Αρχική » Γιορτάζοντας τις εθνικές μας επετείους αποξενωμένοι από τα διδάγματά τους

Γιορτάζοντας τις εθνικές μας επετείους αποξενωμένοι από τα διδάγματά τους

από christina

 

 

Toυ Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Γιορτάσαμε πριν από λίγους μήνες ακόμη μία φορά την Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως και όλες τις προηγούμενες χρονιές. Προσηλωμένοι στον τελετουργικό χαρακτήρα της γιορτής. Οχι στο βαθύτερο νόημά της. Η στρεβλή αυτή εορταστική αντίληψη δεν αναλώνεται, όπως είναι φυσικό, στην Επέτειο του Σαράντα. Επαναλαμβάνεται και στην άλλη μεγάλη Εθνική μας Επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, αφού έχουμε συνηθίσει δυστυχώς, να παραμένουμε στο «κέλυφος» των Εθνικών Επετείων και να αδιαφορούμε για την «ψίχα» τους. Και «ψίχα» ασφαλώς των σχετικών Επετείων αποτελούν τα διδάγματα που μας στέλνουν. Διδάγματα που ουδέποτε μας άγγιξαν. Γι’ αυτό αρκούμαστε να γιορτάζουμε τις Εθνικές μας Επετείους με «κούφιους» πανηγυρικούς λόγους που εκφωνούμε την ημέρα της Επετείου ή με παρελάσεις και σημαιοστολισμούς που καλύπτουν τυπικά τον εξωτερικό διάκοσμο της Εορτής, χωρίς να μετουσιώνονται ποτέ σε εσωτερική επιστράτευση, όπως έκαναν τότε εκείνοι που τους τιμούμε σήμερα, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του σαλπιγκτή ο οποίος κάθε φορά που κινδύνευε η Πατρίδα γινόταν «τελάλης» της «φωνής» του Εθνους και τους μάζευε όλους στις επάλξεις του χρέους. Μιλώντας για τα διδάγματα των Εθνικών μας Επετείων θα προτάξουμε εδώ, λόγω της επικαιρότητας των ημερών, τα διδάγματα του Σαράντα που συμπυκνώνουν άλλωστε τα αντίστοιχα διδάγματα του Εικοσιένα, επιφυλασσόμενοι ασφαλώς να τα συνδέσουμε  με αυτά, όπου χρειασθεί στη «ροή» του λόγου.

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα του Σαράντα. Δεχθήκαμε τότε την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, όταν αρνηθήκαμε να επιτρέψουμε στα στρατεύματά της να εισέλθουν στη χώρα και να εγκατασταθούν σε στρατηγικούς στόχους προς εξυπηρέτηση των πολεμικών σχεδίων του Χίτλερ, του συμμαχικού της εταίρου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το «ΟΧΙ» μπορεί να το είπε τυπικά ο Ιωάννης  Μεταξάς ως Πρωθυπουργός της χώρας, ήταν όμως στην ουσία απάντηση του ίδιου του Λαού, ο οποίος αντιστάθηκε έτσι στην κατάλυση της εθνικής του ανεξαρτησίας. Αυτό είναι το πρώτο και κορυφαίο δίδαγμα του Σαράντα: Η αντίσταση του Λαού στα σχέδια των ισχυρών του κόσμου. Πρέπει να υπογραμμισθεί με έμφαση ότι την καθολική βούληση του Ελληνικού Λαού την γνώριζε πολύ καλά ο Μεταξάς και τη σεβάστηκε, αν και ο ίδιος εμφορείτο από πολιτική ιδεολογία που ήταν αντίθετη στο δημοκρατικό ιδεώδες (ας θυμηθούμε εδώ την 4η Αυγούστου 1936). Το στοιχείο αυτό μας προβάλλει ένα δεύτερο, συνυφασμένο με το πρώτο και διόλου βέβαια ευκαταφρόνητο, πολιτικό δίδαγμα, αφού μας δείχνει πώς ακριβώς Πρωθυπουργοί δικτατορικών αντιλήψεων εύρισκαν τον τρόπο να σέβονται τελικά τη βούληση του Λαού, σε αντίθεση με ορισμένους «δημοκρατικούς» σημερινούς Πρωθυπουργούς, οι οποίοι συμπεριφέρονται δικτατορικά και περιφρονούν πολλές φορές τη δεδηλωμένη λαϊκή βούληση σε σπουδαία εθνικά ζητήματα. Αντί άλλου παραδείγματος μπορούμε να αναφέρουμε εδώ τη «Συμφωνία των Πρεσπών», που συνήφθη από μία «δημοκρατική» Κυβέρνηση, παρά την αντίθετη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού προς τη συμφωνία αυτή.

