Γράφει ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίας

Η καρδία μου εταράχθη, 11εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού. 12Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν· 13και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. 14Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού· 15και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς.

16 Οτι επί σοι, Κύριε, ήλπισα· συ εικακούση, Κύριε ο Θεός μου. 17 Οτι είπα· μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου· και εν τω σαλευθήναι πόδας μου επ’ εμέ εμεγαλορρημόνησαν. 18 Οτι εγώ εις μάστιγας έτοιμος, και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός. 19 Οτι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου. 20Οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ, και επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως· 21οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. 22Μη εγκαταλίπης με, Κύριε· ο Θεός μου, μη αποστής απ᾿ εμού· 23πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.

Συνεχίζουμε ερμηνεύοντες το β’ μέρος του ψαλμού μας:

Μετά από αυτή τη μικρή διακοπή της περιγραφής της ασθενείας του στον στιχ. 10, ο ποιητής μας επανέρχεται στο θέμα του, στην περιγραφή δηλαδή της καταστάσεώς του, την οποία τώρα παριστά πολύ τραγικά, σαν να είναι ετοιμοθάνατος. Ο ετοιμοθάνατος παρουσιάζει ταχυπαλμία, εγκατάλειψη των σωματικών του δυνάμεων και απώλεια του φωτός των οφθαλμών του. «Η καρδία μου εταράχθη –λέγει ο ποιητής μας– εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστιν μετ’ εμού» (στιχ. 11).

Τελειώνει εδώ η περιγραφή του σωματικού πάθους του ποιητού μας και αρχίζει από εδώ και κάτω να περιγράφει το ψυχικό του πάθος, το οποίο ασφαλώς δεν είναι μικρότερο από το σωματικό. Το ψυχικό του πάθος είναι η τελεία αδιαφορία και η εγκατάλειψη των φίλων του και των συγγενών του!... Αυτοί στέκονται μακρυά, «από μακρόθεν», όπως λέγει ο ποιητής, και δεν προστρέχουν σε βοήθειά του. Αυτό τον πονά τον ποιητή μας και λέγει τον πόνο του στον Θεό: «Οι φίλοι μου –λέγει– και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστά μοι από μακρόθεν έστησαν» (στιχ. 12). Από το «εξ εναντίας μου» θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι φίλοι και συγγενείς του ποιητού παρουσιάζονται και ως εχθροί του, «εξ εναντίας» του. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι με τη λέξη αυτή θέλει να δηλώσει ο ποιητής γενικά το «μακράν» που θα πεί παρακάτω. Γιατί όμως οι φίλοι του και συγγενείς του τηρούν τέτοια στάση απέναντί του; Παραπάνω στον στιχ. 6 ο ποιητής είπε ότι έχει τραύματα και πληγές στο σώμα του· πληγές που σαπίζουν και πυορροούν και αποδίδουν δυσοσμία, «προσώζεσαν» είπε. Πρόκειται λοιπόν για δερματική νόσο, πρόκειται μάλλον για λέπρα. Γι’ αυτό και οι φίλοι του και οι συγγενείς του δείχνουν τέτοια στάση σ’ αυτόν.

Αλλά ο ποιητής έχει και εχθρούς. Και αυτοί οι εχθροί δεν τον λυπούνται καθόλου στην κατάσταση αυτή που βρίσκεται. Οπως λέγει τώρα ο ποιητής, οι εχθροί του τον «εκβιάζουν» και του «ζητούν» την ψυχή. Θέλουν δηλαδή να τον «φάνε», που λέμε. «Ζητούν το κακό» του. Λέγουν δε και λόγια εναντίον του και όλη την ημέρα σχεδιάζουν εις βάρος του ολέθρια και δόλια σχέδια. «Και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχή μου –λέγει περί των εχθρών του ο ποιητής– και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν» (στιχ. 13). Ο μεγαλύτερος πόνος του ποιητού περί των εχθρών του είναι ότι, όπως θα μας πεί παρακάτω, αυτοί παλαιότερα είχαν ευεργετηθεί από αυτόν. Και όμως τώρα του φέρονται με σκληρή αγνωμοσύνη, του «ανταποδίδουν κακά αντί αγαθών» (στιχ. 21). Τι έλεγαν τέλος πάντων αυτοί εναντίον του ποιητού μας; Αυτοί θα του έλεγαν ότι δικαίως πάσχει, ότι δικαίως τον τιμωρεί ο Θεός γι’ αυτήν ή για εκείνη την αμαρτία του. Αυτά τα λόγια είναι που ο ποιητής μας στον στίχο που αναφέρουμε χαρακτηρίζει «ματαιότητας και δολιότητας». Θυμάται κανείς εδώ τον πολύαθλο Ιώβ, που τα ίδια του έλεγαν οι επισκέπτες του, οι «παρακλήτορες των κακών» του, όπως τους λέγει (Ιώβ 16,2). Αλλά ο ποιητής μας, μεγάλος στην ψυχή και υπέροχος πνευματικός άνθρωπος, παραμένει κουφός στα λόγια των εχθρών του και δεν λέγει «ελεγμούς», ελέγχους δηλαδή εναντίον τους. Ετσι λέγει για τη συμπεριφορά του αυτή προς τους εχθρούς: «Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού. Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» (στιχ. 14-15). Πραγματικά ο ποιητής μας είναι ένας υπέροχος πνευματικός άνθρωπος, που δεν αποπνίγεται από την πνιγηρή ατμόσφαιρα που του δημιούργησαν οι εχθροί του, αλλά αντιπαρέρχεται με σιωπή την κακία τους και την κατακραυγή τους και καταφεύγει στον Θεό, στον Μόνο που μπορεί να τον κρίνει και να τον δικαιώσει. Θυμάται κανείς εδώ τα λόγια του προφήτου Ησαΐου περί του πάσχοντος Μεσσίου, για τον οποίο λέγει: «Και αυτός (ο Μεσσίας) διά το κεκακώσθαι ουκ ανοίγει το στόμα αυτού· ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (Ησ. 53,7)!

