Λέσβος 1959: Η οικογένεια Ράλλη αποφάσισε να κτίσει ένα εκκλησάκι προς τιμήν της Παναγίας στο χωριό Θερμή. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, εντοπίστηκε ένας τάφος. Ο σκελετός ευωδίαζε, στο στόμα του υπήρχε ένα κεραμίδι με χαραγμένο τον σταυρό, ενώ τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος. Λίγο αργότερα, λέγεται πως ένας καλόγερος άρχισε να εμφανίζεται στα όνειρα πολλών ντόπιων, στους οποίους αποκάλυπτε την ταυτότητα του νεκρού. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, εξηγούσε πως εκεί υπήρχαν θαμμένα λείψανα και άλλων μαρτύρων. Ήταν ο Άγιος Ραφαήλ, ο οποίος στο συγκεκριμένο σημείο, πεντακόσια χρόνια πριν (1462), μαζί με τους Αγίους Νικόλαο και Ειρήνη βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Μονή της Θεοτόκου, στον λόφο των Καρυών. Μαζί τους μαρτύρησαν και άλλοι είκοσι και πλέον άνθρωποι…

Οι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, ομολόγησαν τη πίστη τους, σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και συμπεριλαμβάνονται στους νεοφανείς αγίους της Ορθοδοξίας.

 

Ο Άγιος Ραφαήλ

Γεννήθηκε το 1410 στην Ιθάκη και ονομάζονταν Γιώργος Λασκαρίδης. Λέγεται ότι η οικογένειά του ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει ευρεία μόρφωση. Τα πρώτα του ερεθίσματα στη παιδεία τα πήρε το 1418 από τον πατέρα Τιμόθεο της Μονής Καθαρών. Ο νεαρός τότε Γεώργιος παρακολούθησε στη συνέχεια λατινικά, ιταλικά και γαλλικά στη σχολή του Ζαχαρία Αγγέλου. Πνεύμα ανήσυχο γνωρίζεται με τον ιατροφιλόσοφο Παράσχο Κουζούλη και αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική.

Στα δεκαπέντε του χρόνια μελετούσε τη Θεολογία και είχε εξαιρετικές επιδόσεις στη Μονή της Παναγίας Ομαλών, κοντά στο χωριό Λειβαθώ. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στον στρατό, στα τμήματα της Ενετικής Φρουράς του Καρόλου Α' Τόκκου.

Το 1427 μετέβη στον Μυστρά, για να φοιτήσει στη Σχολή Φιλοσοφίας του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον μετέπειτα Δεσπότη του Μυστρά και αργότερα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Το 1431, σε ηλικία 21 ετών, κατατάχθηκε εθελοντικά ως αξιωματικός στις Δυνάμεις του Ελληνικού Βυζαντινού Στρατού, και μάλιστα του απονεμήθηκε ο βαθμός του Εκατόνταρχου. Τοποθετήθηκε υπασπιστής στην Καλαμάτα, ολοκληρώνοντας παράλληλα τις σπουδές του στην Ιατρική επιστήμη. Έξι χρόνια αργότερα (1437), ο Γεώργιος επιλέχθηκε να συμμετάσχει στην ακολουθία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου ως επιτελής αξιωματικός του Πρίγκιπα Δημητρίου, ο οποίος θα συνόδευε τον Αυτοκράτορα στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας.

Τα χρόνια περνούσαν και ο Γεώργιος (Ραφαήλ) κάποια στιγμή, όπως καταγράφεται στον βίο του, γνώρισε τον Γέροντα Ιωάννη. Εκείνος του έδειξε τον δρόμο προς την ασκητική ζωή.

Σύμφωνα με την ιστορία, ήταν Χριστούγεννα όταν ο Γέροντας Ιωάννης έφυγε από το μέρος όπου ασκήτευε και πήγε στους στρατιώτες, προκειμένου να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Κατέβηκε ξανά στα Θεόφανεια και τότε ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκαταλείψει τους υπόλοιπους στρατιώτες και να ακολουθήσει τον μοναχό Ιωάννη.

