Αρχική » Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος: Ανατομία της Σύναξης των Προκαθημένων

Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος: Ανατομία της Σύναξης των Προκαθημένων

από kivotos

Ένα ενδιαφέρον άρθρο δημοσίευσε ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Χρυσόστομος σχετικά με τη Σύναξη των Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου η οποία έγινε στο διάστημα 29 Αὐγούστου – 2 Σεπτεμβρίου 2015. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Άμβων Παγγαίου» της Μητρόπολης, στο πρόσφατο τεύχος του.

Ο Μητροπολίτης περιγράφει τις διαδικασίες όπως και τους σχετικούς προβληματισμούς του, ειδικά στο θέμα της “διπλωματικής ευλυγισίας” (όπως το αποκαλεί) σχετικά με τις σχέσεις της Ορθοδοξίας με τους ετερόδοξους χριστιανούς. Ο ίδιος τονίζει πως η συγκεκριμένη Σύναξη παραμένει σημαντική και δεν μπορεί οι όποιες ενστάσεις να αμαυρώσουν το έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αν και καλό θα ήταν να υπήρχε λίγο περισσότερη “προσοχή και σύνεση” στους διάφορους χειρισμούς.

Το πλήρες άρθρο του Σεβασμιωτάτου (με δικές μας επισημάνσεις) έχει ως εξής:

 

Γιά πρώτη φορά στήν ιστορία τού αυτοκεφάλου της Εκκλησίας τής Ελλάδος οι Μητροπολίτες τών λεγομένων ακόμη Νέων Χωρών συνήλθαν μαζί μέ τούς απανταχού της γής αρχιερείς τού Οικουμενικού θρόνου σέ κοινή σύναξη στήν Κωνσταντινούπολη από 29η Αυγούστου έως 2α Σεπτεμβρίου 2015. Οι Έλληνες Μητροπολίτες προσεκλήθησαν προσωπικά μέ τό από 13ης Ιουλίου 2015 υπ’ αριθμ. Πρωτ. -635- έγγραφο τού Οικουμενικού θρόνου, όπου αναγραφόταν ως σκοπός τής Συνάξεως, «τούτο μέν πρός αδελφικήν επικοινωνίαν καί εν κοιναίς δεήσεσι καί προσευχαίς εγκαινιασμόν τού νέου εκκλησιαστικού έτους καί τής αρχομένης νέας Θ΄Ινδικτιώνος, τούτο δέ ίνα ανταλλάξωμεν απόψεις επί συγκεκριμένων θεμάτων…». Από μέρους δέ τής ιεράς Συνόδου τών Αθηνών δέν επακολούθησε οιασδήποτε φύσεως σχετικό έγγραφο. Μόνο όταν επλησίαζε η ημερομηνία τής Συνάξεως από τόν διαδικτυακό τύπο έγινε γνωστό τό γεγονός κάποιας ισχνής αντιδράσεως εκ μέρους τής αυτοκεφάλου Εκκλησίας τής Ελλάδος, καί συγκεκριμένα τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί σάν ένα είδος διαμαρτυρίας, διότι επισήμως δέν ενημερώθηκε η Αθήνα γιά τήν εν λόγω Σύναξη τού Φαναρίου. Η επίσημη απάντηση εκ μέρους τού Οικουμενικού Πατριαρχείου στήν ένσταση αυτή, στόν «παραπικρασμό» αυτό τής ηγεσίας τών Αθηνών, όπως χαρακτηρίσθηκε από τό Φανάρι, ήταν ότι τό έγγραφο τής προσκλήσεως τών Μητροπολιτών τών Νέων Χωρών ενημέρωνε ταυτόχρονα, εννοείται, καί τήν εκκλησιαστική ηγεσία τής αυτοκεφάλου Εκκλησίας τής Ελλάδος. Άρα, σύμφωνα μέ αυτήν τήν λογική, ιδιαίτερο έγγραφο δέν απαιτείτο. Εδώ έληξε τό θέμα τής ασθενούς διαμαρτυρίας – ενστάσεως καί τής άμεσης απαντήσεως μεταξύ Αθηνών καί Φαναρίου.

