Αρχική » Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής: Περί αγάπης

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής: Περί αγάπης

από christina

Ο Αγιος Μάξιμος είναι από εκείνους τους θεολόγους που ξεχώρισαν για τον λόγο τους και για την απλότητα της σκέψης τους, ενώ βοήθησαν τους απλούς πιστούς να κατανοήσουν τον Λόγο του Θεού. Η παρακαταθήκη του «Περί αγάπης» είναι από τα κείμενα που μένουν πάντα επίκαιρα και δεν προκαλούν «φόβο», αλλά έρχονται ως πατρικές συμβουλές να στηρίξουν τις ανθρώπινες σχέσεις και στις μέρες μας.

 

  • Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει να αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.
     
  • Την αγάπη τη γεννά η απάθεια. Την απάθεια τη γεννά η ελπίδα στον Θεό. Την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια. Την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού. Τον φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.
     
  • Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο φοβάται την Κόλαση. Κι εκείνος που φοβάται την Κόλαση εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος που εγκρατεύεται από τα πάθη υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος που υπομένει όσα θλίβουν θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στον Θεό απομακρύνει τον νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό.
     
  • Εκείνος που αγαπά τον Θεό, πάνω από όλα τα κτίσματά Του προτιμά τη γνώση Του και αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.
     
  • Αν όλα τα όντα έγιναν από τον Θεό και για τον Θεό και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος που εγκαταλείπει τον Θεό και στρέφεται στα χειρότερα φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από τον Θεό.
     
  • Εκείνος που έχει προσηλωμένο τον νου του στην αγάπη του Θεού καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.
     
  • Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από τον Θεό που τον δημιούργησε, αυτός δεν διαφέρει διόλου από αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα.
     
  • Εκείνος που χώρισε τον νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από τον Θεό που τα δημιούργησε.

     

  • Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός που δίνει η πνευματική γνώση κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, ορθά έχει λεχθεί πως δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.
     
  • Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς τον Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θείο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.
     
  • Όλες οι αρετές βοηθούν τον νου για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ’ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς τον Θεό και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.
     
  • Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού. Τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: «Ω εγώ, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος που έχω χείλη ακάθαρτα και ανάμεσα σε λαό που έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ».
     
  • Όποιος αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.
     
  • Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.
     
  • Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς τον Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.
     
  • «Όποιος με αγαπά –λέει ο Κύριος– θα τηρήσει τις εντολές Μου. Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον». Άρα, λοιπόν, εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.
     
  • Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.
     
  • Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα, φθαρτό ή πρόσκαιρο.
     
  • Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς τη θεία ωραιότητα.
     
  • Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του. Αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού.
     
  • Εκείνος που διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά.
     
  • Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.
     
  • Όποιος αγαπά τον Θεό αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα. Τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.
     
  • Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος τον Θεό δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους, κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.
     
  • Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και τη γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του και, παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος όλους τους ανθρώπους τούς αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του και για την καλή του προαίρεση. Τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.
     
  • Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.
     
  • Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.
     
  • Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του, όπως λέει ο Θείος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.
     
  • Όταν σε προσβάλει κανένας ή σε εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τους λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.
  • Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. Με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.
  • Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τον φωτισμό της γνώσεως.
     
  • Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.
     
  • Νους καθαρός είναι ο νους που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.
     
  • Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.
     
  • Πάθος αξιοκατηγόρητο είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.
     
  • Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.
     
  • Εκείνος που απόκτησε τους καρπούς της αγάπης με τον ζήλο του δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι’ αυτό ο Στέφανος, ο μαθητής του Χριστού, και οι όμοιοί του, που προσευχόταν για κείνους που τον φόνευαν και ζητούσε να τους συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια.
     
  • Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα, τότε εκείνος που θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη είναι ξένος από τον Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη.
     

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