Αρχική » Τουρκία, Ελλάδα, Αλβανία: τι καταγράφουν οι ΗΠΑ για τις θρησκευτικές ελευθερίες

Τουρκία, Ελλάδα, Αλβανία: τι καταγράφουν οι ΗΠΑ για τις θρησκευτικές ελευθερίες

από kivotos

Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Αμερικανικές πιέσεις προς την Τουρκία για άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης! Αυτό είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον νέο που αποκαλύφθηκε από τη δημοσιοποίηση της φετινής έκθεσης του State Department (αφορά τα γεγονότα του 2016) για τις θρησκευτικές ελευθερίες σε όλο τον κόσμο. Αν και η ετήσια αυτή έκθεση γράφεται από τους ειδικούς του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών με μια λογική «αφ’ υψηλού» εποπτείας, αγνοώντας πολλές φορές τοπικές ευαισθησίες και πολιτικοκοινωνικές αναστολές, περιέχει πολύτιμα στοιχεία για το διεθνές σκηνικό της θρησκευτικής έκφρασης, που όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφορούν ιδιαίτερα και τη χώρα μας.

 

Τουρκία, στον απόηχο του πραξικοπήματος

Ξεκινώντας λοιπόν από το κεφάλαιο για την Τουρκία, η αμερικανική έκθεση διαπιστώνει πως και το 2016 στη γειτονική χώρα η θρησκευτική καταπίεση συνεχίζεται και μάλιστα εις βάρος και μουσουλμάνων! Ετσι οι Αλεβίτες που αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού αντιμετωπίζουν διακρίσεις, με το κράτος να μην αναγνωρίζει τους ευκτήριους οίκους τους και να παρεμποδίζει τη λειτουργία αλεβίτικων Μέσων Ενημέρωσης, φθάνοντας ακόμη και στο κλείσιμό τους, όπως των Yol TV και TV10, με κατηγορίες περί «διασποράς προπαγάνδας και στήριξης τρομοκρατών». Το μεγάλο γεγονός βέβαια πέρυσι ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος το καλοκαίρι, που έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση Ερντογάν να εξαπολύσει μια καταδίωξη των οπαδών του κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, με μαζικές φυλακίσεις, απολύσεις από δημόσιες υπηρεσίες και κλείσιμο ΜΜΕ. Σύμφωνα με την έκθεση συνελήφθησαν πάνω από 41.000 γκιουλενιστές, ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι τέθηκαν υπό περιορισμό για κάποιο χρονικό διάστημα.

Σε ό,τι αφορά το Οικουμενικό Πατριαρχείο η έκθεση διαπιστώνει πως και το 2016 συνεχίζονται τα πάγια προβλήματα του: η τουρκική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει την οικουμενική διάστασή του, και επιμένει να το θεωρεί ως εκκλησιαστική αρχή της μικρής ορθόδοξης μειονότητας. Επίσης, μόνο Τούρκοι υπήκοοι μπορεί να γίνουν Οικουμενικοί Πατριάρχες, ενώ διατηρείται η έμμεση διαχείριση της πατριαρχικής περιουσίας από διοικητικά συμβούλια και όχι απευθείας, καθώς δεν αναγνωρίζεται ειδικό νομικό καθεστώς στο Φανάρι. Ακόμη, άλυτο παραμένει σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα της απαλλοτριωμένης περιουσίας της ελληνορθόδοξης κοινότητας (όπως και πολλών άλλων χριστιανικών κοινοτήτων) που δεν έχει επιστραφεί.

