Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Η πρόσφατη επίθεση τζιχαντιστών στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά δυστυχώς δεν αποτέλεσε έκπληξη, τουλάχιστον για όσους παρακολουθούν τη θρησκευτική ένταση στην Αίγυπτο, αλλά και ευρύτερα στη Μ. Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ένταση που έχει στοχεύσει (όχι βέβαια αποκλειστικά) και το χριστιανικό στοιχείο της περιοχής.

Συγκεκριμένα, την Τρίτη του Πάσχα, ένοπλοι άνοιξαν πυρ κατά αστυνομικού φυλακίου που βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα από το μοναστήρι, ενώ στην ανταλλαγή πυρών που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας αστυνομικός, τραυματίστηκαν τέσσερις, ενώ αναφέρεται πως ένας νεκρός υπήρξε και μεταξύ των επιτιθέμενων μετά από καταδίωξή τους. Λίγες ώρες αργότερα, το «Ισλαμικό Κράτος» ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση.

Μια τέτοια ενέργεια κατά του ελληνορθόδοξου στοιχείου της Αιγύπτου ήταν μάλλον αναμενόμενο πως θα συμβεί, με τον ίδιο τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρο Β’ να τονίζει πως «μας ανησυχεί πότε η τρομοκρατία θα χτυπήσει τη δική μας πόρτα... Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το αύριο». Κι αυτό καθώς στη χώρα δρα πλέον ένας ισχυρός, όπως φαίνεται, πυρήνας του «Ισλαμικού Κράτους» (ISIS), έχοντας πριν από ελάχιστες ημέρες -την Κυριακή των Βαΐων- επιτεθεί με βομβιστές αυτοκτονίας σε δύο εκκλησίες των Κοπτών, με αποτέλεσμα 47 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Ενώ στις 11 Δεκεμβρίου 2016, άλλη βομβιστική ενέργεια σε παρεκκλήσι δίπλα στον καθεδρικό ναό των Κοπτών στο Κάιρο κατέληξε με 29 νεκρούς. Όσο για τη Χερσόνησο του Σινά, στο νότιο τμήμα της υπάρχει έντονη δραστηριότητα του «Ισλαμικού Κράτους», με πολλά χτυπήματα κατά των αιγυπτιακών δυνάμεων ασφαλείας να έχουν σημειωθεί εκεί τα τελευταία χρόνια.

 

Η βία κατά των Κοπτών

Η μεγαλύτερη κοινότητα Χριστιανών στον αραβικό κόσμο, οι Κόπτες, ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια στην Αίγυπτο (υπολογίζεται γύρω στο 8% με 10% του πληθυσμού), ενώ μεγάλες κοινότητές τους υπάρχουν στις γειτονικές χώρες Σουδάν και Λιβύη (500.000 και 60.000 άτομα αντίστοιχα).

Μονοφυσιτικής ομολογίας, η Κοπτική Εκκλησία αποκόπηκε από το σώμα της Ορθοδοξίας μετά την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451, ακολουθώντας στη σύγχρονη εξέλιξή της την περίπλοκη ιστορία της Αιγύπτου. Εδώ, κρίσιμη για το μέλλον των Κοπτών ήταν η άνοδος του αραβικού εθνικισμού, που το 1952 έφερε στην εξουσία της Αιγύπτου τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, με τον τελευταίο να εκφράζει ένα παναραβικό αίτημα χειραφέτησης και απεξάρτησης από τη δυτική αποικιοκρατία, κάτι που ειδικά για τους Κόπτες σήμανε την έναρξη μιας πολύχρονης περιθωριοποίησής τους, η οποία θα έπαιρνε κατά καιρούς έντονες διαστάσεις.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η Αίγυπτος έχει ειδικό βάρος στη δημιουργία του κινήματος του παναραβισμού, αλλά και της ισλαμικής ριζοσπαστικοποίησης (δύο διαφορετικές ατζέντες, που όμως επικαλύπτονται). Έτσι, στη χώρα είχαμε από τη δεκαετία του ’20 την εμφάνιση του κινήματος των «Αδελφών Μουσουλμάνων», μιας οργάνωσης με επίκεντρο την ισλαμική θρησκεία, την ένωση των Αράβων και το πνεύμα αλληλοβοήθειας, η οποία γρήγορα πέρασε στην παρανομία με βομβιστικές ενέργειες, έχοντας έως το 1950 διαδοθεί σε όλο τον αραβικό κόσμο.

