώ μαζί τους. Γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκα ότι εκεί, στον χώρο τους, μέσα στις φυλακές τους, εκεί τα λόγια δεν έχουν αξία, σχεδόν καμιά! Εκεί ομιλούν τα βλέμματα, οι καρδιές αντηχούν, ο πόνος μερίζεται σιωπηλά, νωχελικά, ανθρώπινα...!

Ενα κελί να δυνηθεί, αν μπορέσει κάποτε, να απαλύνει τους στεναγμούς και πόνους σου! Και κάθε φορά που θα φεύγεις, που θα παίρνεις τη ρότα της επιστροφής, πικρόχολα για όσα έζησες κατά την επίσκεψή σου εκεί, «εικόνες» Θεού, ζωντανοί άνθρωποι, κάποιες φορές πιότερο «ελεύθεροι» από την προσωπική μας φυλακή του νου και της καρδιάς, θα παραμένουν εκεί, μη έχοντες κάτι διαφορετικό να επιλέξουν, κάτι αλλιώτικο για να καταπιαστούν. Και θα αναμένουν -ποιός ξέρει, αλήθεια!- την επόμενη επίσκεψη ενός αγνώστου, θα αναμένουν άνθρωπο να τους αναζητήσει, θα αναμένουν με προσμονή και καρδιακή λαχτάρα δυνατά να ακούσουν τ’ όνομά τους από τα μεγάφωνα των φυλακών, την αυστηρή και παγερή φωνή ενός φύλακα να προστάζει αυστηρά: «Οι τάδε ... επισκεπτήριο...».

Οι επισκέψεις μου στις Φυλακές στάθηκαν για εμένα το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο στην καριέρα μου, το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής μου. Τόση σοφία και γνώση, να θυμάσαι, δε χωρούν, δεν καταδέχονται να στοιβαχθούν μέσα στην κάθε λογής ανθρώπινη και κοσμική γνώση. Μάλλον, δε, χωρούν θαρρώ σε στίχους ωσάν του ποιητή, που, τόσο νωρίς, δεν άντεξε τη φυλακή της ψυχής του:

«Καλέ μου, σιγανά θα σού μιλούσα,

θα σού ‘λεγα πως όλοι μ’ εμισήσαν,

πως ρεύοντας το δρόμο μου ετραβούσα,

διωγμένος κάθε μέρα απ’ τους ανθρώπους,

μην ξέροντας ποιοί τόποι μ’ εκρατήσαν,

μην ξέροντας σε ποιούς πηγαίνω τόπους».