Θεσσαλονίκης Ιωσήφ

 

Ο Ιωσήφ –το βαπτιστικό όνομα του οποίου ήταν Ιωάννης– προερχόταν από τη γνωστή οικογένεια των Αντωνόπουλων, η οποία προσέφερε πολλά στον αγώνα του 1821. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε η άποψη ότι έφερε το επώνυμο Δαλιβήρης, ώσπου δημοσιεύτηκαν τα Απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη, όπου αναφέρεται, με αφορμή το γεγονός της ιδρύσεως μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα, ότι στην προσπάθεια αυτή των δύο αδελφών, του Νικολάου και του Σπυρίδωνος Σπηλιωτόπουλου, συνέβαλε σημαντικά και ο προκριτότερος της πόλεως «Αθανάσιος Αντωνόπουλος, αδελφός του Ιωσήφ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, όστις εφονεύθη από τον σουλτάνον εις Κωνσταντινούπολιν μετά του αοιδίμου πατριάρχου Γρηγορίου, του Δέρκων, Εφέσου και άλλων αρχιερέων…».

Την πρώτη εγκύκλιο παιδεία του έλαβε ο Ιωσήφ πιθανότατα στη γενέτειρά του, όπου άλλωστε και πριν τη σύσταση της γνωστής Ελληνικής Σχολής λειτουργούσε ανεπίσημα σχολείο. Αγνωστος παραμένει ο τόπος όπου συνέχισε τις σπουδές του. Μάλλον μετέβη στη Σμύρνη, όπου συνήθιζαν να καταφεύγουν πολλοί από την πατρίδα του, όπως λ.χ. ο Γρηγόριος ο Ε´, αλλά και οι ιδρυτές της Σχολής της Δημητσάνας. Ενας άλλος τόπος που προσέλκυε πολλούς νέους προερχόμενους από τη Δημητσάνα ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου διέμεναν πολλοί πλούσιοι έμποροι καταγόμενοι από αυτή και το Αγιον Ορος. Σε κάποιον λοιπόν από αυτούς τους χώρους ο Ιωσήφ συμπλήρωσε τη μόρφωσή του, την οποία άλλωστε ο μοναχός Χριστοφόρος ο Προδρομίτης χαρακτηρίζει «ικανήν παίδευσιν, την τε θύραθεν και μάλιστα των καθ’ ημάς παιδευμάτων». Ο Μανουήλ Γεδεών εύστοχα τον χαρακτηρίζει «πεπαιδευμένον και φιλόμουσον κληρικόν». Αργότερα, όταν ο Γρηγόριος ο Ε´ ανέρχεται στον πατριαρχικό θρόνο, συναντούμε τον Ιωσήφ αρχιδιάκονο του μητροπολίτου Εφέσου. Ενδεικτικό της αξιόλογης πνευματικότητας αλλά και του υψηλού επιπέδου της παιδείας του Ιωσήφ ήταν η στενή του σχέση με τα βιβλία και τους συγγραφείς. Ανήκε αναμφίβολα στην κατηγορία των λογίων και μορφωμένων κληρικών. Η πατριαρχική σύνοδος εκτιμώντας τα πνευματικά του προσόντα τον διόρισε επιθεωρητή της μεταφράσεως της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η τοποθέτησή του αυτή ως επιθεωρητή της μεταφράσεως δείχνει ότι στο Πατριαρχείο, εκτός από την εκτίμηση και συμπάθεια με την οποία τον περιέβαλλε ο συμπατριώτης του Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε´, υπολόγιζαν τη μόρφωσή του αλλά και το αυθεντικό του εκκλησιαστικό φρόνημα.