Την «Αδελφότητα» καταδίωξε με μαζικές φυλακίσεις και εκτελέσεις ο Νάσερ μετά από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, ενώ αυτή επέστρεψε στη νομιμότητα επί Ανουάρ Σαντάτ, διαδόχου του Νάσερ. Κατά καιρούς όμως ξεσπούσαν νέοι γύροι διώξεων εναντίον της. Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, ο Σαντάτ χρησιμοποίησε την «Αδελφότητα» ως ένα μέσο πίεσης τόσο των Κοπτών της Αιγύπτου όσο και διαφόρων αριστερών οργανώσεων, υποχρεώνοντάς τις να παραμένουν υποταγμένες στην προσωποκεντρική εξουσία του.

Έτσι οι Κόπτες είχαν να αντιμετωπίσουν και μια κεκαλυμμένη καταπίεση από το κράτος, π.χ. με περιορισμούς στην ανέγερση εκκλησιών, αποκλεισμό από δημόσιες υπηρεσίες και υποεκπροσώπηση σε διάφορα θεσμικά όργανα, αλλά και με μια σειρά από αντιχριστιανικές εξάρσεις σε τοπικό επίπεδο, που αρκετές φορές είχαν αιματηρή κατάληξη, όπως π.χ. οι διαδηλώσεις ισλαμιστών στη γειτονιά Zawiya al-Hamra του Καΐρου το 1981, με πάνω από 80 Κόπτες νεκρούς και μεγάλες λεηλασίες σε σπίτια και καταστήματά τους. Οι περιοδικές ταραχές ξεσπούσαν βέβαια και από τοπικές προστριβές, φυλετικές διαφορές, υποψίες και φήμες για φαινόμενα αλλαγής πίστης, ακόμη και σε περιπτώσεις μικτών γάμων ή σχέσεων που προκαλούσαν την οργή των φανατικών.

Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε επί Χόσνι Μουμπάρακ (που ανέλαβε την προεδρία της Αιγύπτου μετά τη δολοφονία του Σαντάτ από εξτρεμιστές ισλαμιστές το 1981), αλλά η μεγάλη αλλαγή ήρθε την Πρωτοχρονιά του 2011, με βομβιστική επίθεση σε κοπτική εκκλησία στην Αλεξάνδρεια να αφήνει πίσω της 23 νεκρούς και 87 τραυματίες. Η επίθεση αποδόθηκε στην «Αλ Κάιντα» και προκάλεσε εκτεταμένες διαδηλώσεις των Κοπτών, που κατηγορούσαν το κράτος πως και δεν τους προστατεύει αλλά και καλύπτει τους βομβιστές. Οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» επίσης καταδίκασαν την επίθεση και η όλη ένταση συνέτεινε στο γενικότερο ξέσπασμα τις επόμενες ημέρες της «Αραβικής Άνοιξης» της Αιγύπτου, που έναν μήνα μετά έφερε την πτώση του Μουμπάρακ.

Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων της «Αραβικής Άνοιξης», που είχαν εκατοντάδες νεκρούς, παρατηρήθηκαν και ελπιδοφόρες σκηνές αλληλοβοήθειας και συνεννόησης μεταξύ Χριστιανών και μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, κάτι όμως που δυστυχώς δεν κράτησε πολύ, καθώς εντός του 2011 νέες ταραχές κατέληξαν σε δεκάδες φόνους Κοπτών, με πιο αιματηρό επεισόδιο εκείνο του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, όταν δεκάδες Κόπτες σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας στο Κάιρο κατά τη διάρκεια διαδήλωσής τους για την κατεδάφιση μιας εκκλησίας τους.

Αν και τις έκτακτες εκλογές του 2011 κέρδισαν οι «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», με τον Μοχάμεντ Μόρσι να αναλαμβάνει την προεδρία, στη χώρα δεν υπήρξε ειρήνευση. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2013, μετά από νέο κύκλο ταραχών, ο Μόρσι ανατράπηκε από τον αιγυπτιακό Στρατό, για να αναλάβει ο σημερινός πρόεδρος, στρατηγός Αλ Σίσι.

Προς το παρόν οι σχέσεις της Κοπτικής Εκκλησίας με τη νέα εξουσία παραμένουν καλές, καθώς οι Χριστιανοί στήριξαν την ανατροπή του Μόρσι, οι θρησκευτικές εντάσεις όμως σε επίπεδο μαζών δεν έχουν υποχωρήσει. Το ανησυχητικό είναι πως στη δύσκολη εξίσωση της συμβίωσης Αιγύπτιων χριστιανών και μουσουλμάνων έχουν τώρα προστεθεί και νέοι, «εξωγενείς», παράγοντες όξυνσης, αυτοί δηλαδή της «Αλ Κάιντα», του ISIS και άλλων εξτρεμιστών, που έχουν κηρύξει τον πόλεμο και κατά του χριστιανικού στοιχείου -όλων των ομολογιών- στη Βόρεια Αφρική και τη Μ. Ανατολή. Έναν πόλεμο που, όπως είδαμε με τις τελευταίες επιθέσεις, εξελίσσεται ταχύτατα, προκαλώντας ανησυχία στους μουσουλμάνους της Αιγύπτου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως τις πρόσφατες βομβιστικές ενέργειες κατά των Κοπτών καταδίκασε και ο μεγάλος ιμάμης της Αιγύπτου, Ahmed el-Tayeb, καθώς -όσο κι αν ακουστεί αντιφατικό μετά τις περιγραφές θρησκευτικής βίας που αναφέραμε- η Αίγυπτος παραμένει μια σχετικά μετριοπαθής μουσουλμανική χώρα, ενώ αποτελεί κέντρο θεολογικής παιδείας για το σουνιτικό Ισλάμ, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τον περίγυρό της.