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων οι εξ Ελλάδος προσκληθέντες Μητροπολίτες ανταποκρίθηκαν οι περισσότεροι καί βρέθηκαν μέ τούς συνεργάτες των έγκαιρα στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πρώτη αυτή καθολική σύναξη τών αρχιερέων πού μνημονεύουν «εν πρώτοις» στή Θεία Ευχαριστία τόν Οικουμενικό Πατριάρχη. Η ιερά αυτή Σύναξη μέ επί κεφαλής τόν Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο πραγματοποιήθηκε στόν μεγαλοπρεπή καί καλώς διατηρημένο ναό τής Αγίας Τριάδος στήν περιοχή τού Ταξίμ. Όλοι οι σύνεδροι, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Μητροπολίτες καί Επίσκοποι, καθήμενοι σέ τρείς σειρές καθισμάτων ήσαν συνολικά 136.

Η πρώτη ημέρα τών εργασιών τής Συνάξεως άρχισε μέ επιβλητική Ακολουθία προεξάρχοντος τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Βοηθούμενος από τούς πατριαρχικούς διακόνους καί τούς χορούς τών αναλογίων τού πατριαρχικού Ναού ανέπεμψε δεήσεις καί ικεσίες υπέρ ευοδώσεως τών σκοπών τής ιεράς Συνάξεως.

Ακολούθησαν μακροσκελείς προσφωνήσεις εκ μέρους τού Οικουμεν. Πατριάρχου καί τού συμπροεδρεύοντος αγίου Περγάμου. Τόσο στίς προσεγμένες αυτές ομιλίες όσο καί στίς υπόλοιπες, πού ακολούθησαν τίς επόμενες ημέρες τού συνεδρίου, εμφανής ήταν η προσπάθεια τών ομιλητών νά εξαρθή η εξαιρετική σημασία, ο κομβικός, βασικός ρόλος, οι πρωτοβουλίες καί η σπουδαιότητα εν γένει τού επιτελουμένου έργου τού Οικουμενικού Πατριαρχείου καί όσον αφορά στήν Ορθόδοξη Εκκλησία καί σχετικά μέ τούς χριστιανούς τών άλλων δογμάτων σέ επίπεδο κυρίως διαλόγων καί γενικότερα μέσα στήν καταπληκτική ροή τού παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Η πρωτοφανής αυτή, εξ επόψεως προσκεκλημένων, επισκοπική Σύναξη τού Φαναρίου είχε αξιόλογα θετικά καί πολλαπλώς ωφέλιμα από άποψη εκκλησιολογική στοιχεία. Κατ’ αρχάς τό θέαμα ήταν συναρπαστικό, ανακαλώντας αρχαίες ημέρες εύκλειας καί δόξης, καθώς ήταν συναγμένοι επί τό αυτό, εκ περάτων γής, δεκάδες Ορθόδοξοι επίσκοποι υπό τούς φωτεινούς θόλους τού μεγαλοπρεπούς Ναού τής Αγίας Τριάδος μέ επί κεφαλής τή σεπτή Κορυφή των, στήν καρδιά τής Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ακόμη, καί στίς ημέρες μας, παρά τήν πείσμονα καί αλλόκοτη (τερατώδη) παραμόρφωση τής ιστορικής της μορφής διατηρεί ζωηρά ίχνη τής αρχαίας, ανεπανάληπτης καλλονής της καί προκαλεί αισθήματα γλυκύτατης νοσταλγίας καί υπερηφάνειας στήν καρδιά μας. Σήμερα μάλιστα πού οι απειροπληθείς κάτοικοί της δέν διαφέρουν σέ ευγένεια καί φιλόξενη διάθεση από τούς κατοίκους άλλων ευρωπαικών κρατών.

Εκτός από αυτό τό ευάρεστο αίσθημα πού μετέδιδε η σύναξη επί τό αυτό μεγάλου τμήματος τού Ορθοδόξου επισκοπικού σώματος, η εν λόγω πρωτοφανής Σύναξη τού Φαναρίου μέ τίς υψηλού θεολογικού επιπέδου εισηγήσεις καί τίς επιτυχείς παρεμβάσεις τών συνέδρων έδωσε αρκετά πειστικά πολλές όψεις, άγνωστες σέ πολλούς, τών εκάστοτε διαλόγων μέ τούς ετεροδόξους, όπως καί τών δυσκολιών καί τών προβλημάτων πού αναφύονται κατά τρόπο οδυνηρό, κάποτε μεταξύ ομοδόξων εκκλησιών. Όπως επίσης άκουσαν πολλοί σύνεδροι από τό στόμα κοσμογυρισμένων ορθοδόξων επισκόπων γιά σκοτεινά παρασκήνια, κοσμικά διαβούλια καί περίπλοκα στίς αναγκαστικές κάποτε σχέσεις τής Εκκλησίας μέ τούς ανθρώπους τού κόσμου τούτου. Πράγματα φυσικά άγνωστα, ανυποψίαστα, απροσπέλαστα σέ μάς πού ζούμε στή μακαριότητα καί τήν αυτάρκεια τού εκκλησιαστικού «επαρχιωτισμού» (Ελέχθη καί αυτό μετριοφρόνως μέ δόση ευσεβάστου οίκτου…).

Εντύπωση βέβαια όχι τόσο ευχάριστη προκάλεσε η υποστηριζόμενη, μάλλον μέ αρκετή ευκρίνεια διαφαινόμενη, απ’ όσα σπουδαία ελέχθησαν κατά τήν διάρκεια τών εργασιών τής Συνάξεως άποψη, ότι τά ίδια τά πράγματα, η σύγχρονη πολιτική, πολιτιστική καί ηθική κατάσταση τού κόσμου τούτου, απαιτούν εξάπαντος κάποια υποχωρητικότητα καί κάποια ευκαμψία καί ευλυγισία διπλωματική στίς σχέσεις μας μέ τούς ετεροδόξους χριστιανούς. Επίσης εξένισε πολλούς καί η επίμονη άποψη ότι σοβαρότατο εμπόδιο στήν καλή καί εύρυθμη πορεία τών διαλόγων αποτελεί η επίμεμπτη, διαρκής υστεροβουλία τών εκπροσώπων τής πολυπληθούς Εκκλησίας τού Βορρά.

Καί εάν μέν κάπως αορίστως ετονίζετο αυτή η απαραίτητη «εκ τών πραγμάτων» διπλωματική ευλυγισία τής Ορθοδοξίας, μικρή καί ανεπαίσθητη θά προκαλούσε εντύπωση. Όμως τούτο έγινε οδυνηρά αντιληπτό, όταν εθίγη τό θέμα τών συμπροσευχών, κάτι πού απασχόλησε, όχι απλώς τό παρελθόν, αλλά αυτούς τούς θεοπνεύστους ιερούς κανόνες κάποτε ή όταν παρελήφθη επίμονα στά κείμενα, πού εκφωνούντο, η γνωστή μας γενική από τή λέξη πρωτείον τού Ρώμης, δηλαδή η γενική τιμής ή εξουσίας ή τό επαχθέστερο, όταν διεφάνη στά λόγια τού συμπροεδρεύοντος κάποια υποτίμηση αρχαίου καί επιφανούς εκκλησιαστικού διδασκάλου. Ποίου; Τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί γενικώτερα τού εκκλησιαστικού κινήματος τού Ησυχασμού.

Βέβαια όλα αυτά, έστω καί σάν αμυδρές σκιές, δέν αμαυρώνουν τήν σπουδαιότητα τής Συνάξεως αυτής, ούτε βέβαια δίνουν τό δικαίωμα σέ εύκολους, άκριτους, βιαστικούς, πικρόχολους, μικρόψυχους καί αδιάκριτους σχολιασμούς εκ μέρους γνωστών τιμητών τής πατρίδος μας εναντίον τής εργώδους, ακατάπαυστης προσπάθειας τού Οικουμενικού μας Πατριαρχείου νά εκπληρώση τόν μοναδικό ιστορικό του ρόλο μέσα στόν σύγχρονο ανήσυχο καί εικονοκλαστικό κόσμο μας. Τιμητών στρεφομένων εναντίον τής σεβασμίας ιεράς Καθέδρας, η οποία, σύμφωνα μέ τήν συγκινητικότατη έκφραση τού Παναγιωτάτου, μοιάζει μέ σταγόνα μέσα στόν ωκεανό τών αλλοθρήσκων. Πάντως λίγη προσοχή καί σύνεση, όπως καί διάκριση, όλα απόρροια ειλικρινούς πίστεως καί αδελφικής αγάπης, δέν αποτελούν πολυτέλεια γιά τά «αντιμαχόμενα», ως μή ώφειλε, ιδεολογικά στρατόπεδα.

 

 


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