Στη συνέχεια ανακηρύχθηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ από τις 20 Αυγούστου του 1797 εξελέγη μητροπολίτης Δράμας (1797-1810). Στον εν λόγω μητροπολιτικό θρόνο τον οδήγησαν η βαθιά πίστη του στον Χριστό, η εργατικότητά του, η λιπαρά παιδεία του, η αφοσίωσή του στην Εκκλησία και ο πατριωτισμός του. Χειροτονήθηκε μάλιστα από τον Γρηγόριο τον Ε´. Σημειωτέον πως μεταξύ της γενέτειράς του και της εκκλησιαστικής του επαρχίας υπήρχε ένας μυστικός στενός σύνδεσμος, αφού πολλοί από τους συμπατριώτες του είχαν περάσει από τη Δράμα, όπως π.χ. ο Διονύσιος ο Α´, τουπίκλην «ο Σοφός», άγιος της Εκκλησίας μας, ο οποίος θεωρείται δεύτερος κτίτωρ της μονής της Εικοσιφοινίσσης, ο Γρηγόριος ο Ε´, ο οποίος κατέφυγε στην ίδια μονή, ο μητροπολίτης Δράμας Αθανάσιος (1593-1608) και πολλοί άλλοι. Στο εξώφυλλο μίας χειρόγραφης λειτουργίας του 1736 μ.Χ. βρίσκουμε μια ιδιόγραφη σημείωση του Ιωσήφ, που φέρεται ότι είναι γραμμένη τον Μάρτιο του έτους 1800 μ.Χ. Στη σημείωση αυτή αναφέρονται τα ονόματα όλων των προκατόχων του Ιωσήφ, ο οποίος φαίνεται ότι προβαίνει σε αυτή την ενέργεια από σεβασμό στη μνήμη όλων όσων αρχιεράτευσαν νωρίτερα στην ίδια μητρόπολη και ιδιαίτερα των συμπατριωτών του.

Ο Ιωσήφ διακρινόταν ιδιαίτερα για τη μόρφωσή του, την ευσέβεια και την εργατικότητά του. Συνέβαλε μάλιστα οικονομικά στην έκδοση διαφόρων έργων, όπως π.χ. της «Επιτομής χρονολογικής της Γενικής Ιστορίας, εκ της Γαλλικής εις την ημετέραν μετενεχθείσης διάλεκτον, μετά πλείστων σημειώσεων, επαυξηθείσης υπό του φιλογενούς Λάμπρου Αντωνιάδου, του εκ Μοισίας» και της «Γεωγραφίας» του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, η οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1818. Επίσης προέτρεψε τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη στη σύνταξη του Συναξαριστού, ενός έργου την έκδοση του οποίου είχε υποσχεθεί να χρηματοδοτήσει. Πράγματι, μετά τον θάνατο του αγίου Νικοδήμου, το 1819, ο Ιωσήφ εκπλήρωσε την υπόσχεσή του, επιθυμώντας μόνο να παραμείνει μυστική η προσφορά του. Τέλος, ενίσχυσε οικονομικά και τη Σχολή της γενέτειράς του.

Κατά τα έτη 1819-1821, ο Ιωσήφ μετείχε και πάλι στην Πατριαρχική Σύνοδο, αυτή τη φορά βέβαια ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ετσι συναντούμε την υπογραφή του σε αρκετά συνοδικά έγγραφα και γράμματα, όπως στην εγκύκλιο του 1820, την οποία απευθύνει ο Γρηγόριος ο Ε´ προς τον μητροπολίτη, τους επισκόπους και τον λαό της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να μην παρασυρθούν από το κίνημα του Αλή, αλλά να παραμείνουν πιστοί στον Σουλτάνο. Επίσης, το 1821 ο Ιωσήφ ως συνοδικός υπογράφει και την αφοριστική επιστολή των πρωταγωνιστών του απελευθερωτικού αγώνος. Αυτές οι ενέργειες του Ιωσήφ δεν πρέπει, όπως έχει αποδειχθεί από την ιστορική έρευνα, να εκληφθούν σαν προδοτικές, αλλά να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με το όλο κλίμα της περιόδου, και κυρίως με τον δύσκολο ρόλο που είχε αναλάβει το πατριαρχείο ως προστάτης του χριστιανικού πληθυσμού. Αλλιώς, επιπόλαιες ενέργειες από την εκκλησιαστική αρχή θα απέβαιναν μοιραίες για τον χριστιανικό πληθυσμό· ο Τούρκος δυνάστης αναζητούσε την ευκαιρία για κήρυξη γενοκτονίας του χριστιανικού και του ελληνικού πληθυσμού.