Έτσι, αν και οι τριβές μεταξύ μουσουλμάνων και Χριστιανών παραμένουν, ο εξωφρενικός εξτρεμισμός του ISIS και των παραφυάδων του είναι επικίνδυνος για κάθε πλευρά, μιας και στοχεύει στην ανάδειξη μιας ιδιαίτερα πολεμοχαρούς και δυστοπικής εκδοχής του Ισλάμ, που τρομάζει την πλειονότητα των Αιγυπτίων. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις εξελίξεις, όμως συνεχίζονται οι προσπάθειες για αναβίωση του διαθρησκευτικού διαλόγου στη χώρα.

 

Η ελληνική παροικία της Αιγύπτου

Η ιστορία των Ελλήνων στην Αίγυπτο συνδέεται άμεσα με την πολιτική και οικονομική ιστορία της χώρας. Η ελληνική παροικία, που συγκροτείται κάπου στα μέσα του 18ου αιώνα και σταδιακά αυξάνεται αριθμητικά, πετυχαίνει προς τα τέλη του 19ου αιώνα να ελέγχει μεγάλο μέρος της εγχώριας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής. Οι Αιγυπτιώτες Έλληνες είναι ένα κλασικό δείγμα της δυναμικής των ελληνικών παροικιών της εποχής, καθώς φέρνουν στη χώρα την εκβιομηχάνιση, αλλά και γενικότερα τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό, ενώ αυτοοργανώνονται σε μια ισχυρή κοινότητα με πλούσια πολιτιστική και κοινωνική προσφορά και επίκεντρο την Αλεξάνδρεια, αποδίδοντας μεγάλους ευεργέτες και ενισχύοντας σημαντικά όλους τους εθνικούς αγώνες, από την Επανάσταση του ’21 έως και τον Β’ Παγκόσμιο.

 Η κοινότητα ανθεί και υπό την αγγλική κατοχή, που κρατά έως το 1922 (τυπικά, καθώς η αγγλική επιρροή συνεχίστηκε για δεκαετίες), αλλά πλέον αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό τόσο της εγχώριας αστικής τάξης, η οποία αρχίζει να αναπτύσσεται, όσο και την είσοδο αγγλικών και ιταλικών κεφαλαίων. Το κρίσιμο όμως σημείο είναι η εθνικιστική εξέγερση του 1952, που φέρνει στην εξουσία τον Νάσερ, με κεντρικό σύνθημα «Η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους». Ο Νάσερ ξεκινά ένα κύμα εθνικοποίησης περιουσιών ξένων υπηκόων, όπως και θέσπιση μέτρων που δυσκολεύουν την οικονομική δραστηριότητα της παροικίας, καθώς την αποκλείουν από σημαντικούς τομείς του εμπορίου και της βιομηχανίας. Έτσι, η κοινότητα, που κάποια στιγμή είχε προσεγγίσει τις 200.000 άτομα, αρχίζει να φθίνει και μάλιστα με ραγδαίο ρυθμό, καθώς οι Έλληνες εγκαταλείπουν την Αίγυπτο, είτε προς την Ελλάδα είτε προς άλλες, αγγλόφωνες κυρίως, χώρες. Το αποτέλεσμα είναι μέσα σε λίγα χρόνια να έχουν απομείνει ελάχιστοι (εκτιμώνται σήμερα σε περίπου 5.000), οι οποίοι όμως διατηρούν άσβεστο το ελληνικό πνεύμα και τη θρησκεία τους στη μεγάλη αυτή αραβική χώρα. Μια απομείωση όμως που θα τους αποσύρει και από το προσκήνιο των θρησκευτικών εντάσεων στο εσωτερικό της Αιγύπτου, που, όπως είδαμε, επιβάρυναν κυρίως τους Κόπτες, με τους οποίους το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας διατηρεί καλές σχέσεις, καθώς και οι δύο κοινότητες βρίσκονται υπό απειλή, που εντείνεται τα τελευταία χρόνια.