Με έμφαση τώρα διατυπώνει ο ποιητής μας την ελπίδα του ότι ο Θεός θα τον δικαιώσει και θα τον εισακούσει. «Επί σοι, Κύριε, ήλπισα –λέγει– συ εισακούση, Κύριε, ο Θεός μου» (στιχ. 16)! Στον πόνο της ασθένειάς του, στην εγκατάλειψη των φίλων του και στην επιβουλή των εχθρών του, ελπίδα του και παρηγοριά του έχει απομείνει μόνον ο Θεός!

Ο ψαλμωδός μας στη συνέχεια λέγει το λόγο για τον οποίο πρέπει να τον βοηθήσει ο Θεός. Και ο λόγος είναι ότι θα χαρούν οι εχθροί του και θα καυχηθούν όταν θα δούν να κλονίζονται τα πόδια του: «Μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου και εν τω σαλευθήναι πόδας μου επ’ εμέ εμεγαλορρημόνησαν» (στιχ. 17). Οι εχθροί του ποιητού πραγματικά όχι μόνο θα χαρούν βλέποντας να συνεχίζεται η ασθένεια του ποιητού μας, αλλά και θα καυχώνται, γιατί αυτό γι’ αυτούς θα σημαίνει ότι είναι αλήθεια αυτά που λέγουν εις βάρος του, ότι δηλαδή αυτός πάσχει δίκαια, γιατί διέπραξε αυτή ή την άλλη αμαρτία (βλ. στιχ. 13).

Πάλι ο ποιητής μας, στο τέλος του ψαλμού του ευρισκόμενος, επανέρχεται στο αίτημα του. Επανέρχεται στην παράκλησή του να τον βοηθήσει ο Θεός και να τον σώσει, να τον θεραπεύσει από την ασθένειά του. Λέγει δε ότι η βοήθεια αυτή του Θεού πρέπει να του έρθει γρήγορα, γιατί αυτός είναι «έτοιμος εις μάστιγας» (στιχ. 18α), η κατάστασή του δηλαδή πηγαίνει στο χειρότερο. Και ακόμη λέγει ότι ο πόνος του είναι συνεχής, δεν διακόπτεται: «Η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός» (στιχ. 18β). Επομένως δεν υπάρχει περιθώριο αναμονής. Λίγο ακόμη και ο ποιητής μας θα εκλείψει!...

Για να εξασφαλίσει ο ποιητής την ταχεία βοήθεια από τον Θεό, για μια φορά ακόμη προβαίνει στην ομολογία των αμαρτιών του και υπόσχεται ότι θα  «μεριμνήσει για την αμαρτία του», θα φροντίσει δηλαδή να μην επαναλάβει τις αμαρτίες που διέπραξε. «Οτι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ –λέγει εξομολογούμενος ο ποιητής–και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου» (στιχ. 19).

Ενας άλλος λόγος για τον οποίον ο ποιητής μας παρακαλεί τον Θεό να επισπεύσει τη βοήθειά του σ’ αυτόν, είναι ότι οι εχθροί του είναι πολλοί και κραταιοί και τον μισούν «αδίκως», χωρίς λόγο δηλαδή: «Οι δε εχθροί μου –λέγει– ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ και επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως» (στιχ. 20). Και περί των εχθρών του αυτών λέγει ότι είναι αγνώμονες προς αυτόν, γιατί αυτός τους είχε ευεργετήσει παλαιότερα και επεδίωκε καλά γι’ αυτούς –«κατεδίωκον αγαθωσύνην» λέγει (στιχ. 21β)– , ενώ αυτοί τώρα του φέρονται με αγνωμοσύνη. «Οι ανταποδίδοντές μοι κακά αντί αγαθών» (στιχ. 21α).

Ολος ο ψαλμός τελειώνει με μία νέα θερμή παράκληση του ποιητού μας στον Θεό, να μην τον εγκαταλείψει στην κατάσταση που βρίσκεται, αλλά να σπεύσει για βοήθειά του. Λέγει: «Μη εγκαταλίπης με, Κύριε, ο Θεός μου, μη αποστής απ᾿ εμού. Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου» (στιχ. 22-23).