Επί έξι μήνες ο Γεώργιος βίωσε τον απόλυτο μοναχισμό. Μακριά από τα εγκόσμια, ορκίστηκε πίστη στον Χριστό, εκάρη μοναχός από τον ηγούμενο της Μονής Τιμίου Προδρόμου και πήρε το όνομα Ραφαήλ από τον Αρχάγγελο, ο οποίος λέγεται ότι σε όραμα τον είχε φωτίσει με άρρητα μηνύματα του Θεού. Ο Ραφαήλ έζησε κοντά στον γέροντά του μέχρι την κοίμησή του και στη Μονή Τιμίου Προδρόμου για δύο χρόνια ακόμα, ως διάκονος, ιερέας και έπειτα ως αρχιμανδρίτης.

Δίδαξε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας για λίγο και στον Ναό του Αγίου Δημητρίου Μυροβλύτη στην Αθήνα, που κατόπιν ονομάστηκε Λουμπαρδιάρης.

 

Η γνωριμία με τον Νικόλαο

Ο Ραφαήλ, με πρόταση του Γεώργιου Φραντζή και του Αυτοκράτορα, έγινε αρχιμανδρίτης και πρωτοσύγκελος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μάλιστα, λόγω της ευρείας μόρφωσής του, το Φανάρι τον έστειλε αποστολή στη πόλη της Γαλλίας Μορλέ, όπου και γνώρισε για πρώτη φορά τον σπουδαστή Νικόλαο. Ο Νικόλαος είχε γεννηθεί το 1424, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και η οικογένειά του ήταν αρκετά πλούσια. Λέγεται ότι έκανε έντονη κοσμική ζωή. Όμως, από την πρώτη στιγμή που συνάντησε τον Ραφαήλ όλα άλλαξαν για εκείνον και αποφάσισε να τον ακολουθήσει. Ο Ραφαήλ, αφού τον χειροτόνησε διάκονο, του ανέθεσε αποστολές σε διάφορους τόπους, προκειμένου να κηρύττει την Ορθοδοξία.

 

Η άλωση της Πόλης

Ο πατήρ Ραφαήλ και ο διάκονός του Νικόλαος βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος οργάνωσε (12 Δεκεμβρίου του 1452) συλλείτουργο στην Εκκλησία της Αγίας Σοφίας με αντιπρόσωπο του πάπα τον καρδινάλιο Ισίδωρο. Ο Ραφαήλ αρνήθηκε να παραστεί, όπως και ο Νικόλαος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστούν και οι δύο στην Αίνο.

Όταν έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, βρέθηκαν και οι δυο πρόσφυγες στην Αλεξανδρούπολη. Στη συνέχεια, κατέφυγαν στο νησί της Λέσβου. Οι δυο άγιοι έτυχαν εγκάρδιας υποδοχής από τους ντόπιους. Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται στον βίο τους, ο προεστός Βασίλειος και ο δάσκαλος Θεόδωρος τους οδήγησαν στη Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου στις Καρυές (αναστηλώθηκε το 1433), λίγα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Μυτιλήνης. Στο μοναστήρι αυτό ασκήτευε ο Γέροντας Ρουβήμ και διέμενε ο επιστάτης Ακίνδυνος. Δεν χρειάστηκε παρά λίγο χρόνο ώστε ο Ραφαήλ να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός σε ολόκληρο το νησί και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι να τον επισκέπτονται καθημερινά ζητώντας τις ευλογίες του.

Το φιλανθρωπικό έργο του αγίου ήταν μεγάλο. Ένα από τα έργα του ήταν (το 1455) η ίδρυση δίπλα στη Μονή μονάδας προληπτικής και θεραπευτικής Ιατρικής, καθώς και η δημιουργία γηροκομείου και ορφανοτροφείου, στο οποίο φρόντιζε περίπου ογδόντα παιδιά.

Την περίοδο εκείνη οι Άγιοι Ραφαήλ και Νικόλαος συνδέθηκαν με δυνατή φιλία με τον προεστό Βασίλειο, του οποίου, μάλιστα, ο Ραφαήλ βάπτισε τη κόρη, Ειρήνη, αλλά και με το διδάσκαλο Θεόδωρο.

