Πριν από λίγες ημέρες, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος συναντήθηκε κάτω από άκρα μυστικότητα στο Μαξίμου με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, με στόχο να πέσουν οι τόνοι και να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε Εκκλησία και Πολιτεία να συνεχίζουν να λειτουργούν υπέρ... της κοινωνίας.

Ακόμη, ο κ. Τσίπρας απέστειλε επιστολή στον κ. Ιερώνυμο και στα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για το θέμα της παρουσίας των ιερέων στα σχολεία. Της επιστολής αυτής είχε προηγηθεί έγγραφη διαμαρτυρία της Ιεράς Συνόδου για την απαγόρευση της συμμετοχής κληρικών –ακόμη και αρχιερέων– σε εκδηλώσεις στα σχολεία. Στην επιστολή του ο πρωθυπουργός, εκτός των άλλων, αφού εξαίρει το έργο της Εκκλησίας υπέρ της κοινωνίας, για το συγκεκριμένο θέμα επικαλείται απόφαση που είχε εκδοθεί πριν από δέκα χρόνια και καθόριζε το πώς και πότε θα μπορούν οι κληρικοί να εισέρχονται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα - παρέχοντας, στην ουσία, κάλυψη στον υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη, για την όλη στάση του.

Από την πλευρά του, ο κ. Ιερώνυμος, προκειμένου να αποφύγει εντάσεις μεταξύ αρχιερέων και υπουργών και για να αναδείξει τις θέσεις της Εκκλησίας, συναντήθηκε με τον κ. Τσίπρα, γεγονός που ενόχλησε αρκετά μέλη της Ιεραρχίας.

Ανεξάρτητα από τον «αιφνιδιασμό», στο επίκεντρο της κριτικής του Αρχιεπισκόπου φέρεται να βρέθηκε ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκος Φίλης. «Έχω μεγάλη δυσκολία συνεργασίας μαζί του. Δεν μπορώ να συνεργαστώ. Είναι ιδεοληπτικός», φέρεται να είπε ο Αρχιεπίσκοπος στον πρωθυπουργό. «Άλλα λέει και άλλα κάνει», επεσήμανε και του παρέδωσε μάλιστα επιστολή της Ιεράς Συνόδου για το θέμα των επισκέψεων μητροπολιτών στα σχολεία.

Ο υπουργός Παιδείας αντιδρά στη δυνατότητα οι ιεράρχες να εισέρχονται στα σχολεία και να διδάσκουν, ενώ η Εκκλησία αναφέρει πως δεν ζητεί οι μητροπολίτες να κάνουν μάθημα, αλλά ότι είναι αυτονόητο να εισέρχονται στα σχολεία και να συζητούν με τους μαθητές. Σημείο τριβής αποτελεί και το θέμα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών.

Ο Αρχιεπίσκοπος έθεσε στον πρωθυπουργό τρεις «κόκκινες γραμμές» προκειμένου η Εκκλησία να εισέλθει σε διάλογο για το μάθημα των Θρησκευτικών με την Πολιτεία. Πρώτον, να εξακολουθήσει να υπάρχει ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος, δεύτερον, να μη γίνει μείωση των ωρών διδασκαλίας που ισχύουν σήμερα και, τρίτον, να παραμείνει ο ορθόδοξος χαρακτήρας του μαθήματος, καθώς ο υπουργός Παιδείας είπε πως θα πρέπει να αλλάξει.

Και παρ’ ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν ζήτησε ευθέως την παραίτηση του κ. Φίλη από τον πρωθυπουργό, αναμένει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, τον ανασχηματισμό, προκειμένου να ζυγίσει τις πραγματικές διαθέσεις του Μαξίμου απέναντί του.

Άλλωστε, ο κ. Φίλης δεν είναι ο μόνος υπουργός που βρίσκεται στο στόχαστρο της Ιεραρχίας. Μαζί με τον υπουργό Παιδείας κατηγορούνται και οι υπουργοί Εργασίας, Γιώργος Κατρούγκαλος, και Περιβάλλοντος, Πάνος Σκουρλέτης, ότι υποθάλπουν και τροφοδοτούν τις αξιώσεις που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο πρωθυπουργός στηρίζει πάντα τους υπουργούς του και ειδικά τον κ. Φίλη, που βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής. Η αντιπαράθεση, όμως, της ηγεσίας της Εκκλησίας με τον υπουργό Παιδείας δείχνει μετωπική.

Στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό τέθηκε το ζήτημα από τον Αρχιεπίσκοπο, που προειδοποιεί πως θα υπάρξουν σφοδρές αντιδράσεις σε περίπτωση που αναβαθμιστεί θεσμικά το γραφείο του Πατριαρχείου στην Αθήνα. Αν και δεν διαθέτει δομές κράτους, όπως το Βατικανό, το Φανάρι ζητά να αναβαθμιστεί το γραφείο του σε διεθνή οργανισμό, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του OHE, για να μπορεί να λαμβάνει μέρος και σε οικονομικά προγράμματα. Ο Αρχιεπίσκοπος ενημέρωσε λοιπόν τον πρωθυπουργό ότι αποτελεί «κόκκινη γραμμή» μια τέτοια κίνηση, παρότι οι προσωπικές σχέσεις των δύο ανδρών παραμένουν καλές.

«Θέλω την ειλικρινή συνεργασία κυβέρνησης και Εκκλησίας, αλλά πάνω στους διακριτούς ρόλους των δύο πλευρών», φέρεται να ήταν μία από τις απαντήσεις του Αλ. Τσίπρα  στον κ. Ιερώνυμο.

Αρχιεπίσκοπος και πρωθυπουργός φαίνεται να συμφώνησαν για πλήρη συνεργασία στο Προσφυγικό, παρά τις επισημάνσεις του πρώτου για το «μπάχαλο» που επικρατεί στον συντονισμό. Αρκεί να μην μπλέξει η κυβέρνηση την Εκκλησία με τις ΜΚΟ, ο ρόλος κάποιων εκ των οποίων είναι ύποπτος, φέρεται να είπε ο Αρχιεπίσκοπος, ενώ υπενθύμισε ότι η Εκκλησία έχει αναλάβει να στηρίζει το κέντρο κράτησης στη Σάμο.

Ο κ. Ιερώνυμος, επίσης, επέμεινε να υιοθετηθεί και από τη σημερινή κυβέρνηση η συμφωνία που είχε κάνει με τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά για ίδρυση κοινής εταιρείας από Εκκλησία και Πολιτεία για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, με τις δύο πλευρές να συμμετέχουν με ποσοστό 50% η καθεμία. Η «συνεκμετάλλευση» της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι διακαής πόθος και «στοίχημα» για τον Αρχιεπίσκοπο. Το ζήτημα επανέρχεται με μεγαλύτερη δυναμική από ποτέ, καθώς η Πολιτεία επιθυμεί τη συνεκμετάλλευση για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, ενώ, από την άλλη πλευρά, η Εκκλησία την επιδιώκει σε μια προσπάθεια να στηρίξει τους Έλληνες και το εκτεταμένο φιλανθρωπικό της έργο.

Παρά τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα -να παραπεμφθεί το ζήτημα αυτό σε μια επιτροπή διαλόγου-, η οποία θεωρείται υπαναχώρηση από τα συμφωνηθέντα μεταξύ Αρχιεπισκόπου και Αντώνη Σαμαρά, εκκλησιαστικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι η προσπάθεια θα συνεχιστεί.

«Το μόνο που ζητούμε είναι να μη διακοπούν οι διαδικασίες που είχαν δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, με τη δημιουργία μιας εταιρείας στην οποία συμμετέχουν ισότιμα Εκκλησία και κράτος για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και για την ισότιμη διανομή των εσόδων που θα προκύψουν στα δύο μέρη», φέρεται να είπε ο Αρχιεπίσκοπος, υπενθυμίζοντας στον πρωθυπουργό ότι και το 1952 η Εκκλησία είχε παραχωρήσει 700.000 στρέμματα γης για καλλιέργειες, τα οποία ουδέποτε αποδόθηκαν σε αγρότες. «Συνεπώς, δεν προτείνουμε παραχώρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά συνεκμετάλλευση, με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία, το δημόσιο χρέος και, κυρίως, τον λαό».

 

Η επιστολή του πρωθυπουργού

«Επιτρέψτε μου να σας εκφράσω με την παρούσα τον σεβασμό και τις ευχαριστίες εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως για τις άοκνες προσπάθειες της Εκκλησίας της Ελλάδας να σταθεί δίπλα στους συνανθρώπους μας που αντιμετωπίζουν ισχυρές δυσκολίες, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, αλλά και ειδικότερα δίπλα στους πρόσφυγες και μετανάστες που έρχονται στη πατρίδα μας. Η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδας στις κρίσιμες αυτές στιγμές για τη χώρα και το όνομα του Ανθρώπου είναι αδιαμφισβήτητα αξιέπαινη.

