Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου

 

Η είδηση ότι η ελληνική Πολιτεία θα επιδιώξει την καταγραφή των αντικειμένων τέχνης που βρίσκονται σε κάθε σπίτι δημιούργησε πολλούς συνειρμούς. Η έννοια της συλλογής είναι αναπόσπαστα δεμένη με τον ελληνικό πολιτισμό και χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας.

Η συλλογή αντικειμένων έχει διαφορετική έννοια και σημασία ανάλογα με την εποχή. Στην ελληνική αρχαιότητα η συλλογή έργων εκφράζει αυστηρά το αίσθημα της ευσέβειας. Η τέχνη βρίσκεται στην υπηρεσία της ευσέβειας και οι άνθρωποι εναποθέτουν αναθήματα στους χώρους που είναι αφιερωμένοι στη θεότητα. Η συλλογή αναθημάτων είναι η πρώτη συλλογή περί της οποίας μπορεί να γίνει λόγος.

Αργότερα, όμως, στα ύστερα κλασικά χρόνια και στα πρώιμα ελληνιστικά, η συλλογή έργων τέχνης αποκτά διαφορετική σημασία. Η τέχνη δεν βρίσκεται πλέον στην υπηρεσία της θρησκείας, αλλά στην υπηρεσία της αισθητικής. Το μουσείο, χώρος αφιερωμένος στις μούσες, υπάρχει σε κάθε πόλη ως ειδικός χώρος αφιερωμένος στη στέγαση έργων τέχνης. Κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα αρχίζει μια νέα περίοδος, κατά την οποία η συλλογή έργων συνδέεται με την ανάγκη διαφύλαξης μιας ανεκτίμητης πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία, όμως, ταυτόχρονα εκφράζει την ιστορική αυτοσυνειδησία.

Ως πρώτο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης μπορούμε να θεωρήσουμε την καταγραφή των ομηρικών επών από τον Τύραννο Πεισίστρατο τον 6ο αιώνα π.Χ. Από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και περί τις αρχές του 4ου αιώνα στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα γίνεται συστηματική συγκέντρωση των πρωτότυπων έργων των τραγικών και κωμικών ποιητών, αλλά και ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Η ιστορική συνείδηση αρχίζει να εμπεδώνεται ως σημαντικός παράγων στην αντίληψη της πραγματικότητας. Από την περίοδο αυτή και εντεύθεν παρουσιάζεται μια νέα επαγγελματική απασχόληση, αυτή των αντιγραφέων, οι οποίοι αντιγράφουν όλα τα πρωτότυπα κείμενα, με σκοπό να τα διασώσουν και διαδώσουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο σχηματίζονται τεράστιες βιβλιοθήκες, όπως η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η βιβλιοθήκη της Περγάμου.

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο συνυπάρχει η τάση της ευσέβειας με εκείνη της αισθητικής. Οπαδοί ή μύστες διαφόρων φιλοσοφικών τάσεων και κινήσεων συνδέουν την τέχνη με τη θρησκεία και το υπερβατικό εν γένει, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και διάσημοι, λάτρεις της αισθητικής. Πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι συνδέουν την τέχνη με τον Χριστιανισμό, λόγω της ελληνικής τους Παιδείας. Αρχίζει, έτσι, μια νέα λαμπρή περίοδος στην ιστορία της τέχνης.

Πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και άλλοι συνδέουν την τέχνη με τον Χριστιανισμό, λόγω της ελληνικής τους Παιδεία

Στην Ελλάδα η νομοθεσία αντιμετωπίζει τις συλλογές με την ιδέα ότι αργά ή γρήγορα θα περιέλθουν στην ιδιοκτησία του κράτους, κάτι που συχνά επαληθεύεται. Οι φιλότεχνοι, οι συλλέκτες ταυτίζονται πολλάκις με τους εθνικούς ευεργέτες και συλλέγουν για να εξυπηρετήσουν σκοπούς ιστορικούς ή αρχαιολογικούς. Είναι σπουδαία η συμβολή τους στη διάσωση και ανάδειξη ιστορικού, καλλιτεχνικού και αρχαιολογικού υλικού. Επί παραδείγματι, η Εθνική Βιβλιοθήκη οφείλει πολλά στους Ελληνες που δώρισαν τις βιβλιοθήκες τους αλλά και πολύτιμο υλικό σε αυτήν. Οι δωρητές είναι πολλοί, αλλά σημειώνουμε ενδεικτικά τις δωρεές των Μ. Ρενιέρη, Θ. Ηπίτου και Θ. Αρεταίου. Εξάλλου, το ίδιο το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης αποτελεί προσφορά των αδελφών Παναγή, Μαρίνου και Ανδρέα Βαλλιάνου εκ Κεφαλληνίας. Η Αρχαιολογική Εταιρεία, που έχει προσφέρει πολλά στην αρχαιολογική έρευνα, αποτελεί προσφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ το πρώτο της μέγαρο κατασκευάστηκε δαπάναις των Κ. Ιωνίδη, Δ. Μπερναρδάκη, Α. Αρσάκη, Σ. Σίνα, Α. Συγγρού κ.ά.

Ενδεικτικά, ακόμα, αναφέρουμε την προσφορά του μεγάλου συλλέκτη Αλεξάνδρου Σούτζου προς την Εθνική Πινακοθήκη, ενώ παράδειγμα σύγχρονου φιλότεχνου ευεργέτη και συλλέκτη έργων τέχνης αποτελεί ο Λάμπρος Ευταξίας. Γόνος παλαιάς οικογενείας διακεκριμένων πολιτικών, μεταξύ άλλων ενίσχυσε το Μουσείο Μπενάκη, τον Δήμο Αθηναίων, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και, βεβαίως, υπήρξε βασικός συντελεστής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και ιδρυτής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών (Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία).