Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από τον 14ο αιώνα (1331) θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε στα 1810, καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 σε ναό για να καλύπτει τις λατρευτικές ανάγκες όσων από τους Ορθοδόξους κατοίκους του Κάστρου είχαν απομείνει. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σέ ειδικό προσκυνητάριο.

Η Αγία Μαύρα ήταν σύζυγος του Τιμοθέου, αναγνώστη και κήρυκα του Ευαγγελίου στην Εκκλησία των Παναπέων, μίας κωμόπολης στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου.

Είκοσι μόλις μέρες μετά τον γάμο των δυο νέων, ο Τιμόθεος συκοφαντήθηκε από ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της Θηβαΐδας, τον Αρριανό. Εκείνος, εκτελώντας διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, τού ζήτησε να παραδώσει τα ιερά βιβλία που χρησιμοποιούσε για να διδάσκει. τους Χριστιανούς. Ο Τιμόθεος όμως αρνήθηκε να τα παραδώσει, λέγοντας ότι τα θεωρεί παιδιά του πνευματικά, ότι στηρίζεται πάνω σ” αυτά και ότι φρουρείται από τους αγγέλους, που καλεί σε βοήθειά του η δύναμη της διδασκαλίας του Χριστού, που περιέχεται στα βιβλία αυτά.

Ό Άρριανός εξοργίστηκε πάρα πολύ και διέταξε τούς δημίους να τον ύποβάλουν σέ φρικτά βασανιστήρια. Καί οί δήμιοι άρχισαν τό άνόσιο έργο τους: Πρώτα πρώτα έβαλαν μέσα στά αύτιά τού Μάρτυρα πυρακτωμένα σίδερα, μέ άποτέλεσμα νά λιώσουν οί κόρες τών ματιών του καί νά πέσουν στό έδαφος. Στή συνέχεια έδεσαν τούς άστραγάλους πάνω σέ τροχό βασανιστηρίων καί σφράγισαν τό στόμα του μέ φίμωτρο. Έπειτα έδεσαν μιά βαριά πέτρα στόν τράχηλό του καί τόν κρέμασαν σέ ένα δέντρο. Όλα αύτά τά βασανιστήρια ό Τιμόθεος τά ύπέμενε μέ άκρα ύπομονή καί γενναιότητα.

Ό Μάρτυρας λοιπόν δέν ύποχωρούσε, παρά τά φοβερά βασανιστήρια, στήν προσταγή τού Άρριανού νά παραδώσει τά ίερά βιβλία. Εκείνος τότε, αφού σκέφτηκε ότι θά μπορούσε νά εξαπατήσει την Αγία Μαύρα, την σύζυγο τού Μάρτυρα, προσπάθησε μέ κολακείες νά τήν κάνει νά λατρεύσει τά είδωλα. Ή Αγία δέν ύποχώρησε στίς κολακείες, αλλά ύπάκουσε στήν συμβουλή τού συζύγου της Τιμοθέου καί ομολόγησε μέ θάρρος μπροστά στόν ηγεμόνα ότι είναι Χριστιανή.

Εκείνος τότε φούντωσε από τήν οργή του καί παρέδωσε τήν αγία στά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα, λοιπόν, της ξερρίζωσαν τίς τρίχες τού κεφαλιού της καί στή συνέχεια της έκοψαν τά δάχτυλα. Έπειτατήν βύθισαν ολόκληρη μέσα σέ ένα καζάνι γεμάτο νερό πού κόχλαζε. Επειδή όμως η Αγία, αν καί ήταν μέσα στό βραστό νερό, δέν έπαθε τό παραμικρό έγκαυμα, ο Άρριανός σχημάτισε τή γνώμη ότι τό νερό δέν ήταν θερμό, αλλά ψυχρό. Έτσι, γιά νά τό διαπιστώσει, πρόσταξε νά τού ραντίσουν τό χέρι. Τότε ή Αγία πήρε μέ τή χούφτα της νερό καί τό έριξε πάνω στό χέρι του. Τό νερό αύτό ήταν τόσο καυτό, ώστε νά διαλυθεί τό δέρμα τού ήγεμόνα.

Παρ” όλα αύτά, έκεινος δέν σταμάτησε καί διέταξε νά σταυρώσουν καί τούς δύο Αγίους. Πάνω στο σταυρό, ο ένας παρότρυνε τόν αλλον νά ύπομένει καρτερικά τά βασανιστήρια καί νά μήν ύποχωρήσείι.

Ένώ ή Αγία Μαύρα ήταν κρεμασμένη στό σταυρό, τήν πλησίασε -σάν σέ έκσταση- ο διάβολος, προσφέροντάς της ένα ποτήρι γεμάτο μέ μέλι καί γάλα. Τής συνιστούσε μάλιστα νά τό πιει γιά νά μήν φλογίζεται από τή δίψα. Ή Αγία όμως, φωτισμένη από τόν Θεό, κατάλαβε τήν πανουργία τού διαβόλου καί μέ τήν προσευχή της τόν έδιωξε. Ό παγκάκιστος χρησιμοποίησε όμως καί αλλο τέχνασμα. Φάνηκε στήν Αγία ότι τήν μετέφερε σέ ένα ποτάμι απ” όπου έτρεχε μέλι καί γάλα καί τής πρότεινε νά πιει. Εκείνη όμως, μετά από θε!ο φωτισμό, είπε: «Δέν πρόκειται νά πιω απ” αυτά. Θά πιω από τό ουράνιο ποτήρι πού μου πρόσφερε ο Χριστός». Έτσι, ο διάβολος έφυγε απ” αύτήν νικημένος καί καταντροπιασμένος.

Τότε παρουσιάστηκε στήν αγία αγγελος Θεού, ο όποιος τήν πήρε από τό χέρι, τήν οδήγησε στόν ούρανό καί, αφού τής έδειξε έναν θρόνο μέ μιά στολή λευκή πάνω σ” αύτόν καί ένα στεφάνι, τής είπε: «Αύτά έτοιμάστηκαν γιά σένα». Στή συνέχεια, αφού τήν οδήγησε ακόμη ψηλότερα τής έδειξε αλλον θρόνο καί στολή καί στεφάνι, τής είπε πάλι: «Αυτά προορίζονται γιά τόν άντρα σου. Ή διαφορά του τόπου δηλώνει τό γεγονός ότι ο άντρας σου υπήρξε ή αιτία τής σωτηρίας σου».

Μετά από εννιά μέρες παρέδωσαν και οι δύο την ψυχή τους στον Κύριο.

 

Πως έφτασε η τιμή της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα

Το 1331 το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας.

Στα μέσα του 15ου αιώνα -130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ” τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό.

Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας -στην περιοχή της Απόλπαινας. Τελικά, καθώς διηγείται ο χρονικογράφος της Αλωσης, Γεώργιος Σφραντζής, εκοιμήθη στην Αγία Μαύρα, στις 7 Νοεμβρίου 1473, αφού πρώτα είχε καρεί μοναχή, παίρνοντας το όνομα «Υπομονή».

 

 H μνήμη των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας τιμάται κάθε χρόνο στις 3 Μαΐου.