Toυ Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ

Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Η λέξη «απαρχές» αποτελεί τεχνικό όρο της αρχαίας ελληνικής λατρευτικής πρακτικής και δηλώνει την πρώτη μερίδα των θυσιαζομένων, που προσφερόταν συμβολικά στον θεό. Στην Παλαιά Διαθήκη (Λευιτικόν 23,10) αναφέρονται «απαρχές θερισμού» και επίσης απαρχές από σιτάρι, λάδι, κρασί και μαλλί των προβάτων (Δευτερονόμιο 18,4). Παρά δε το γεγονός ότι ορισμένοι αποστολικοί κανόνες απαγορεύουν την προσφορά στο θυσιαστήριο απαρχών από καρπούς, ζώα και προϊόντα, στο Μέγα Ευχολόγιο συμπεριλαμβάνονται πολλές σχετικές ευχές, γεγονός που δείχνει ότι το έθιμο των απαρχών συνεχιζόταν κανονικά.

Ουσιαστικά πρόκειται για έθιμο με παγκόσμια σχεδόν διάδοση στις αγροτοκτηνοτροφικές παραδοσιακές ανθρώπινες κοινωνίες. Μέσω αυτού, ο άνθρωπος προσπαθούσε να αποκτήσει τη συνέργεια του Θεού, ώστε να ενισχύσει και να σιγουρέψει τελετουργικά τη σοδειά του, από την οποία εξαρτώνταν η επιβίωσή του. Την αρχαία αυτή λατρευτική συνήθεια υιοθέτησε λοιπόν η Εκκλησία, εισάγοντας ανάλογες εκφράσεις και στην υμνολογία της. Γι’ αυτό και πολλές είναι οι περιπτώσεις προσφορών απαρχών στον ναό, στα έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας: σταφύλια, σύκα, κρασί, λάδι, σιτάρι και άλλα δημητριακά, αλεύρι, γάλα και τυρί αποτελούν μερικά από αυτά.

Για την πληρέστερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι απαρχές, ας δούμε ορισμένα παραδείγματα από τη Θράκη: στον Μαΐστρο της Ανατολικής Θράκης, το πρώτο γάλα που άρμεγαν από τις αγελάδες το έχυναν στο ρέμα, «για να είναι πάντα γλατιρή». Στην τελετουργία αυτή συνυπάρχουν οι αντιλήψεις για τις απαρχές της πρώτης σοδειάς στο δαιμονικό πνεύμα του τρεχούμενου νερού, με την ομοιοπαθητική επιδίωξη να «τρέχει» το γάλα, ακριβώς όπως τρέχει και το νερό στην κοίτη του χειμάρρου. Στο Σκεπαστό πάλι, από το ψωμί που πρωτοζυμώνουν με το αλεύρι της νέας σοδειάς, έκαναν και μια μικρή πίτα («κουλκόπλου») που την άφηναν στις βρύσες του χωριού, για να τρώνε οι διαβάτες και να εύχονται, τελετουργία που παραπέμπει στις ίδιες απόψεις, με βάση τις οποίες οι αρχαίοι πρόσφεραν τα ανάλογα «Εκάτης δείπνα».

Το ίδιο και στο Σαμμάκοβο, όπου πίστευαν ότι η πρώτη πίτα που θα ζύμωναν από το νέο αλεύρι της χρονιάς ανήκε στα «τζιτζίρια», γι’ αυτό και την έλεγαν «τζιρτζιροκούλικο». Πρόκειται βέβαια για είδος τελετουργικής απαρχής, που επιστρέφεται στη φύση και στις δαιμονικές δυνάμεις της, μέσα από την εικονική αφιέρωση στο χαρακτηριστικό και αβλαβές –για την αγροτική παραγωγή- αυτό έντομο του καλοκαιριού. Στο Σαμμάκοβο πάλι, για να μην αποδυναμώνουν τον σπόρο τους, την πρώτη ημέρα που τον έβγαζαν, δεν δάνειζαν απολύτως τίποτε. Από την πρώτη όμως χεριά σπόρο που έπαιρναν για να σπείρουν, μερικούς σπόρους τους κρατούσαν, ως τελετουργική απαρχή στις φυσικές δυνάμεις και τους πετούσαν στο αλώνι, όταν άρχιζαν το αλώνισμα. Θυμίζει, η τελετουργία αυτή, την τελετουργική επίσης πρακτική να αφήνουν στο τέλος ένα μικρό μέρος του χωραφιού αθέριστο, για να μην εξαντλήσουν τις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης, που υπάρχει όχι μόνον στον ελληνικό, αλλά και σε άλλους λαούς.

Στην Αίνο και στις Σαράντα Εκκλησιές, περιοχές κατ’ εξοχήν αμπελοκαλλιεργητικές, τα πρώτα τσαμπιά του τρύγου τα πήγαιναν στον ναό, για να ευλογηθούν από τον ιερέα και να μοιραστούν κατόπιν στους πιστούς. Στην Στενήμαχο πάλι, τα πρώτα σταφύλια που τρυγούσαν από το αμπέλι τους τα πήγαιναν στον ναό για να ευλογηθούν και να μοιραστούν κατόπιν στους πιστούς, στο τέλος της θείας λειτουργίας και μαζί με το αντίδωρο, κατά την εορτή της αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου). Στην Αίνο πάλι τα σταφύλια αυτά τα πήγαιναν στον ναό κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου).