Της Έλενας Τσακίρη

 

Πολλούς τριγμούς προκάλεσε η γνωστή δήλωση του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη, για «εθνοκάθαρση» των Ποντίων και όχι για γενοκτονία, σύμφωνα «με την επιστημονική προσέγγιση του όρου», δημιουργώντας αντιδράσεις από τους Ποντίους, αλλά και από την Εκκλησία.

Η συγκεκριμένη τοποθέτηση εξόργισε την ποντιακή κοινότητα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ενώ με «σκληρή» γλώσσα μίλησε ο Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος όταν ερωτήθηκε σχετικά. Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι ο υπουργός Παιδείας ανήκει σε μια σχολή που επιχειρεί «την αποχριστιανοποίηση του έθνους και την αποδόμηση όλων των ιδεωδών και ιστορικών συνιστωσών που συντήρησαν και συγκράτησαν τους Έλληνες ως μια ξεχωριστή και μοναδική εθνότητα στον κόσμο», υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η άποψη αυτή «είναι διάχυτη σε όλες τις πολιτικές εκφράσεις του τόπου μας».

Αναφέρθηκε μάλιστα και στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, κάνοντας λόγο για «ασυγχώρητη αμάθεια» από την πλευρά του κ. Φίλη για τα αποτρόπαια γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον Εύξεινο Πόντο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Άλλωστε, δεν έχει περάσει ούτε ένας μήνας από την επίσκεψη του Μητροπολίτη, συνοδευόμενου από τον Μητροπολίτη Νεαπόλεως κ. Βαρνάβα, στη 2η Συνδιάσκεψη Ποντιακής Νεολαίας που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη. Ο κ. Παύλος είχε κάνει εκτενή αναφορά στο πώς οι Πόντιοι, ερχόμενοι στην Ελλάδα, έφεραν μαζί τους τις εικόνες τους και τα λείψανα των αγίων και στο ότι μετέφεραν αυτή την ασκητική ζωή στο κράτος.

 

Οι διωγμοί

Οι σφαγές που έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα στους χριστιανικούς πληθυσμούς έχουν απασχολήσει ιστορικούς εδώ και 30 χρόνια και έχουν γίνει αντικείμενο μελετών, ενώ η ιστορική αναζήτηση αποσκοπεί έως έναν βαθμό και στην αναγνώριση σε πολιτικό επίπεδο των γενοκτονιών που διεπράχθησαν από την πλευρά των Νεότουρκων.

Στην Αμερική, στο Σικάγο συγκεκριμένα, το Ελληνικό Κέντρο Μελετών Μικράς Ασίας και Πόντου έχει να αναδείξει πολύ σοβαρό ερευνητικό έργο στην ιστορία των Ποντίων, με μελέτες από 40 και πλέον ιστορικούς, οι οποίες με τεκμήρια αναφέρονται στις σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών εκείνη την περίοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε διάστημα έξι χρόνων (2002-2008) επτά πολιτείες των ΗΠΑ αναγνώρισαν επίσημα τη Γενοκτονία των Ποντίων, ανάμεσά τους η Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ. Το Ελληνικό Κέντρο αποτελεί δημιούργημα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Αμερικής και Καναδά, η οποία συνεχίζει τις προσπάθειες αναγνώρισης της Γενοκτονίας και από άλλες πολιτείες, έχοντας ως μοχλό πίεσης τις ιστορικές καταγραφές και τα ντοκουμέντα που διαθέτει.

Μέσα σε διάστημα έξι χρόνων (2002-2008) επτά πολιτείες των ΗΠΑ αναγνώρισαν επίσημα τη Γενοκτονία των Ποντίων, ανάμεσά τους η Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ.

Όπως είχε αναφέρει σε ένα από τα τελευταία συνέδρια που είχαν πραγματοποιηθεί στην Αμερική ο πρόεδρος του Κέντρου, Γιώργος Μαυρόπουλος, το έργο που ξεκίνησε το Κέντρο πριν από χρόνια βασίστηκε στο τι είχαν κάνει οι Αρμένιοι για να προωθήσουν την υπόθεση της αναγνώρισης της γενοκτονίας τους. Ο ίδιος ανέπτυξε τη σημασία της ύπαρξης βιβλιογραφίας στην αγγλική γλώσσα και είπε ότι η δουλειά τους εστιάστηκε στην ανατύπωση παλαιότερων βιβλίων για τη γενοκτονία, στην έκδοση νέων και στη διοργάνωση συνεδρίων.

Στην Ευρώπη, το ζήτημα της Γενοκτονίας των Ποντίων, αν και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, δεν έχει λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις, ούτε αναγνώριση. Μέχρι στιγμής εκτός από την ελληνική και την κυπριακή Βουλή, που έχουν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία, μόνο το σουηδικό Κοινοβούλιο έχει προχωρήσει σε ψήφιση υπέρ της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ποντίων, των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων.

Ο απόδημος ποντιακός ελληνισμός της Ευρώπης παλεύει κι αυτός με τη σειρά του μέσω της ιστορικής και επιστημονικής οδού να προβάλλει το θέμα. Η Γερμανία αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για τους Πόντιους, καθώς έχει τεθεί πολλές φορές στο τραπέζι των συζητήσεων η αναγνώριση της γενοκτονίας από Γερμανούς πολιτικούς.

Άλλωστε, τον Δεκέμβριο του 2007 η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars – IAGS) αναγνώρισε με ψήφισμά της τη Γενοκτονία των Ασσυρίων και των Ελλήνων το διάστημα 1914-1923.

Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος της IAGS έχει ως εξής: «Εκτιμώντας ότι η άρνηση της γενοκτονίας αναγνωρίζεται ευρέως ως τελικό στάδιο της γενοκτονίας, που φυλάσσει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας και προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες. Εκτιμώντας ότι η γενοκτονία ενάντια στους χριστιανικούς πληθυσμούς από το οθωμανικό κράτος κατά τη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο απεικονίζεται συνήθως ως γενοκτονία ενάντια σε Αρμενίους μόνο, με μερική μόνο αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών ενάντια σε άλλες χριστιανικές μειονότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών ότι η οθωμανική εκστρατεία ενάντια στις χριστιανικές μειονότητες της αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923 αποτέλεσε μια γενοκτονία ενάντια σε Αρμένιους, Ασσύριους και Έλληνες. Η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών ζητά από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες ενάντια σε αυτούς τους πληθυσμούς, να ζητήσει μια επίσημη συγγνώμη και να λάβει άμεσα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση».

Λίγο καιρό μετά το ψήφισμα, οι πρόεδροι της Διεθνούς Ένωσης απέστειλαν επιστολή στο γερμανικό Κοινοβούλιο για την αναγνώριση της γενοκτονίας. Η πρόσφατη αναφορά (Απρίλιος του 2015) του Γερμανού προέδρου της Δημοκρατίας, Γ. Γκάουκ, για γενοκτονία των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων ήταν ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Στη Γερμανία προετοιμάζεται για τον επόμενο χρόνο μια σειρά εκδηλώσεων, αλλά και επιστημονικών συνεδρίων για το θέμα, καθώς, όπως επισημαίνουν οι Πόντιοι που παλεύουν για την αναγνώριση, ο καιρός έχει έρθει να γίνει αυτό το βήμα.

 

Στον ΟΗΕ

Η υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, μετά από παρεμβάσεις του πρωτεργάτη της υπόθεσης αναγνώρισης, Μιχάλη Χαραλαμπίδη.

Επίσης, η γενοκτονία τέθηκε στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (5 Σεπτεμβρίου 2006) με την κατάθεση της έκθεσης του Ολλανδού ευρωβουλευτή Camiel Eurlings, ο οποίος ανέφερε τις παρατηρήσεις του για την πρόοδο της Τουρκίας στην πορεία για την ευρωπαϊκή της ένταξη. Η έκθεση αυτή ψηφίστηκε την 27η Σεπτεμβρίου 2006 από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η γενοκτονία τέθηκε στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (5 Σεπτεμβρίου 2006) με την κατάθεση της έκθεσης του Ολλανδού ευρωβουλευτή Camiel Eurlings