Η ομόθυμη βούληση του Λαού να απορρίψει το ιταμό αίτημα των Ιταλών, γέννησε στη συνέχεια την εθνική ομοψυχία – και αυτό είναι ένα άλλο περαιτέρω δίδαγμα – που εκφράστηκε σε πράξεις αντίστασης σε όλα τα μέτωπα εκείνου του Πολέμου. Οχι μόνο στην Πρώτη Γραμμή, αλλά και στα μετόπισθεν. Σε κάθε σπιθαμή της ελληνικής γης. Ολοι οι Ελληνες έγιναν μία ψυχή και μία «γροθιά» απέναντι στον εισβολέα. Και τον πολέμησαν με κάθε τρόπο σε όποιο μέρος κι αν πάτησε η μπότα του. Απέδειξαν έτσι με την πολεμική τους αρετή ότι ήσαν γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των ηρώων της Εθνεγερσίας, οι οποίοι έκαναν πάντοτε θαύματα όταν ήσαν ενωμένοι. Το δίδαγμα αυτό του Σαράντα δεν το εγκολπωθήκαμε, δυστυχώς, εμείς οι μεταγενέστερες γενιές, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τους πολλούς παράλληλους πολέμους που εκδηλώνονται με άλλη μορφή σήμερα εναντίον της Ελλάδος. Και δεν απειλούν βέβαια μόνο την εθνική μας κυριαρχία, αλλά κάτι πολύ σπουδαιότερο: Την ίδια την επιβίωση του Ελληνισμού.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στον πόλεμο του Σαράντα οι προπάτορές μας υπερασπίσθηκαν την Πατρίδα και θυσιάσθηκαν γι’ αυτήν. Το δίδαγμά τους αυτό, δυστυχώς, δεν μας λέει σήμερα τίποτε απολύτως, αφού οι σημερινές μας αντιλήψεις έχουν απαξιώσει πλήρως την έννοια της Πατρίδος. Η σχετική απαξίωση έχει φτάσει μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται πια οπισθοδρομικοί, αν δεν χαρακτηρίζονται ακραίοι και επικίνδυνοι, όσοι τολμούν να μιλούν σήμερα για την Πατρίδα! Επομένως πώς μπορεί να υπερασπισθεί κάποιος εκείνο που δεν το πιστεύει; Και πώς θα σπεύσει να θυσιασθεί για κάτι που δεν τον εμπνέει; Οι σημερινοί νέοι «γαλουχούνται», όχι μόνο μέσα στα σχολεία αλλά και μέσα στην κοινωνία από τα διάφορα ΜΜΕ και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με διεθνιστικές αντιλήψεις. Με αντιλήψεις δηλ. που προτάσσουν τη διεθνή αλληλλεγγύη των λαών και εκτοπίζουν σε δεύτερο πλάνο τον πατριωτισμό των πολιτών. Η καλλιέργεια των σχετικών αντιλήψεων γίνεται μεθοδευμένα, από φορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν ως «δολώματα» επιλεγμένα ζητήματα, όπως είναι π.χ. η μαζική μετακίνηση πληθυσμών. Τα ζητήματα αυτά, που είναι από τη φύση τους συνυφασμένα με πολλές ευαισθησίες, είναι κατεξοχήν πρόσφορα στρατηγικά σχέδια σε έναν ακήρυκτο πόλεμο, σαν αυτούς που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα. Ετσι με τα σχετικά «δολώματα» επιδιώκεται η εξουδετέρωση όλων των στοιχείων του αμυντικού μηχανισμού ενός λαού, ώστε να επιτευχθεί αναίμακτα και εκ του ασφαλούς η αλλοτρίωσή του, και μέσω αυτής η τελική υποταγή στα σχέδια του εξανδραποδισμού του, στον οποίο αποβλέπουν οι «καλλιεργητές» της διεθνιστικής αλληλεγγύης.

