Η Αγία Σοφία «επιβάλλει» αντήχηση που διαρκεί 11-12 δευτερόλεπτα, ενώ η δομή του χώρου διαμορφώνει περαιτέρω τον ήχο. Συγκριτικά, η αντήχηση σε σύγχρονες μουσικές αίθουσες διαρκεί 2-4 δευτερόλεπτα. Φωτογραφίες: Courtesy of Image Collections and Fieldwork Archives, DumbartonOaks, Trustees for Harvard University, Washington, D.C.

Το έργο «Lost Voices of Hagia Sofia» από τη χορωδία Capella Romana, ένα φωνητικό μουσικό σύνολο ειδικευμένο στην απόδοση θρησκευτικών ύμνων υπό τη διεύθυνση του Αλεξάντερ Λίνγκας, είναι μια μορφή Αγίας Κοινωνίας και μηχανής του χρόνου ταυτόχρονα. Η πρόσβαση στο έργο, στους ύμνους της Αγίας Σοφίας όπως ακούγονται σαν να βρίσκεται ο ακροατής μέσα στην Αγία Σοφία, μπορεί να γίνει και μέσω του YouTube. Πρόκειται για ένα επίτευγμα της σύζευξης της θρησκείας και της τέχνης με την τεχνολογία. 

 

 

Η Αγία Σοφία έχει πάψει να λειτουργεί ως χριστιανικός ναός από το 1453, αλλά μια πρωτοποριακή μελέτη του πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια των ΗΠΑ οδήγησε στην ανακάλυψη και στη χαρτογράφηση του ακουστικού αποτυπώματος του ναού, που σφραγίζει και διαμορφώνει το ηχόχρωμα των ύμνων. Η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών του Στάνφορντ, Μπισέρα Πέντσεβα, πρωτοστάτησε στην έρευνα αυτή επιστρατεύοντας τον καθηγητή Υπολογιστικών Ερευνών στη Μουσική και στην Ακουστική του ίδιου πανεπιστημίου, Τζόναθαν Άμπελ. Η προσπάθεια οδήγησε σε ένα «θεόπνευστο software» που επιτρέπει στην Capella Romana να ερμηνεύει τους ύμνους σε οποιοδήποτε θέατρο του κόσμου, αλλά ο ήχος που φτάνει στους παρευρισκομένους από τα μεγάφωνα να είναι ίδιος με εκείνον που θα άκουγαν αν βρίσκονταν μέσα στην Αγία Σοφία. 

 

Ζωντανεύοντας το Βυζάντιο

Αν οι Οθωμανοί «έκλεψαν» τον ναό από τη βυζαντινή παράδοση, η Πέντσεβα και οι συνεργάτες της κατά κάποιον τρόπο τον ανέκτησαν και τον «άνοιξαν» ξανά στη βυζαντινή λειτουργία, ζωντάνεψαν το Βυζάντιο σχεδόν έξι αιώνες μετά. Ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το ότι το εκκλησίασμα γίνεται πλέον διαδικτυακό και διεθνές. Μπορείτε να εισέλθετε στην Αγία Σοφία μέσα από τον υπολογιστή σας, όπου κι αν βρίσκεστε, και να σκεφτείτε ότι συμμετέχετε σε μια λειτουργία της. Ίσως αυτή η εμπειρία, που είχε χαθεί για αιώνες και αναβίωσε μέσω της νέας τεχνολογίας και της τολμηρής σκέψης της χριστιανής ορθόδοξης Αμερικανίδας ακαδημαϊκού βουλγαρικής καταγωγής, να μπορεί να δράσει ως αντίδοτο στο «σοκ» της δεύτερης μετατροπής του ναού σε ισλαμικό τέμενος. Σίγουρα είναι μια επιλογή απροσδόκητα ταιριαστή με την εποχή των lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης. 