Η αρωγή που η κορυφή της, μα και μεμονωμένοι ιερείς προσφέρουν στους δοκιμαζόμενους από την οικονομική κρίση συμπολίτες μας και στους πρόσφυγες συνανθρώπους μας, δεν μπορεί παρά να εκτιμάται υψηλά.

Συνιστά, δε, συνέχεια του προσωπικού παραδείγματος ιερέων, που στο διάβα της Ιστορίας στάθηκαν αρωγοί των μεγάλων αγώνων του λαού μας, καθώς και τούτη την ώρα ο λαός μας δίνει έναν μεγάλο αγώνα με αξιοπρέπεια και υπομονή για την έξοδο από την κρίση. Αναδεικνύοντας όμως παράλληλα, παρά τις δυσκολίες, το ανθρώπινο πρόσωπο της αλληλεγγύης στον συνάνθρωπο, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτισμικής μας ταυτότητας. Μια ταυτότητα που σφυρηλατήθηκε σε δύσκολες περιόδους και στιγμές, ίσως πολύ δυσκολότερες από τη σημερινή. Όμως, πάντοτε με πίστη στις δυνάμεις μας, αλλά και στις πνευματικές μας αξίες, καταφέραμε να υπερβούμε τις δυσκολίες.

Το ίδιο πιστεύω βαθιά ότι μπορούμε και τώρα. Φτάνει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού την ενότητα του λαού μας και την πίστη στις δυνάμεις του.

Για την επίτευξη αυτού του κοινού -πιστεύω βαθιά- στόχου, η ειλικρινής συνεργασία, καθώς και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας αποτελεί θετική προϋπόθεση και καταλύτη.

Σε αυτό το πνεύμα, άλλωστε, της ειλικρίνειας και του σεβασμού, κινήθηκα ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων μου. Σε αυτό το πνεύμα σάς απαντώ με την παρούσα και στην από 3ης Μαρτίου επιστολή σας αναφορικά με το ζήτημα της επίσκεψης ιερέων στα σχολεία της ελληνικής επικράτειας.

Θέλω λοιπόν να σας διαβεβαιώσω ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πατρίδας μας ήταν και θα είναι πάντοτε ανοιχτά εις τους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ελλάδας.

Δεν μπορούμε, όμως, ταυτόχρονα να παραγνωρίσουμε ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και ιδίως τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, λειτουργούν στο πλαίσιο των κανονιστικών διατάξεων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που έχει την ευθύνη και την υποχρέωση για την εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων.

Η επιτέλεση αυτής της υποχρέωσης δεν συνίσταται στον αποκλεισμό επίσημων φορέων και θεσμικών εκπροσώπων από τη δυνατότητα να επισκέπτονται τα σχολεία, αλλά στη ρύθμιση της διαδικασίας διά της οποίας η κάθε επίσκεψη θα συντελείται, κατά τον τρόπο που επιβάλλεται ήδη εκ του νόμου, καθώς και από τη γενικότερη αποστολή του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η υπάρχουσα για διάστημα πλέον της μίας δεκαετίας σχετική εγκύκλιος ορίζει άλλωστε έναν συγκεκριμένο τύπο απαιτουμένων ενεργειών για την πραγματοποίηση παρόμοιων επισκέψεων.

Και, ως δύναμαι να γνωρίζω, αυτονοήτως η εν λόγω εγκύκλιος παρέχει και στην Εκκλησία της Ελλάδας τη δυνατότητα να παρίστανται εκπρόσωποί της στο χώρο των σχολείων, στο πλαίσιο σαφών και λειτουργικών κανόνων και με σεβασμό στο ωρολόγιο πρόγραμμα, σε συνεργασία και σε συνεννόηση πάντοτε με τις αντίστοιχες διευθύνσεις σχολικών μονάδων ή και σε συνεργασία με τις αντίστοιχες σχολικές επιτροπές.

Δεδομένων όλων αυτών και με τη βεβαιότητα ότι και εσείς θα συμφωνείτε στο παραπάνω πλαίσιο που εν συντομία σάς παρουσίασα, θέλω να επαναλάβω τη βαθιά μου πεποίθηση πως δε θα αφήσουμε ασήμαντες αφορμές να διαρρήξουν το πνεύμα καλής διάθεσης και ειλικρινούς συνεργασίας, στη συνέχιση της οποίας προσωπικά προσβλέπω, για το καλό του τόπου και του λαού μας.

Με απεριόριστη εκτίμηση και σεβασμό,

 

Αλέξης Τσίπρας».