Την απάντηση σε όλους αυτούς που ελαφρά τη καρδία «απαλλοτριώνουν» την έννοια της Πατρίδος προς χάριν εννοιών των οποίων η εξυπηρέτηση δεν είναι ασυμβίβαστη με την άσκηση του πατριωτικού καθήκοντος, την έδωσαν οι Ελληνες του Σαράντα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: Υπερασπίστηκαν πρωτίστως την Πατρίδα και θυσιάστηκαν γι’ αυτήν. Μέσα από τον αγώνα τους να μείνει ελεύθερη και αλώβητη η Πατρίδα πολέμησαν ταυτόχρονα τον ολοκληρωτισμό συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της αυτοδιάθεσης των λαών και στη διαφύλαξη της παγκόσμιας ειρήνης. Με αυτή την έννοια η θυσία τους ήταν μία εξαιρετικά σπουδαία προσφορά στη διεθνή αλληλεγγύη των λαών. Προτεραιότητα όμως για τους Ελληνες του Σαράντα είχε η Πατρίδα και μετά ακολουθούσαν όλα τα άλλα, που δεν αρνήθηκαν να τα υπηρετήσουν εμπράκτως. Η Ελλάδα εκείνης της εποχής διδασκόταν από την ιστορία της. Και δίδασκε με αυτήν και τους άλλους λαούς, που υποκλίνονταν στο μεγαλείο της. Με το παράδειγμά της όχι μόνο διατηρούσε τα εδάφη που είχε τότε, αλλά πρόσθεσε και άλλα σε αυτά, όπως έγινε λίγο αργότερα με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Τι προβάλλει και τι διδάσκει σήμερα στους άλλους λαούς η Ελλάδα; Ποιο είναι το σημερινό της παράδειγμα; Μιζέρια και ανυποληψία. Γι’ αυτό, θλιβερή και ανήμπορη να διαχειρισθεί όσα κληρονόμησε, τα έχει βγάλει όλα «στο σφυρί».

Συναφές με το προηγούμενο δίδαγμα  είναι και ένα άλλο που μας λέει ότι η Ελλάδα του Σαράντα υπερασπίστηκε μόνη της τις αξίες και τα συμφέροντά της. Εδιωξε μόνη της τους εισβολείς, χωρίς να περιμένει βοήθεια από κανέναν. Υπογραμμίζω το στοιχείο αυτό, διότι έχει ιδιαίτερη σημασία στον σημερινό «πόλεμο» με τους λαθρομετανάστες. Στον «πόλεμο» αυτό, αντί να δώσουμε εμείς τη λύση διώχνοντας όλους ανεξαιρέτως τους οικονομικούς μετανάστες, με παράλληλη χορήγηση ασύλου σε έναν εύλογο αριθμό προσφύγων που μπορούμε να δεχθούμε, περιμένουμε να αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, αν θα διατηρηθεί ή θα χαθεί η Ελλάδα!  Εξωφρενικά και αδιανόητα πράγματα για τους Ελληνες του Σαράντα.