Πάντως η διεκδίκηση του ναού από τους πιστούς μιας άλλης, ανταγωνιστικής θρησκείας ίσως είναι ενδεικτική όχι μόνο της «πολιτικότητας» που ανέκαθεν είχε η Αγία Σοφία ως σύμβολο μιας αυτοκρατορίας που καταλύθηκε, αλλά και της μεταφυσικής έλξης που η Αγία Σοφία ασκεί στους ανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκείας. Το βαθύτερο μυστικό της Αγίας Σοφίας βρίσκεται στη σύλληψη και στην κατασκευή της, η οποία έγινε από νεοπλατωνιστές αρχιτέκτονες στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη η βίαιη μετάβαση από τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων θεών στην εποχή του Χριστού. Ήταν μια δύσκολη εποχή, γιατί η αρχαία θρησκεία ήταν ταυτισμένη με τις επιστήμες και η απαλλαγή από αυτή θα ισοδυναμούσε αναπόφευκτα με το κλείσιμο των σχολών και τη σταδιακή έλευση του Μεσαίωνα. Η νέα θρησκεία δεν ήταν συμβατή με τη συνέχιση της λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών, που ήταν τα πανεπιστήμια της εποχής και κάλυπταν το σύνολο της γνώσης που σήμερα διαχωρίζουμε σε θεωρητικές και θετικές σπουδές. Η παλιά θρησκεία κατέρρεε, γιατί είχαν συνδεθεί με αυτήν οι ελίτ κάθε πόλης που είχαν οδηγήσει στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Όλοι αυτοί μέσα από τη νέα θρησκεία εξέφραζαν το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που στέκονταν στο μεταίχμιο και, ενώ ευνοούσαν την εκδήλωση του ορμητικού λαϊκού κινήματος με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, που ήταν τότε ο χριστιανισμός, φρόντιζαν να διασώσουν τη γνώση. Η Αγία Σοφία ως αρχιτεκτονικό δημιούργημα εκφράζει αυτό το πνεύμα, γίνεται μια Κιβωτός που μεταφέρει τη γνώση των θεών στην εποχή του Χριστού, καθώς ενσωματώνει στην κατασκευή της τα συμπεράσματα από τις μελέτες σπουδαίων επιστημόνων των Σχολών της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών για τη μηχανική, την ακουστική, τη σχέση της ύλης με το πνεύμα και τη φύση του θείου. 


Οι ψαλμοί, μέσα σε ένα περιβάλλον τόσο παρατεταμένης αντήχησης, υπερβαίνουν την απλή πληροφορία και γίνονται προσωδία. Ο λόγος αποκαλύπτει τον εσωτερικό ρυθμό του, ο οποίος, σε παραλληλία με τη μουσική, προσανατολίζει τη συνείδηση στο άχρονο και στο άπειρο.

 

Το λυκόφως του ελληνικού πνεύματος

Η Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα είχε κλείσει το 529 μ.Χ., μόλις τρία χρόνια πριν από την έναρξη της κατασκευής της Αγίας Σοφίας, γεγονός που συγκέντρωσε στην Αλεξάνδρεια την επιστημονική ελίτ της εποχής. Η Αγία Σοφία θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως το κύκνειο άσμα ή το λυκόφως του ελληνικού πνεύματος, όπως εκδηλωνόταν από τον πνευματικό «φάρο» της πόλης που είχε ιδρύσει ο Αλέξανδρος μόλις πριν από επτά αιώνες. Η κεντρική ιδέα των αρχιτεκτόνων της Αγίας Σοφίας, του Ισιδώρου από τη Μίλητο και του Ανθεμίου από τις Τράλλεις, ήταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το θείο μέσα από την επιστήμη. Οι δύο επιστήμονες ήταν μαθητές του Αμμώνιου Ερμείου, που κατείχε την έδρα της Φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια και ήταν μαθητής του Πρόκλου. Η συσσωρευμένη γνώση για τη γεωμετρία, τα ανώτερα μαθηματικά και τη συμπεριφορά των στερεών μέσα στα στερεά υπάρχει αναλλοίωτη στη δομή της Αγίας Σοφίας και «ευθύνεται» για τη θρησκευτική εμπειρία που προσφέρει ο ναός. 

Για παράδειγμα, οι ψαλμοί ανεβαίνουν προς τον τρούλο και επιστρέφουν στον κεντρικό χώρο (τον «Καλλιχώρο»), ενθυλακώνοντας τους πιστούς σε μια μυσταγωγία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι απλοί πιστοί δεν συγκεντρώνονταν μέσα στους αρχαίους ναούς, όπως συγκεντρώνονται σήμερα οι πιστοί των νεότερων θρησκειών, του χριστιανισμού και του ισλαμισμού. Οι αρχαίες θρησκευτικές τελετές πραγματοποιούνταν σε υπαίθριο χώρο, προφανώς για να τονιστεί η σχέση με τη φύση, τον ήλιο και τον ουράνιο θόλο που αντιπροσώπευαν το θείο. Με την πάροδο των αιώνων, όμως, οι αρχαίοι ναοί έγιναν σύμβολα ενός θρησκευτικού κατεστημένου που έλεγχε τις πόλεις, συγκέντρωνε τον πλούτο και καταπίεζε τους πολλούς. Η νέα θρησκεία ήθελε να μεταδώσει μήνυμα κατάλυσης των αποκλεισμών, ανοίγοντας σε όλους τις πόρτες των νέων οίκων του Θεού, οι οποίοι χτίζονταν στις θέσεις των αρχαίων ναών. Για να διευρύνει την απήχησή της, η νέα θρησκεία πρόσφερε σε όλους πρόσβαση στον προνομιακό χώρο. Όμως, η επαφή με τον ουρανό ως νοητική διαδικασία διαλεκτικής με την ανώτερη δύναμη χάθηκε και έπρεπε να αντικατασταθεί. 