Μετά την έκρηξη της επανάστασης στις παραδουνάβιες περιοχές, ο πατριάρχης διατάχθηκε διά φιρμανίου στις 9 Μαρτίου, να στείλει στην Πύλη κάποιους από τους προκρίτους αρχιερείς. Ισως όμως αυτό να συνέβη όταν γνωστοποιήθηκε στον Σουλτάνο η εξέγερση της Πελοποννήσου, οπότε και του ζητήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, διαφορετικά θα όφειλε να θέσει και τον εαυτό του στην ομάδα των αποσταλέντων αρχιερέων στην Πύλη. Ιδού πώς έλαβαν χώρα τα δραματικά περιστατικά: «Περί δε τα μέσα της δ´ εβδομάδος των Νηστειών έρχεται διάταγμα προς τον Πατριάρχην να στείλη εις την Πύλην τρείς εκ των Αρχιερέων, τον Θεσσαλονίκης, τον Αδριανουπόλεως και τον Τουρνόβου, διά να σταθώσι μετά των άλλων και αυτοί ως ενέχυροι ασφαλείας. Και μετεκάλεσεν αυτούς ο Πατριάρχης· οι δε ήλθον περί το γεύμα· και αφ’ ου συνέφαγε μετ’ αυτών, μετά τινας περί των παρόντων κακών οδυνηράς συνομιλίας, αναστάς με φωνήν τεθλιμμένην, “Αδελφοί, (λέγει) ούτως ηθέλησεν ο Κύριος να δείξει εις ημάς πολλά και σκληρά. Αρτον οδύνης ημάς ψωμίζει και ποτίζει οίνον κατανύξεως. Ιδού τούτο το διάταγμα προσκαλεί και τους τρείς υμάς να υπάγετε σήμερον κατ’ ευθείαν εις την Πόρταν, κακείθεν εις την φυλακήν μετά των άλλων αδελφών να σταθήτε ως ενέχυρα. Τι δε το αποβησόμενον, και εις μαρτύριον, δεν θέλω πάντως βραδύνει να σας ακολουθήσω καγώ”. Και ταύτα ειπών έκλαυσε πικρώς· συνεθρήνουν δε μετά των Αρχιερέων του Πατριάρχου τον τελευταίον επί γης εν Χριστώ ασπασμόν, και κλίναντες τας κεφαλάς, απήλθον εις τον προς ον όρον».

Η παραπάνω διήγηση επιβεβαιώνει περίτρανα την εξέχουσα θέση του Μητροπολίτου Ιωσήφ, μια και συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ιεράρχες από τους Τούρκους. Ο ίδιος ο Ιωσήφ αντιμετωπίζει τους κινδύνους που συνεπαγόταν η ιερή του αποστολή, με αποφασιστικότητα και απαράμιλλο θάρρος, συμπληρώνοντας ως εξής τους λόγους του Πατριάρχου Γρηγορίου στην τελευταία τους συνάντηση: «Δεν εχρειάζετο η επιστολή αυτή διά να μας καταδείξει ότι ο θάνατος είναι ενώπιόν μας… Εις ταύτην του Βοσταντζή την ειρκτήν δεν θέτονται, ειμή οι διά θάνατον, είπεν ο Θεσσαλονίκης»‧ και συμπλήρωσε ο Τυρνάβου Ιωαννίκιος λέγοντας: «Τον περιμένομεν ασμένως και είθε το αίμα μας μόνον να επαρκέση προς τελεσφόρησιν του μεγίστου τούτου έργου…». Η πρόβλεψη του Ιωσήφ για τις δοκιμασίες και τα βασανιστήρια τα οποία θα υφίσταντο, επαληθεύονται στο αγνώστου συγγραφέως βιβλίο “Περί του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε´”, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα: «Εντός υγρού ημιυπογείου, φωτιζομένου αμυδρώς εκ κρεμαμένης κανδήλας, έκειντο χαμαί άνευ στρωμνών αλυσοφόροι, πενιχροί, κατακονιορτισμένοι και με χάσκοντα τραύματα, οι αρχιερείς ο Διονύσιος Καλλιάρχης ο Εφέσου, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος και διάφοροι άλλοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπηρέται».

Μάλιστα οι συλλήψεις των αρχιερέων έγιναν σταδιακά· πρώτος συνελήφθη και φυλακίσθηκε ο Εφέσου Διονύσιος, αφού δεν συναντούμε την υπογραφή του σε κανένα από τα πατριαρχικά έγγραφα που αποκηρύσσουν το κίνημα. Μετά ακολούθησαν ο Νικομηδείας Αθανάσιος και ο Αγχιάλου Ευγένιος που θανατώθηκαν μαζί με τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε´. Μετά την 10η Απριλίου ή κατ’ αυτήν, συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν στον Φούρνο του Μποσταντζήμπαση, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Η φυλάκιση των αρχιερέων διήρκεσε για αρκετό χρονικό διάστημα, διότι «εκ περιτροπής ανακρινόμενοι, μόνον με τους διακόνους των οι αρχιερείς ηδύναντο να επικοινωνώσιν». Οι αρχιερείς υφίσταντο παντοειδείς στερήσεις.