«Οι γνωστές πλέον δηλώσεις του υπουργού Παιδείας της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη γενοκτονία των προγόνων μας έρχονται ως συνέχεια της πολιτικής υπονόμευσης, η οποία ακολουθήθηκε ήδη από την ψήφιση του σχετικού νόμου αναγνώρισης από τη Βουλή το 1994, και συνδέονται άμεσα με την απόδοση τιμής από τον Έλληνα πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών στον σφαγέα Μουσταφά Κεμάλ. Αποτελεί, ομολογουμένως, παγκόσμια πρωτοτυπία έθνος που έχει υποστεί γενοκτονία, με στόχο την ολοκληρωτική του εξαφάνιση, που έχει υποστεί τέτοιας έκτασης προσφυγιά να έχει θεσμούς οι οποίοι υπονομεύουν τη διεθνή προσπάθεια για αναγνώριση! Σε καμία περίπτωση βεβαίως αυτό δεν θα συνέβαινε, ούτε συμβαίνει, στην περίπτωση των Αρμενίων και των Ισραηλινών. Εκεί η πολιτική αναγνώρισης είναι διαφορετική και το γνωρίζουμε». Πρόκειται για ένα μέρος μόνο της επιστολής που έστειλαν οι ομοσπονδίες των Ποντίων του εξωτερικού στον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση, θέτοντας για ακόμα μία φορά το ζήτημα της πολιτικής που ακολουθείται από την ελληνική Πολιτεία στην αναγνώριση της γενοκτονίας. Θέση που ακολουθείται και από τους Ποντίους στην Ελλάδα, οι οποίοι σε πρόσφατη ανακοίνωσή τους ανέφεραν: «Τονίζουμε, απευθυνόμενοι προς όλους τους πολιτικούς χώρους, ότι το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας δεν προσφέρεται για μικροκομματικές και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, ούτε μπορεί να αποτελεί προϊόν πολιτικής εκμετάλλευσης. Άλλωστε, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων έως τώρα, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος μάς είχε αφήσει μόνους να μαχόμαστε στον αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας».

 

Ανθρωποσφαγή από τους Νεότουρκους βάσει σχεδίου και σε δύο φάσεις

Η πρώτη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων ξεκίνησε το 1908, όταν την εξουσία πήραν οι εθνικιστές Νεότουρκοι, και διήρκεσε μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία συνδυάστηκε με τη συστηματική διαδικασία εξόντωσης των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων που είχαν καταταγεί στον τουρκικό στρατό, την εξόντωση των ηγετών, τη σύλληψη και τη μεταφορά στα τάγματα εργασίας, τη σφαγή των ανδρών, ενώ ακολούθησε η εκτόπιση των γυναικών, των παιδιών και η μαζική δολοφονία τους.

Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1914, όταν οι συγκρούσεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου αναβάθμισαν την πολιτική της γενοκτονίας. Η διαταγή του επικεφαλής του οθωμανικού στρατού, Γερμανού διοικητή Λίμαν φον Σάντερς, για εκκένωση περιοχών από Έλληνες είναι χαρακτηριστική. Τα τάγματα εργασίας, ως αποτέλεσμα του νόμου του 1909 περί στράτευσης των χριστιανών, η επιστράτευση του 1914 και οι εκτοπίσεις στα βάθη της Ανατολίας οδηγούσα στη φυσική εξόντωση των Ελλήνων.

Η περίοδος 1919-1923 αποτέλεσε την τελευταία και πιο έντονη φάση της γενοκτονίας, όταν η εδραίωση του Μουσταφά Κεμάλ συνέπεσε με τη δημιουργία της ΕΣΣΔ και τη βοήθεια που αυτή προσέφερε στο εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, την ελληνική παρουσία στην περιοχή της Σμύρνης και τη Θράκη, καθώς και την αλλαγή προσανατολισμού στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας, της Γαλλίας και άλλων δυνάμεων. Οι διωγμοί εκδηλώθηκαν με τη μορφή κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Πολύ γρήγορα όμως έγιναν πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν μαζικά πλέον κατά των Ελλήνων, ολοκληρώνοντας το σχέδιο γενοκτονίας.

Σχεδόν 1.000.000 Έλληνες (353.000 στον Πόντο, 350.000 στην κεντρική Μικρά Ασία και 300.000 στη Θράκη), από έναν πληθυσμό 2.700.000 και πλέον, εξαφανίστηκαν, εξόντωση η οποία αποτελεί γενοκτονία σύμφωνα με το Άρθρο 2 της Σύμβασης του ΟΗΕ για την πρόληψη και την καταστολή της γενοκτονίας (παράγραφοι α, β, γ, δ και ε) και με βάση την ουσία της έννοιας της γενοκτονίας.

Παράλληλα, σχεδόν 1.300.000 Έλληνες, κυρίως παιδιά και γυναίκες, αφού δολοφονήθηκε πάνω από το 65% των ανδρών, έγιναν πρόσφυγες στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (πρώην Σοβιετική Ένωση, ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία, Σουηδία, Αυστραλία κ.λπ.), ενώ περίπου 400.000-500.000 παρέμειναν στον Πόντο, ως εξισλαμισμένοι, αλλά διατηρώντας την ποντιακή διάλεκτο.

(Πηγή: Θεοφάνης Μαλκίδης, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη Γενοκτονιών).