 

Το φιλανθρωπικό έργο του αγίου ήταν μεγάλο. Ένα από τα έργα του ήταν (το 1455) η ίδρυση δίπλα στη Μονή μονάδας προληπτικής και θεραπευτικής Ιατρικής, καθώς και η δημιουργία γηροκομείου και ορφανοτροφείου, στο οποίο φρόντιζε περίπου ογδόντα παιδιά

Η αρχή της καταστροφής…

Αρχές Νοεμβρίου του 1461, οι Τούρκοι πολιόρκησαν το νησί της Λέσβου. Περίπου έναν χρόνο αργότερα, οι κάτοικοι, μη αντέχοντας τη βαριά φορολογία, επαναστάτησαν. Ως απάντηση ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε ένοπλη επίθεση, η οποία και διήρκησε 17 ολόκληρες ημέρες.

Λίγο αργότερα, ο επιστάτης της Μονής Ακίνδυνος, πληροφορήθηκε ότι επίκειται επιδρομή των Τούρκων κατά της μονής και ενημέρωσε τον Ηγούμενο Ραφαήλ. Τότε εκείνος συγκέντρωσε τα ιερά κειμήλια της μονής και τα έκρυψε μέσα σε μια κρύπτη, ώστε να μην περιέλθουν στα χέρια των Τούρκων.

Τη Μ. Παρασκευή, στο τέλος της Ακολουθίας του Επιταφίου, οι Τούρκοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, μέσα στο οποίο είχαν βρει καταφύγιο κάτοικοι του νησιού. Ο Ραφαήλ προσπάθησε να τους προστατέψει δείχνοντάς τους ένα κρυφό μονοπάτι που οδηγούσε στο Όρος Παντέρα. Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι κατάφεραν να συλλάβουν τους πατέρες και όλους όσοι δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν από το μοναστήρι. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν, μεταξύ άλλων, ο Ραφαήλ, ο Νικόλαος, ο προεστός του χωριού Βασίλειος και η σύζυγός του, η δωδεκάχρονη κόρη τους, Ειρήνη, και ο δάσκαλος του χωριού, Θεόδωρος.

Βράδυ Μ. Παρασκευής άρχισαν τα πρώτα βασανιστήρια και οι ανακρίσεις. Λέγεται ότι οι Τούρκοι στην αρχή άρπαξαν από την αγκαλιά μιας μητέρας το μόλις έντεκα μηνών βρέφος της, που ονομάζονταν Ραφαήλ, το έριξαν στο έδαφος και το ποδοπατούσαν έως να καταλήξει.

Η δωδεκάχρονη Ειρήνη βασανίστηκε μπροστά στα μάτια των γονιών της. Οι Τούρκοι της έριξαν καυτό νερό στο στόμα και της έκοψαν το χέρι και το πόδι.

Ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε τελευταίος. Τον έβριζαν και τον χτυπούσαν ατέλειωτες ώρες. Η Ορθόδοξη παράδοση αναφέρει ότι ο άγιος σηκώθηκε σε μια στιγμή όρθιος και, κρατώντας έναν σταυρό, είπε: «Εμείς Αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δε θα Τον αρνηθούμε!». Οι Τούρκοι του έβγαλαν το ράσο, τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον χτυπούσαν με τα όπλα τους. Και το μαρτύριο δεν είχε τέλος. Στη συνέχεια του τρύπησαν το κορμί με λόγχες και τον έσυραν στο έδαφος τραβώντας τον από την γενειάδα. Όλος ο δρόμος είχε βαφτεί με το αίμα του. Και δεν σταμάτησαν σε αυτό.

Τον κρέμασαν από τα πόδια σε μια καρυδιά στο προαύλιο της μονής όπου κάθε χρόνο οι μοναχοί τελούσαν την Ανάσταση του Κυρίου. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν με ένα πριόνι. Ήταν τόσο το μένος των Τούρκων εναντίον του Ραφαήλ, που αργότερα, όταν βρέθηκε το άψυχο σώμα του, έλειπε το σαγόνι του. Φρικτό θάνατο βρήκε και ο Νικόλαος. Τον έδεσαν πισθάγκωνα, τον κρέμασαν σε ένα δέντρο και τον βασάνιζαν διαρκώς. Ο άγιος δεν άντεξε στα μαρτύρια και, όταν είδε να σέρνουν αιμόφυρτο τον Ραφαήλ, υπέστη ανακοπή καρδιάς.

 

Ήταν τόσο το μένος των Τούρκων εναντίον του Ραφαήλ, που αργότερα, όταν βρέθηκε το άψυχο σώμα του, έλειπε το σαγόνι του

Ο ενταφιασμός τους

Η επόμενη ημέρα βρήκε το μοναστήρι λεηλατημένο. Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν αποχωρήσει. Ο μοναχός Σταύρος και ο επιστάτης Ακίνδυνος βγήκαν από τη σπηλιά όπου είχαν κρυφτεί και πήγαν στο παρακείμενο χωριό της Θερμής. Εκεί συνάντησαν τον ηλικιωμένο τυφλό ιερέα π. Σάββα και τον παρακάλεσαν να τελέσει στη μονή εξόδιο ακολουθία πριν από τον ενταφιασμό των μαρτύρων.

Έτσι και έγινε. Ο ιερέας πήγε, προσευχήθηκε και ικέτευσε τον Κύριο να τον ευλογήσει επιτρέποντας του να αντικρίσει με τα ίδια του τα μάτια τον τόπο και τα λείψανα των μαρτύρων.

Ο ιερέας γονάτισε κοντά στο αγίασμα: «Θεέ μου, δώσ’ μου το φως μου, να τους δω για τελευταία φορά». Λέγεται ότι τότε άστραψε μια λάμψη και επανήλθε το φως του. Ο κληρικός είδε το αγίασμα γεμάτο αίματα: «Αυτό που είδαν τα μάτια μου να μην το δει ποτέ κανείς. Το αγίασμα ήταν γεμάτο αίματα μαρτύρων και τα λείψανα των μαρτύρων έκειντο εδώ κι εκεί».

Συγκλονισμένος, τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία και έθαψε τα θύματα ως εξής: Τα λείψανα του ηγουμένου τα ενταφίασε στο εσωτερικό του ναού του μοναστηριού, του Νικολάου στο αριστερό προαύλιο του ναού, ενώ της Ειρήνης και των λοιπών μαρτύρων σε διάφορα σημεία γύρω από τον ναό, όπου ακριβώς και ανευρέθηκαν έπειτα από εκατοντάδες χρόνια.

Ο γέροντας επέστρεψε στη Θερμή και πέθανε έπειτα από εννέα ημέρες, σε ηλικία 112 ετών. Ο π. Σταύρος με τον Ακίνδυνο έφυγαν πάλι για το βουνό. Οι Τούρκοι τους συνέλαβαν λίγο αργότερα και τους σκότωσαν.

 

Η αρχή των αποκαλύψεων

Πεντακόσια χρόνια κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό για τους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο, Ειρήνη και τους υπολοίπους που μαρτύρησαν –έως το 1959, οπότε οι άγιοι άρχισαν να εμφανίζονται στους κατοίκους του νησιού και να αποκαλύπτουν τον τόπο όπου βρίσκονταν τα λείψανά τους.

Σύμφωνα με όλα όσα έχουν καταγραφεί, στις 22 Ιουνίου του 1959 ξεκίνησαν εργασίες σε ένα κτήμα που ανήκε στην οικογένεια Ράλλη, στον λόφο Καρυές. Σκοπός της οικογένειας ήταν να ανεγερθεί εκεί ένα εκκλησάκι. Στο κτήμα μετέβησαν για να συνεννοηθούν ο Άγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν και οι απαραίτητες εργασίες. Λέγεται πως το έργο του εργάτη δυσκόλευε ένας μεγάλος βράχος, τον οποίον με κόπο, τελικά, κατάφερε να απομακρύνει.

Τότε, έκπληκτος διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχε μια μικρή κολώνα σπασμένη που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα. Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό… Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι», αφηγείται ο ίδιος. Εκείνη τη στιγμή μια ευχάριστη ευωδιά πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Ο άγνωστος νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα. Το κεφάλι του ήταν αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα και έλειπε το κάτω σαγόνι. Διακρινόταν το σχήμα του σταυρού.

«Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου, ο Δημητράκης, με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιο κατάλληλος για να κατέβει στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα. Με τα λεγόμενά του, ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται για τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και, χρησιμοποιώντας για λοστό ένα ξύλο, σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα έναν ανθρώπινο σκελετό...».

Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά. Στη συνέχεια το παιδί έπιασε ένα-ένα όλα τα οστά και ο εργάτης τα έπαιρνε και τα έβαζε σ’ ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.

Μόλις νύχτωσε, ο οικοδόμος κατευθύνθηκε προς το καφενείο. Εκεί συνάντησε τον Άγγελο Ράλλη. «Τι γίνεται Δούκα;», τον ρώτησε ο Ράλλης. «Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;». Εκείνος απάντησε: «Αύριο-μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό», είπε, ενημερώνοντάς τον για την ύπαρξη του τάφου στις Καρυές.

Για αυτή την ανακάλυψη ενημερώθηκε και ο εφημέριος και αρκετοί ντόπιοι. Όμως, κανείς δε θυμόταν να έχει ενταφιασθεί εκεί Χριστιανός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τελικά να μη δοθεί προσοχή και το θέμα να ξεχαστεί. Όχι, όμως, για τη Βασιλική Ράλλη και τη μητέρα της, οι οποίες συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. «Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου», εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, «που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε Χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Σκεφθήκαμε, λοιπόν, να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό·και, με την πρώτη ευκαιρία, να πλύνουμε τα οστά και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν Χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα».

Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με τον εγγονό της. Το παιδί, βλέποντας τα οστά, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου.

Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες να αρχίσουν το κτίσιμο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού. Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος, σηκώθηκε, το άρπαξε και το πέταξε πέρα φωνάζοντας: «Τι λέτε; Θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;». Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας ημέρας.

Την προηγουμένη, όμως, που είχε ανεβεί ο παπα-Ευθύμιος κι έκανε τον αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πει να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το εκκλησάκι, να διαβάσει τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το ιερό. Σκέφθηκε, λοιπόν, ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί.

«Καθώς έσκυψα», αφηγείται ο ίδιος, «νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστισμένος, αλλά δεν βλέπω κανέναν. Ξαναεπιχειρώ. Τα ίδια! Τολμώ για τρίτη φορά... τίποτα. Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα τον σταυρό μου έπειτα από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μια ελιά. Από το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος».

Οι εργασίες συνεχίστηκαν κανονικά. Κάποια στιγμή, οι πέτρες τελείωσαν και οι εργάτες έσκαψαν πιο πέρα για να βρουν άλλες. Τότε ανακάλυψαν βαθιά στο χώμα σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως τις έλεγαν.

Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν εντόπισαν έναν τοίχο θολωτό με αγιογραφίες.

 

Το όραμα…

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται, στις Καρυές ανέβηκε η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της. Κάποια στιγμή συνάντησε έναν ιερέα. Εκείνος την πλησίασε και η Μαρία έσκυψε να πάρει την ευχή του. Όμως, ο ιερέας δεν πατούσε στη γη και τα μάτια του έλαμπαν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη η Μαρία φοβήθηκε και τον απέφυγε. Την ώρα που απομακρύνονταν, γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και είδε τον ιερέα να στέκεται δίχως να έχει κεφάλι.

Αμέσως έτρεξε στους συγχωριανούς της και ενημέρωσε. Λέγεται ότι το βράδυ στον ύπνο της είδε μια μαυροφορεμένη γυναίκα η οποία την πλησίασε και την χάιδεψε στο μέτωπό της: «Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθείς. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωριού. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομά του, την καταγωγή του και τα μαρτύριά του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και Αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από τον δρόμο που σου χάραξα».