Παραδίδεται ιστορικά βάσει αντικειμενικών πηγών, ότι 80 επίσκοποι και 8.000 περίπου κληρικοί συνολικά, έχυσαν το αίμα τους για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον τυραννικό οθωμανικό ζυγό των 400 χρόνων περίπου. Ο Ιωσήφ μαζί με άλλους έξι αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, υπέστησαν τον δι’ αγχόνης θάνατο για την πίστη του Χριστού και την πατρίδα, δύο περίπου μήνες μετά τον ίδιο θάνατο του εθνομάρτυρος και νεομάρτυρος οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε´. Τα γεγονότα που οδήγησαν τους αρχιερείς στο μαρτύριο, ήταν τα ακόλουθα:

Στις 27 Μαΐου, όταν ο Σουλτάνος πληροφορήθηκε την πυρπόληση του τουρκικού δικρότου στη Λέσβο, διέταξε προς αντεκδίκηση τη θανάτωση των φυλακισμένων. Ετσι, την αυγή της Παρασκευής 3 Ιουνίου, τα θύματα μαζί με τον δήμιό τους μεταφέρθηκαν στην ευρωπαϊκή παραλία του Βοσπόρου για να εκτελεσθούν. Πρώτος απαγχονίσθηκε ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος στο Αρναούτκιοϊ, μετά ο Αδριανουπόλεως στο Μεγάλο Ρεύμα, τρίτος ο Ιωσήφ στο Νεοχώρι και τέλος ο Δέρκων στα Θεραπειά. Επίσημη αιτία της θανατώσεως ήταν ότι διετέλεσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ απηγχονίσθη στο Νεοχώριο. «Παραδίδεται ότι βαδίζοντες προς τον θάνατον οι αρχιερείς παρηγόρουν αλλήλους και έψαλλον μόνοι δι’ εαυτούς την νεκρώσιμον ακολουθίαν, απαγγείλαντες τας ευχάς υπέρ αλλήλων».

Η παράδοση διατηρεί κάποιες λεπτομέρειες αναφερόμενες στο τέλος των μητροπολιτών, οι οποίες όμως πιθανότατα πηγάζουν από τη φαντασία και τον θαυμασμό των απλών χριστιανών. Ο Ιωσήφ γνώρισε θάνατο εθνομάρτυρος. Αν και δεν υπάρχει επίσημη πράξη ανακηρύξεως της αγιότητάς του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επειδή όπως είναι φυσικό, κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις από μέρους του τουρκικού κράτους, εν τούτοις κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθεί και στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης, αφού έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του χριστιανικού πληρώματος όχι μόνο ως εθνομάρτυς, αλλά και ως ιερομάρτυς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει την αγία μνήμη του στις 3 Ιουνίου και τοιχογραφία του σώζεται στον Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης.

Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ η περιουσία του δημεύθηκε και έτσι στερήθηκε και η Σχολή της πατρίδας του την οικονομική ενίσχυση που δεχόταν από αυτόν. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης μετατέθηκε ο Αίνου Ματθαίος, ο οποίος παρέμεινε μέχρι το 1824.


 

 


 

Νεόφυτος Καρύστου

 

Ο Νεόφυτος, κατά κόσμον Νικόλαος Αδάμ, γεννήθηκε στα Φύλλα Ευβοίας το 1790. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στη γενέτειρά του και στη συνέχεια στη Χαλκίδα. Αφού χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 19 ετών, ακολούθησε τον μητροπολίτη Ιερόθεο στα Ιωάννινα, όπου συμπλήρωσε τις σπουδές του. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον μητροπολίτη Αρτης Πορφύριο και εργάστηκε ως Πρωτοσύγκελλος στη μητρόπολη. Το 1813 εξελέγη επίσκοπος Μελιτουπόλεως και από το 1817 μετατέθηκε στην επισκοπή Καρύστου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στις 19 Φεβρουαρίου 1820. Συμμετείχε στην Επανάσταση αρχικά ως επικεφαλής ένοπλων σωμάτων στην πολιορκία της Καρύστου.

Ο επίσκοπος της Καρύστου Νεόφυτος λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση στην Εύβοια, πήγε στην Ανδρο και την Τήνο και με δικά του έξοδα στρατολόγησε περίπου 400 νησιώτες, ανάμεσά τους και Ευβοιώτες. Αφού ναύλωσε ένα υδραίικο καράβι, αποβίβασε στις αρχές Αυγούστου τον απειροπόλεμο στρατό του στο Κισσούρι της Εύβοιας. Οι Τούρκοι της Χαλκίδας έστειλαν μήνυμα στον Ομέρ μπέη της Καρύστου ότι κινδυνεύουν. Εκείνος έφυγε εσπευσμένα από την Αττική όπου βρισκόταν και επέστρεψε στην Εύβοια.

