Μονή Αγίων Πάντων

Πρόκειται για γυναικείο μοναστήρι του 1830, που λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Εδώ υπάρχει ένα από τα νεκροταφεία όπου έχουν θαφτεί ιστορικές προσωπικότητες του νησιού. Ξεκινώντας από τον Αγιο Ελευθέριο και ανηφορίζοντας, σε περίπου 1,5 χλμ. θα φθάσουμε, αφού περάσουμε τη δενδροστοιχία με τα κυπαρίσσια, στη Μονή των Αγίων Πάντων, το σημαντικότερο ίσως μοναστήρι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες.
Από το 1803 αναφέρεται η ύπαρξη μικρής εκκλησίας των Αγίων Πάντων στον λόφο πάνω από τον όρμο της Αγίας Μαρίνας. Γύρω απ’ αυτό το εκκλησάκι, η Υδραία στην καταγωγή Σοφρωνία, σύζυγος του Σπετσιώτη πλοιάρχου Β. Γκίνη, ίδρυσε περί το 1830-33 το γυναικείο μοναστήρι που λειτουργεί έκτοτε ανελλιπώς και έγινε η πρώτη ηγουμένη του.
Το 2001 διαπιστώθηκαν στατικά προβλήματα στον τρούλο και στα θεμέλια της παλαιάς εκκλησίας, η οποία κατεδαφίστηκε εξ ολοκλήρου και στη θέση της αναγείρεται νέα, μεγαλύτερη εκκλησία των Αγίων Πάντων.
 

 

Αγιος Νικόλαος

Ενα από τα οικοδομήματα που προσελκύουν το δίχως άλλο την προσοχή των ταξιδιωτών που φτάνουν στις Σπέτσες είναι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, με το εντυπωσιακό βοτσαλωτό προαύλιο, το εξαίρετο καμπαναριό, κατασκευασμένο με τηνιακό μάρμαρο από τηνιακούς τεχνίτες το 1805, και το μνημείο πεσόντων, που πλαισιώνεται από δύο κανόνια των χρόνων της Επανάστασης. Σε χώρο του κτιριακού συγκροτήματος του Αγίου Νικολάου στεγάζεται το Τοπικό Αρχείο Σπετσών, που ιδρύθηκε το 1925 ως Ιστορικό Αρχείο Σπετσών και καλύπτει με το υλικό του την ιστορία του νησιού από το 1786.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ναός του Αγίου Νικολάου ήταν κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους μοναστήρι, και μάλιστα μετόχι της τότε μητρόπολης των Σπετσών, της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Καστέλι. Ο Αγιος Νικόλαος έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον επαναστατικό αγώνα των Σπετσιωτών το 1821, καθώς εδώ είχαν συγκεντρωθεί, το βράδυ της 2ας Απριλίου, λίγες ημέρες μετά την έναρξη του επαναστατικού αγώνα στον Μοριά οι πρόκριτοι και οι ιερείς του νησιού, αλλά και πολλοί κάτοικοι.

Οι εξεγερμένοι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη απευθύνει αγωνιώδεις εκκλήσεις προς τους προκρίτους και καραβοκύρηδες των Σπετσών και της Υδρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης υποστήριξής τους από τις ισχυρές ναυτικές δυνάμεις των δύο νησιών του Αργοσαρωνικού. Ετσι, ο πρωτάρχοντας των Σπετσών, ο Χατζηγιάννης Μέξης, είχε μεταβεί κιόλας στην Υδρα, προκειμένου να συζητήσει με τους προκρίτους του νησιού το ενδεχόμενο κοινής συμμετοχής τους στον επαναστατικό αγώνα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Οι δύο πλευρές είχαν ξεπεράσει τους αρχικούς δισταγμούς και είχαν αποφασίσει να εξεγερθούν κατά των Τούρκων, απλώς δεν είχαν ορίσει ακόμη συγκεκριμένη ημέρα έναρξης του επαναστατικού αγώνα στα δύο νησιά.

Ωστόσο, οι εξελίξεις στις Σπέτσες ήταν ραγδαίες: τα ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων, 3ης Απριλίου 1821, οι κάτοικοι του νησιού, εν απουσία του Χατζηγιάννη Μέξη και κατόπιν παροτρύνσεως μελών της Φιλικής Εταιρείας, κατέλαβαν το διοικητήριο και κατέλυσαν την τουρκική εξουσία. Υστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Χατζηγιάννης Μέξης επέστρεψε εσπευσμένα στις Σπέτσες. Στο συμβούλιο των προκρίτων, στο οποίο προήδρευσε ο πρωτάρχοντας του νησιού, αποφασίστηκε ομοφώνως η κήρυξη της Επανάστασης και η συμμετοχή του σπετσιώτικου στόλου σε ναυτικές επιχειρήσεις. Ακολούθως, στον Αγιο Νικόλαο, τον προστάτη του νησιού, τελέστηκε δοξολογία και υψώθηκε η επαναστατική σημαία, ενώ αργότερα, την ίδια ημέρα, συγκροτήθηκε τοπική διοίκηση με επικεφαλής τον Χατζηγιάννη Μέξη.