Την επομένη, η Μαρία ανέβηκε ξανά στις Καρυές. Πήρε το καντήλι που είχε βρεθεί στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε στην παλιά αγία τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Αργότερα, ανακαλύφθηκαν τα λείψανα του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Ειρήνης και των λοιπών μαρτύρων. Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη και οι συν αυτοίς τιμώνται δύο ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

 

Οι εμφανίσεις των αγίων

Αμέτρητες είναι οι μαρτυρίες των ντόπιων για τις  εμφανίσεις των τριών αγίων. Μια από αυτές γυρίζει τον χρόνο πίσω, στο 1956, όταν ένας κάτοικος στο Πλωμάρι της Μυτιλήνης λέγεται ότι, κατά τη στιγμή που μάζευε τις ελιές, συναντήθηκε και συνομίλησε με έναν μικρόσωμο λεπτό κληρικό που κατέβαινε από το μονοπάτι των Καρυών. Ο άγνωστος αυτός άντρας του είπε πως κατέβαινε από το μοναστήρι του για να ψαρέψει, ώστε να φάνε με τον Ραφαήλ και τη Ρηνούλα. Κανείς από τους συμπατριώτες του δεν τον πίστεψε, μια που του έλεγαν πως στη περιοχή δεν υπήρχε κανένα μοναστήρι.

 

Η Βασιλική Ράλλη

Η Βασιλική Ράλλη γεννήθηκε στη Θερμή της Λέσβου λίγους μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε ρίζες στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας και ο πατέρας της, Νικόλαος Μαραγκός, έμεινε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Η δε μητέρα της κατέφυγε στη Λέσβο για να σωθεί.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, η Ράλλη ήταν η πρώτη είδε τον Άγιο Ραφαήλ. Ο άγιος την προέτρεπε να ψάξει να βρει τα λείψανα που ήταν θαμμένα στο κτήμα της. Όλα όσα έζησε αναφέρονται στο βιβλίο της «Καρυές, ο λόφος των Αγίων». Η ίδια είχε πλούσια μόρφωση, καθώς αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο και τη Γαλλική Σχολή της Μυτιλήνης. Ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία, μέσω της οποίας εξέφραζε τη νοσταλγία για τη πατρίδα της, αλλά και τη βαθιά της πίστη στον Θεό.

 

Η Μονή Αγίου Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στη Λέσβο

Από τα πιο γνωστά προσκυνήματα στη χώρα είναι η μονή που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη.

Το μοναστήρι βρίσκεται χτισμένο στον λόφο των Καρυών. Για την ιστορία, έχει οικοδομηθεί τη δεκαετία του 1960 στα θεμέλια παλαιότερου μοναστηριού, το οποίο λειτούργησε σε δύο διαφορετικές περιόδους της βυζαντινής εποχής και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Οθωμανούς το 1463.

Οι τρεις άγιοι μαρτύρησαν κατά την επιδρομή των Οθωμανών, συνοδευόμενοι στον μαρτυρικό τους θάνατο και από άλλους κατοίκους της Θερμής, με αφορμή μια τοπική στάση, που προκάλεσε τη μανία των Οθωμανών για εκδίκηση. Το δύσκολο έργο της ταφής των μαρτύρων ανέλαβαν ντόπιοι που σώθηκαν από την τουρκική επιδρομή.

Η παράδοση αναφέρει ότι ένας καλόγερος περιφέρονταν στον τόπο αυτόν και έπειτα χάνονταν μέσα σε μια λάμψη. Η οπτασία αυτή ήταν ο Άγιος Ραφαήλ, ο οποίος φανερώθηκε σε αρκετούς πιστούς και τους ομολόγησε το μαρτύριο το δικό του και των υπόλοιπων Χριστιανών στο μοναστήρι των Καρυών. Οι έρευνες στα αρχεία του Πατριαρχείου επιβεβαίωσαν όσα ανέφερε, ότι, δηλαδή, μαρτύρησε στις 9 Απριλίου του 1463, την ημέρα που τιμάται η μνήμη του.

Σήμερα το μοναστήρι αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες πιστούς απ’ όλο τον κόσμο. Λειτουργεί και ξενώνας για τους προσκυνητές.