Ο Νεόφυτος όταν έμαθε τον ερχομό του φοβερού Ομέρ πήγε στα Στύρα, στη δυτική ακτή της Εύβοιας, ανέβηκε στο καράβι του Νέγκα και διηύθυνε από εκεί τη μάχη. Σ’ αυτήν πήραν μέρος ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, γεννημένος στο Μπελοπάβλιτς του Μαυροβουνίου και ο αδελφός του Ράντος, που ήταν μονόφθαλμος. Ηταν η πρώτη φορά που πολέμησαν τους Τούρκους.

Τον Σεπτέμβριο του 1823 διορίστηκε από το Εκτελεστικό σώμα Εξαρχος των Νήσων του Αιγαίου Πελάγους και Σποράδων και έναν χρόνο αργότερα εξελέγη παραστάτης Ευρίπου στο Γ΄ Βουλευτικό (1824). Τo 1827 συμμετείχε ως πληρεξούσιος Ευρίπου στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ενώ προηγουμένως είχε λάβει μέρος στη Συνέλευση της Αίγινας. Μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης, από τον Σεπτέμβριο του 1827, διετέλεσε μέλος της Βουλής έως την αυτοδιάλυσή της τον Ιανουάριο του 1828. Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια διορίστηκε Τοποτηρητής της επισκοπής Κυκλάδων και από το 1833 επίσκοπος Φωκίδας (1833)‧ στη συνέχεια, από το 1841 επίσκοπος Καρύστου, ενώ επίσης διετέλεσε πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας (1842-1850). Απεβίωσε στη Χαλκίδα στις 11 Απριλίου 1851.



 

Κύριλλος Καρύστου

 

Ο Μητροπολίτης Κύριλλος καταγόταν από τα Αγραφα και χρημάτισε μαθητής του Αγίου ενδόξου εθνοϊερομάρτυρος Κοσμά του Αιτωλού (†1779). Ως Μητροπολίτης ενθρονίστηκε στη Σάμο στις 8 Σεπτεμβρίου 1815. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μαζί με επιφανή στελέχη του κόμματος των Καρμανιόλων, στο οποίο είχε ενταχθεί ενεργά με την άφιξή του στο νησί της Σάμου. Υπήρξε άμεσος συνεργάτης του Λυκούργου Λογοθέτη. Στις 8 Μαΐου 1821 ευλόγησε την επαναστατική σημαία που ύψωσε στο Καρλόβασι ο Λυκούργος και στις 12 Μαΐου τέλεσε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στη Χώρα, ως πρωτεύουσα τότε του Νησιού, όπου επανέλαβε την ευλογία του προς τα όπλα των επαναστατών.

Συνεργάσθηκε με τον Λυκούργο στενά, ενίσχυσε την Επανάσταση εξ ιδίων και με εράνους, δεν δίστασε δε να φορέσει φουστανέλα, να πάρει όπλα και να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, στις πιο κρίσιμες φάσεις του σαμιακού αγώνα. Στις 9 Μαρτίου 1822 ευλόγησε το σαμιακό εκστρατευτικό σώμα που αναχωρούσε για τη Χίο, ενώ παρέμεινε στο πλευρό του Λυκούργου. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κύριλλος «με τον προσωπικό του παλμό και με τας πατρικάς επιμόνους και πειστικάς παροτρύνσεις, συνέβαλε κατά πολύ εις την εξέγερσιν του Σαμιακού Λαού και εις την ενθάρρυνσιν αυτού».

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος λόγω της πατριωτικής του δράσης, απελάμβανε ιδιαιτέρου κύρους στη Σάμο της εποχής, δεδομένου ότι το 1829 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τον παρεκάλεσε να συμβάλει στην ειρήνευση και καλή διοίκηση του τόπου, στηριχθείς ακριβώς σε αυτή την αποδοχή του από τη σαμιακή κοινωνία της εποχής.

Ακολούθησε τον Λογοθέτη Λυκούργο στον δρόμο της εξορίας από την Σάμο, τον Ιούνιο του 1834, όταν επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς στο νησί και εγκαταστάθηκε διαδοχικά στην Τήνο, το Ναύπλιο, την Αθήνα και τελικά τη Χαλκίδα, μαζί με τους υπόλοιπους εξόριστους αρχηγούς και μαχητές της επαναστατημένης Σάμου, όπου και εκοιμήθη.