Αρχική » Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή;

Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή;

από christina

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Θεωρία και πράξη δίνουν τη δική τους απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου. Εάν, λοιπόν, δούμε το ζήτημα από τη θεωρητική του πλευρά, θα διαπιστώσουμε την ομόφωνη άποψη της επιστημονικής θεωρίας -την οποία συμμερίζεται άλλωστε και η κοινωνία- ότι η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό στον κόσμο. Επομένως η αξία της είναι ανυπολόγιστη, διότι δεν υπάρχει αντισταθμιστικό μέγεθος, για να μπορέσει να τη μετρήσει κανείς. Το διακηρύσσουν αυτό με απόλυτο τρόπο όλα τα Συντάγματα των δικαιοκρατούμενων χωρών (βλ. π.χ. για την Ελλάδα  άρ. 5 παρ. 2 του Συντάγματος), αλλά και όλες οι διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως είναι λ.χ. η Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών του 1948 για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρ. 3), η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 ομοίως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρ. 22), το Διεθνές Σύμφωνο του Ο.Η.Ε. του 1966 για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρ. 6 ) κλπ.

Αλλη όμως εικόνα μας δείχνει το «τοπίο», εάν το κοιτάξουμε με τα «μάτια» της πράξης. Η τελευταία δεν υπακούει σε δικαιικούς ή άλλους κανόνες ή πάντως αρνείται να συμμορφωθεί προς αυτούς, εφ’ όσον συγκρούονται με τα συμφέροντά της στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για την πράξη η ανθρώπινη ζωή μπαίνει πάντα στη «ζυγαριά» και αξίζει τόσο, όσο τηναποτιμάει εκείνος που κάνει τη στάθμιση. Η μακροχρόνια και ομοιόμορφη χρήση της σχετικής «ζυγαριάς» έχει διαμορφώσει ορισμένους «πίνακες διατίμησης», με τη βοήθεια των οποίων μπορούμε να πούμε εδώ, πόσο αποτιμάται η ανθρώπινη ζωή στο «χρηματιστήριο» των καθημερινών διαπροσωπικών «συναλλαγών». Τα μέλη μαφιοειδών οργανώσεων π.χ. βρίσκουν τη ζωή υποδεέστερη από τα άνομα κέρδη που επιδιώκουν, γι’ αυτό και δεν έχουν κανένα δισταγμό να σκοτώσουν όσους αποτελούν εμπόδιο προς αυτά. Ανάλογη είναι και η «διατίμηση» που έχει καταγραφεί από τη δράση διαφόρων τρομοκρατικών οργανώσεων. Και οι τρομοκράτες βάζουν τη ζωή των θυμάτων τους σε κατώτερη μοίρα από την επιτυχία των ιδεολογικών τους στόχων. Ιδια είναι και η αντίληψη που διέπει τη λειτουργία εθνικών σχεδιασμών ή μηχανισμών κρατικής ασφαλείας. Οι νομικοί περιορισμοί που υπάρχουν σε αυτές τις περιπτώσεις ξεπερνιούνται συνήθως με την προσχηματική πολλές φορές επίκληση ή την παρερμηνεία νομικών θεσμών που οριοθετούν τη δράση κρατικών αρχών.

Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων μπορεί να αξιολογηθεί με την προσήκουσα σοβαρότητα το τραγικό συμβάν με τον άτυχο νεαρό ομογενή, που σκοτώθηκε στη Βόρειο Ηπειρο από άνδρες της αλβανικής Αστυνομίας την ημέρα του εορτασμού της Εθνικής Επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία του περιστατικού, όλα ξεκίνησαν από την ανάρτηση της Ελληνικής Σημαίας εκ μέρους του νεαρού ομογενούς σε κάποια περιοχή του Αργυροκάστρου. Τη σημαία αυτή κατέβασαν στη συνέχεια οι αλβανικές αρχές. Ο νεαρός την ξανάβαλε στη θέση της. Για να υπερασπιστεί μάλιστα την πράξη του, οπλίστηκε με ένα καλάσνικοφ, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε ενδεχόμενο. Στον τόπο του επεισοδίου έσπευσε επίλεκτη ομάδα της αλβανικής Αστυνομίας, ο επικεφαλής της οποίας κάλεσε τον νεαρό να παραδοθεί. Αυτός όχι μόνον αρνήθηκε να παραδοθεί, αλλά άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Αμέσως ακολούθησαν πυροβολισμοί εκ μέρους της Αστυνομίας εναντίον του, τους οποίους ανταπέδωσε ο νεαρός. Κάποια στιγμή του τελείωσαν οι σφαίρες και έτσι σταμάτησε να πυροβολεί. Παρ’ όλα αυτά, οι Αλβανοί Αστυνομικοί συνέχισαν τους πυροβολισμούς (!) με αποτέλεσμα δυο από αυτούς να τον πλήξουν θανάσιμα στο στήθος και στο μέτωπο. Μόλις έγινε γνωστό το περιστατικό, πολλοί δικοί μας εδώ στην Ελλάδα χαρακτήρισαν δολοφονία τον θάνατο του νεαρού ομογενούς, στον οποίο απέδωσαν τον τίτλο του ήρωα. Αντιθέτως οι Αλβανοί μίλησαν με απαξιωτικά λόγια γι’ αυτόν. Δια στόματος μάλιστα του Πρωθυπουργού τους τον αποκάλεσαν «ακραίο», «τρελό» και «επικίνδυνο» και εξέφρασαν την ικανοποίησή τους που σκοτώθηκε ένα τέτοιο άτομο! Η πρωτοφανής αυτή δήλωση του Αλβανού Πρωθυπουργού (που εναρμονίζεται με ανάλογα συνθήματα της αλβανικής ποδοσφαιρικής εξέδρας: «ένας Ελληνας νεκρός, ένας μπάσταρδος λιγότερος») λέει λίγα, αλλά αποκρύπτει πολλά για το τί ακριβώς μεθοδεύθηκε στους Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου, όπου έλαβε χώρα το σχετικό θερμό επεισόδιο.