 

Παράλληλα με την ουράνια ακουστική, η Αγία Σοφία είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να επιτρέπει αντανακλάσεις του φωτός που μετατρέπουν τη στερεότητα του χώρου σε ρευστότητα. 

 

Θεός και άνθρωπος σε αρμονία

Το νέο ζητούμενο, το «αίνιγμα» που έθετε η νέα θρησκεία και το οποίο οι Έλληνες αρχιτέκτονες πριν από 15 αιώνες προσπάθησαν να επιλύσουν ήταν πώς μέσα σε έναν κλειστό χώρο (και όχι πλέον κάτω από τον ουράνιο θόλο) μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει με τις πεπερασμένες αισθήσεις του κάτι από το άφατο του θείου. Η απάντηση που έδωσαν είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την αρμονική ενεργοποίηση των πυθαγόρειων άφατων συμβόλων, δηλαδή των αριθμών, των μαθηματικών, που πλήρως προσδιορίζουν κάθε υλική κατασκευή, αλλά και κάθε εκδήλωση στο υλικό πεδίο. Σκέφτηκαν ότι θεωρητικά θα μπορούσε να εντοπιστεί εκείνη η αρμονική σύνθεση που να οδηγεί στη δημιουργία ενός υλικού χώρου με την ιδιότητα να δρα ως «ενδιάμεσος χώρος» ανάμεσα στο ανθρώπινο και το θείο. Η Αγία Σοφία είναι ακριβώς αυτή η αρμονική σύνθεση στην οποία κατέληξαν. 

Είναι η συγκεκριμένη απάντηση που οι επιστήμονες έδωσαν στο πιο προκλητικό, αφηρημένο, μεταφυσικό ερώτημα. Οι μαθηματικές εξισώσεις που αποδίδουν τις μη αισθητές διαστάσεις της πραγματικότητας είναι «χτισμένες» μέσα στην τοιχοποιία της Αγίας Σοφίας. Η Αγία Σοφία είναι ίσως ο τελειότερος μηχανισμός επαφής με το θείο μετά τον Παρθενώνα, που ασφαλώς είχε μια εντελώς διαφορετική σύλληψη, συμβολισμό και λειτουργία. Όλα αυτά ίσως μας βοηθούν να κάνουμε και τη σκέψη ότι είναι μάλλον ευεξήγητη η διεκδίκηση του ναού από όσους επίσης θα ήθελαν να προσεγγίσουν το θείο με κάποιους άλλους ύμνους. Αλλά και ότι ο ναός είναι μεγαλύτερος από τις εποχές και τους ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν, μεγαλύτερος ίσως και από τις ίδιες τις θρησκείες – με την έννοια ότι τα άφατα σύμβολα που τον ορίζουν μπορεί είναι μια «θρησκεία» πάνω από τις θρησκείες. 

Το βιβλίο της Μπισέρα Πέντσεβα «Hagia Sofia: Sound, Space and Spirit in Byzantium (Pennsylvania State University Press, 2017) κέρδισε το 2018 το βραβείο για την καλύτερη μονογραφία στις ιστορικές σπουδές της American Academy of Religion. Σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή» (5.4.2020) η ακαδημαϊκός είπε: «Στον μεσαιωνικό κόσμο δεν υπήρχε η έννοια του “πραγματικού” (real). Υπήρχε η έννοια της “Αλήθειας” (Truth). Ο χώρος της Αγίας Σοφίας είναι έτσι σχεδιασμένος ώστε να παράγει διαρκώς Αλήθεια, δηλαδή Σοφία. Και η Σοφία ταυτίζεται με το θείο. Η Αλήθεια έρχεται πιο κοντά στις αισθήσεις μας, στον υλικό κόσμο μας, μέσα από το φως και τον ήχο. Σκεφτείτε τη “Μεγαλοφωνία”, τον λαμπερό, ευρύ ήχο που παράγεται μέσα από την ανθρώπινη συμμετοχή στην τελετή, των ψαλτών, αλλά και του χριστεπώνυμου πληρώματος που συμμετέχει στις επαναλήψεις των ψαλμών. Αυτό είναι το φαινόμενο που αποκαλούμε “μυσταγωγία”». Η Αγία Σοφία παράγει και προσφέρει μια άχρονη αλήθεια σε όλη την ανθρωπότητα, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη που αναπαράγουν οι πολιτικοί ηγέτες και τα δελτία ειδήσεων. Ας προσπαθήσουμε να την ακούσουμε. ■