Υστερα από όλα αυτά ας κάνουμε τώρα έναν απολογισμό πεπραγμένων, για να δούμε το «στίγμα» μας στον «χάρτη» της Ελληνικής Ιστορίας… Εχουν περάσει περίπου τρείς γενιές από την εποχή του Σαράντα. Και οι δύο τελευταίες τουλάχιστον από αυτές άρχισαν σιγά-σιγά να «απογαλακτίζονται» από τις αρχές και τις αξίες με τις οποίες είχαν «γαλουχηθεί» οι Ελληνες εκείνης της εποχής. Γι’ αυτό και η σημερινή Ελλάδα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με εκείνη την Ελλάδα. Τρείς γενιές από τότε σημαίνει ότι είχαμε τρείς φορές «αλλαγή φρουράς» στη νεότερη Ελλάδα. «Αλλαγή» βουβή και αμίλητη, αφού ούτε οι παλιότεροι που παρέδιδαν την εξουσία στους νεότερους τούς έλεγαν κάτι – δεν είχαν άλλωστε, τι να τους πουν – ούτε όμως από την άλλη μεριά και οι νεότεροι που παρελάμβαναν τη «σκυτάλη», αισθάνονταν την ανάγκη να πουν δυο λόγια, για να δείξουν πώς θα διαχειριστούν τη σχετική εξουσία. Ολοι είχαν εξουσιοδοτήσει σιωπηρά το ημερολόγιο να «μιλήσει» για λογαριασμό τους, με το απλό ξεφύλλισμα των σελίδων του. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη σύγκριση με το μακρινό μας παρελθόν, για να δούμε ένα εντελώς διαφορετικό «σκηνικό» «αλλαγής φρουράς» στην αρχαία Ελλάδα και μέσα από αυτό να αντιληφθούμε γιατί μεγαλουργούσε τότε η πατρίδα μας. Τόσο στη δημοκρατική Αθήνα, όπως μας βεβαιώνει ο Θουκυδίδης στον «Επιτάφιό» του, όσο και στην ολιγαρχική Σπάρτη, η «αλλαγή» ήταν πανομοιότυπη: Με την επίκληση των κατορθωμάτων τους εκ μέρους των απερχομένων, αλλά και με τις νουθεσίες αυτών προς τους νεότερους. Και με αντίστοιχες υποσχέσεις των νεοτέρων προς τους απερχόμενους, ότι θα γίνουν καλύτεροι από αυτούς. Απλά στη Σπάρτη η «αλλαγή» γινόταν, όπως είναι γνωστό, μπροστά σε μία ασπίδα της οποίας η παράδοση συνοδευόταν πάντοτε από τη γνωστή φράση: «Ή ταν ή επί τας». Δηλ. σε ελεύθερη μετάφραση: «Ή θα γυρίσεις με αυτήν ή θα σε φέρουν επάνω σε αυτήν». Συγκλονιστικά λόγια, που τα έκαναν πράξη οι Τριακόσιοι στις Θερμοπύλες και τους μιμήθηκαν οι ήρωες του Εικοσιένα και του Σαράντα προβάλλοντας όλοι ένα αξιοθαύμαστο πρότυπο πολεμικής αρετής. Γιατί όμως απουσιάζουμε εμείς σήμερα ψυχικά και πνευματικά από αυτή την Ελλάδα; Πόσο καιρό ακόμη θα ντροπιάζουμε εκείνους που θυσιάστηκαν για μας και θα ασεβούμε στην μνήμη τους καταθέτοντας κάθε χρόνο υποκριτικά στεφάνια για να τιμήσουμε τη θυσία τους;

Εάν θέλουμε ο εορτασμός των Εθνικών μας Επετείων να μη μοιάζει με ένα φανταχτερό αμπαλάζ που περιτυλίγει το τίποτα, πρέπει να φροντίσουμε να αποκαταστήσουμε την επαφή μας με την ουσία του εορταζόμενου κάθε φορά ιστορικού γεγονότος και με εκείνους που το έγραψαν. Αυτό βέβαια θα το επιτύχουμε, εάν «αναβαπτίζουμε» κάθε τόσο τη σκέψη και την ψυχή μας στα «νάματα» των αξιών που υπερασπίστηκαν και στα πρότυπα που μας έδωσαν οι τιμώμενοι ήρωες των αντιστοίχων επετείων. Μόνον έτσι υπάρχει ελπίδα να αναστρέψουμε την ολέθρια πορεία που ακολουθούμε ως Εθνος τα τελευταία χρόνια.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