Τί ήταν λοιπόν τελικά, ύστερα από όλα αυτά, ο άτυχος ομογενής; Αποτελεί, νομίζω, κοινό τόπο ότι τους ακριβείς χαρακτηρισμούς κάποιου τους δίνουν τα γεγονότα που συνθέτουν τη συμπεριφορά του και όχι οι προσωπικές εκτιμήσεις του καθενός. Με βάση επομένως τα γεγονότα του συγκεκριμένου περιστατικού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο τραγικός πρωταγωνιστής του εν λόγω επεισοδίου ήταν ένας νέος γεμάτος φιλοπατρία. Αγάπησε με πάθος την Ελλάδα και την ελληνική σημαία. Μόνο που τις υπερασπίστηκε με εσφαλμένο τρόπο, δίνοντας λαβή στα προκατειλημμένα εναντίον της ελληνικής μειονότητας όργανα της αλβανικής καταστολής να τον σκοτώσουν με την πρόφαση της άμυνας. Οταν παίρνεις όπλο στα χέρια και πυροβολείς, ανοίγεις τους «ασκούς του Αιόλου», που μπορεί να σε πνίξουν μέσα στις θύελλες που προκαλούν. Αυτό βέβαια δεν δικαιώνει το σχετικό σχόλιο του γνωστού για την αμετροέπειά του και τις ατυχείς δηλώσεις του πρώην υπουργού κ. Πάγκαλου. Οποιος παίρνει όπλο, πράγματι πυροβολείται. Δεν σκοτώνεται όμως αναπόδραστα! Ιδίως, όταν οι πυροβολισμοί ανταποδίδονται από επίλεκτες ομάδες της Αστυνομίας, που έχουν ασκηθεί στη σκόπευση. Το γεγονός ότι ο νεαρός ομογενής πυροβολήθηκε σε ζωτικά σημεία του σώματός του και όχι σε ακίνδυνα σημεία (π.χ. πόδι, χέρι) με την πρόθεση της εξουδετέρωσής του, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι δολοφονήθηκε από την αλβανική Αστυνομία. Και η επίκληση της άμυνας από αυτήν είναι εντελώς προσχηματική. Σε ουδεμία περίπτωση μπορεί να επικαλεστεί κάποιος άμυνα, όταν πυροβολεί και σκοτώνει τον αρχικώς επιτεθέντα με το όπλο τη στιγμή που αυτό είναι πια άδειο. Εκτός εάν τον πλήττει την ώρα που προσπαθεί να το ξαναγεμίσει. Πάντα όμως, για να τον εξουδετερώσει και όχι για να τον σκοτώσει. Το άρ.2 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση κατ’ επιταγή του Ελληνικού Διεθνούς Ποινικού Δικαίου (άρ. 7 ΠΚ) -εφ’ όσον το θύμα είχε ελληνική υπηκοότητα- στερεί του δικαιώματος της άμυνας εκείνον που την επικαλείται, εάν δεν συντρέχουν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις αυτής (επίθεση, παρούσα και άδικη). Οταν δε, παρά τη συνδρομή των προϋποθέσεων της άμυνας, γίνεται υπέρβαση των ορίων αυτής, όπως ορίζονται στο άρ.2 2 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, η πράξη του αμυνομένου ουδέποτε αποβάλλει τον άδικο χαρακτήρα της (άρ.  23 Ποινικού Κώδικα). Εξ άλλου και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες Διεθνείς Συμβάσεις, που παρέχουν απόλυτη προστασία στην ανθρώπινη ζωή, η θανάτωση ανθρώπου στο πλαίσιο της άσκησης του αμυντικού δικαιώματος τότε μόνο δικαιολογείται, όταν δεν υπήρχε άλλος τρόπος απόκρουσης της παρούσης και άδικης επίθεσης.

Ας υπογραμμισθεί λοιπόν με έμφαση εδώ ότι ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, για να εξυπηρετηθούν διάφορες σκοπιμότητες της πράξης, δεν μπορεί να βρει στήριγμα νομιμότητας σε καμιά έννομη τάξη.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