Εξάλλου, στον ναό του Αγίου Νικολάου των Σπετσών φιλοξενήθηκε επί μία πενταετία, από το 1827 έως το 1832, η σορός του φιλέλληνα πρίγκιπα Παύλου Μαρία Βοναπάρτη (1809-1827), ανιψιού του Μεγάλου Ναπολέοντα, αυτοκράτορα της Γαλλίας. Ο νεαρός φοιτητής-πρίγκιπας έχασε τη ζωή του από αυτοτραυματισμό στα ανοιχτά των Σπετσών, ενόσω προσέφερε τις υπηρεσίες του στο επαναστατημένο ελληνικό έθνος υπό τις διαταγές του λόρδου Κόχραν, αρχηγού του ελληνικού στόλου το 1827. Το σώμα του νεκρού μεταφέρθηκε στις Σπέτσες και τοποθετήθηκε μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο ρούμι, στον ναό του Αγίου Νικολάου. Τελικά, το 1832 η σορός του Γάλλου πρίγκιπα ενταφιάστηκε στη Σφακτηρία της Πύλου, κοντά στα μνημεία Ελλήνων και φιλελλήνων πεσόντων.

 

Οι Σπέτσες

Οι Σπέτσες είναι ένα από τα πλέον ιστορικά νησιά κοντά στην Αργολική χερσόνησο, δεξιά της εισόδου του Αργολικού κόλπου, σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά. Τις Σπέτσες απαρτίζουν τρεις ακόμη νησίδες: η Σπετσοπούλα, ο Αγιος Ιωάννης και το Μικρό Μπούρμπουλο.

Οι Σπετσιώτες έλαβαν μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο με τα Ορλωφικά (1770) και υπέστησαν μεγάλες διώξεις από τους Τούρκους. Οι Σπετσιώτες τότε διέφυγαν στις απέναντι περιοχές της Πελοποννήσου, μέχρι το 1774 που πήραν αμνηστία από τους Τούρκους, επέστρεψαν στο νησί τους και κατοίκησαν στην παραλία όπου έκτισαν τη σημερινή πόλη. Ωστόσο οι κάτοικοι των Σπετσών και το 1790 έσπευσαν να βοηθήσουν το κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη. Μετά όμως την αποτυχία του κινήματος και την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου μεταξύ της Μεγάλης Αικατερίνης και των Οθωμανών, οι Σπέτσες, όπως και άλλες περιοχές της Ελλάδας, υπέστησαν νέες καταστροφές.

Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα σπετσιώτικα πληρώματα αποκαλούνταν «Τζαμουτζαλήδες», έναντι των υδραίικων που αποκαλούνταν «Σουλουτζαλήδες», και ήταν λίαν περιζήτητα ακόμη και από τους Οθωμανούς στόλαρχους, όπως και από τον Καρά Αλή.

Την περίοδο 1821-1832, οι Σπέτσες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση. Μαζί με την Υδρα και τα Ψαρά, ήταν από τα πρώτα νησιά που επαναστάτησαν, με ενεργό συμμετοχή στον αγώνα έναντι των Τούρκων. Ο σπετσιώτικος στόλος, αποτελούμενος από εμπορικά πλοία, πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, όπως της Αρμάτας, καθώς και σε ξακουστούς αποκλεισμούς οχυρών, όπως του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους ηρωικά ονόματα, όπως οι Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Ανδρέας Μιαούλης, Χατζηγιάννης Μέξης και Κοσμάς Μπαρμπάτσης, τα οποία σήμερα κατέχουν πρωταγωνιστική θέση στην Ελληνική Ιστορία.

Το 1822 ο τουρκικός στόλος κατευθύνεται προς τον Αργολικό κόλπο, με τελικό προορισμό το Ναύπλιο, σε μια ύστατη προσπάθεια ανεφοδιασμού του οχυρού. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο στόλος εμφανίζεται ανατολικά των Σπετσών, μεταξύ Σπετσοπούλας και Τρικερίου, και ο τρινήσιος στόλος Σπετσών, Υδρας και Ψαρών, υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, κινείται προς αντιμετώπιση των Τούρκων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Χατζηανάργυρο, στη ναυμαχία που ακολούθησε μεταξύ των δύο στόλων, πήραν μέρος «140 και πλέον» πλοία. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ο οποίος καταφέρνει να εισέλθει στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού και να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα. Η ηρωική αυτή πράξη του Σπετσιώτη ναυτικού είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του τουρκικού στόλου από τον Αργολικό κόλπο. Σε ανάμνηση του γεγονότος, οι Σπετσιώτες έκτισαν την εκκλησία της Παναγίας της Αρμάτας στην περιοχή του Φάρου των Σπετσών.

Σήμερα το νησί των Σπετσών, στις αρχές Σεπτεμβρίου, γιορτάζει το ιστορικό αυτό γεγονός με το φεστιβάλ της Αρμάτας. Το μεγάλο αυτό φεστιβάλ, που διαρκεί μία εβδομάδα, περιλαμβάνει θεατρικές παραστάσεις, πολιτιστικές εκθέσεις, μουσικές παραστάσεις και κλιμακώνεται με την αναπαράσταση της ναυμαχίας των Σπετσών, στο λιμάνι του νησιού.