Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1886-1972) υπήρξε, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας κατά τον 20ό αιώνα, καθώς κατάφερε να λυτρώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις εσωστρεφείς τάσεις του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνές κύρος.

Ο Αθηναγόρας, ως ένας άνθρωπος που οραματιζόταν την ειρήνη και τη συναδέλφωση των λαών, εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών, καθώς και για την προσέγγιση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα του χριστιανικού κόσμου.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, κατά κόσμον Αριστοκλής Σπύρου, γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1886 σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πωγωνίου Ιωαννίνων, το Βασιλικό (παλαιότερη ονομασία του, Τσαραπλανά).

Από μικρός έδειξε την κλίση του προς τα γράμματα. Το 1903 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1910 έλαβε το πτυχίο του στη Θεολογία, εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος.

Διορίστηκε στη Μητρόπολη Πελαγονίας, με έδρα το Μοναστήρι (Μπίτολα). Ακολούθησαν οι ταραγμένοι χρόνοι των Βαλκανικών Πολέμων και η ανεξαρτητοποίηση της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (περιήλθε στη δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας).

Το 1918 ο Αθηναγόρας εγκατέλειψε το Μοναστήρι με αρχικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη και ακολούθως το Άγιον Όρος.

Το 1919 ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης τον προσέλαβε αρχιδιάκονο και γραμματέα της Αρχιεπισκοπής.

Το Δεκέμβριο του 1922, επί επαναστατικής κυβέρνησης Νικολάου Πλαστήρα, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.

Το 1930 ο χαρισματικός αυτός ιεράρχης ορίστηκε από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, θέση στην οποία χρημάτισε έως το 1948.
 

 

 

Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατόρθωσε να αναπτύξει εξαιρετικές σχέσεις με τις αμερικανικές κυβερνήσεις, να συμφιλιώσει τις διχασμένες ελληνικές κοινότητες, να ανεγείρει νέους ναούς και σχολεία, αλλά και να ιδρύσει στη Βοστώνη ελληνορθόδοξη θεολογική σχολή.

Η ιδιαίτερα επιτυχής θητεία του έληξε το 1948, όταν ο Αθηναγόρας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, επελέγη ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Η πολιτεία του ως ανώτατου πνευματικού ηγέτη της Ορθοδοξίας ήταν λαμπρή. Με τη διορατικότητα και την πολύχρονη διοικητική πείρα του, κατάφερε να βγάλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την εσωστρέφεια του παρελθόντος και να του προσδώσει διεθνή ακτινοβολία.

Εργάστηκε, επίσης, για τη σύσφιγξη των σχέσεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών και κατόρθωσε να ενδυναμώσει τη μεταξύ τους συνεργασία μέσω της σύγκλησης πανορθόδοξων διασκέψεων.

Η δράση του δεν περιορίστηκε στα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά επικεντρώθηκε και στην υλοποίηση του οικουμενικού οράματός του, της ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών, επί τη βάσει του σεβασμού της πολιτισμικής ετερότητας, την οποία υπηρέτησε απαρέγκλιτα καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκλησιαστικής διακονίας του.

 

 

Κατά γενική ομολογία, οι τομές που επέφερε και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Αθηναγόρας, ιδιαίτερα στο ζήτημα του διαλόγου με τους ετεροδόξους, υπήρξαν καινοτόμες και ρηξικέλευθες.

Ειδικότερα, στο ζήτημα των σχέσεων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, προέβη σε τολμηρές κινήσεις, με συνέπεια να δεχτεί αρχικά τις επικρίσεις ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων, προπάντων της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι πρωτοβουλίες του αποσκοπούσαν στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω της οικοδόμησης κλίματος αμοιβαίας κατανόησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας, με σκοπό την έναρξη θεολογικού διαλόγου.

Η κορυφαία ίσως στιγμή στη ζωή αυτής της εξέχουσας προσωπικότητας της Ορθοδοξίας ήταν η συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στην Ιερουσαλήμ το 1964, η οποία οδήγησε στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054. Η συμβολική αυτή χειρονομία άνοιξε το δρόμο για έναν ειλικρινή διάλογο μεταξύ των Ορθόδοξων και των Ρωμαιοκαθολικών, πρώτη φορά ύστερα από πολλούς αιώνες.

Παρά το κύρος και τη διεθνή αναγνώριση που απέκτησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί  Αθηναγόρα, η πατριαρχία του συνδέθηκε με τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955, τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, όταν ο τουρκικός όχλος επέδραμε κατά ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών, προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες. Από τα γεγονότα αυτά και μετά, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους, ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας απεβίωσε στις 7 Ιουλίου 1972. Αναπαύεται στο κοιμητήριο των Οικουμενικών Πατριαρχών, στη μονή Βαλουκλή της Κωνσταντινούπολης.