Έμφαση δίνεται στην έκθεση, στο ότι διάφορες ισλαμικές και εθνικιστικές ομάδες εξακολουθούν να πιέζουν για τη μετατροπή μνημειακών χριστιανικών εκκλησιών –ανάμεσά τους και η Αγιά Σοφιά– σε τζαμιά. Η έκθεση εντοπίζει πως η συγκεκριμένη καμπάνια των φανατικών εντάθηκε μετά τη λειτουργία του ιερού ναού Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα ως τζαμιού το 2013, ενώ για πάνω από 50 χρόνια ήταν μουσείο. Αναφορά γίνεται και στην πρωινή μουσουλμανική προσευχή που οργανώθηκε στις 28 Μαΐου έξω από την Αγιά Σοφιά στην Πόλη, από την οργάνωση «Ένωση Νέων της Ανατολίας», στο πλαίσιο του εορτασμού της 563ης επετείου της Άλωσης. Την περασμένη χρονιά μάλιστα, η πίεση στην Αγιά Σοφιά είχε και «κυβερνητικό άρωμα», καθώς το κρατικό θρησκευτικό τηλεοπτικό κανάλι Diyanet TV μετέδωσε την ανάγνωση του Κορανίου μέσα από τον ναό κατά τη διάρκεια του Ραμαζανίου, ενώ, τον Οκτώβριο διορίσθηκε ένας μόνιμος ιμάμης στο Hunkar Kasri – ένα ισλαμικό κτίσμα στον περίβολο της Αγιάς Σοφιάς. Το αποτέλεσμα ήταν να διεξάγονται και οι 5 ημερήσιες ισλαμικές προσευχές δίπλα στο μνημείο της χριστιανοσύνης και του παγκόσμιου πολιτισμού, ενώ μέχρι τώρα γίνονταν δύο.

Άλλα περιστατικά προκλήσεων που καταγράφονται από τους μεθοδικούς Αμερικανούς είναι η απόπειρα διαφόρων τουρκικών Μέσων Ενημέρωσης να συσχετίσουν την απόπειρα πραξικοπήματος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (αλλά και με το εβραϊκό στοιχείο), η ρίψη φυλλαδίων τον Νοέμβριο στη συνοικία του Φαναρίου με κατηγορίες κατά του Πατριαρχείου, ότι αγοράζει με ξένη χρηματοδότηση ακίνητη περιουσία στη συνοικία για να τη μετατρέψει σε «δυτικού τύπου καταστήματα», κάτι που το Πατριαρχείο έχει διαψεύσει, όπως και μια σειρά μικροβανδαλισμών ιερών ναών (όλων των δογμάτων).

Από πλευράς αμερικανικής κυβέρνησης η έκθεση αναφέρει πως υπήρξαν πολλές συναντήσεις Αμερικανών αξιωματούχων με εκπροσώπους του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων και της Διεύθυνσης Ιστορικών Μνημείων (στην οποία υπάγονται τα χριστιανικά μνημεία), με πιέσεις για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα προωθούν τη θρησκευτική ελευθερία (σημειώνεται η μεγάλη και τελικά απαγορευτική γραφειοκρατία σε ό,τι αφορά τη λειτουργία θρησκευτικών κοινοτήτων και δομών εκτός των σουνιτικών), για επίλυση του ζητήματος της περιουσίας των διαφόρων Εκκλησιών και θρησκειών, ενώ «συζητήθηκαν και συγκεκριμένες περιπτώσεις θρησκευτικών διακρίσεων». Μάλιστα, τόσο ο Αμερικανός πρέσβης όσο και ο πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη επέμεναν για την ιστορική σημασία της Αγιάς Σοφιάς και τον ιδιαίτερο συμβολισμό της ως μνημείου «ειρηνικής συνύπαρξης και εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των θρησκειών».

Παράλληλα, σε συναντήσεις στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, όπως και ο αναπληρωτής υπουργός, μίλησαν σε Τούρκους αξιωματούχους «παροτρύνοντάς τους στο να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή της Χάλκης», κάτι που έκανε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα. Πιέσεις βέβαια που δεν έχουν αποδώσει, ενώ σημειώνεται πως μέσα στο 2016 η Διεύθυνση Δασών της Κωνσταντινούπολης προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, ζητώντας την ακύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας δύο εκτάσεων που είχαν επιστραφεί στο Πατριαρχείο το 2012, με την μια να είναι ο λόφος που πάνω του είναι χτισμένη η Σχολή της Χάλκης!

Συνολικά είναι φανερό πως η αμερικανική κυβέρνηση παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την υπόθεση των θρησκευτικών ελευθεριών στην Τουρκία, καταγράφοντας πέρα από την κρατική δράση και το σχετικό κλίμα που επικρατεί στη κοινωνία, όπως και στα social media. Ακόμη ασχολείται με την καταπίεση των χριστιανικών δογμάτων (με αναφορές στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν π.χ. και Αρμένιοι και Σύροι Ορθόδοξοι, αλλά και Προτεστάντες), ενώ εστιάζει στο πρόσφατο κύμα αντισημιτικών δηλώσεων και δράσεων που έχει εμφανιστεί. Μάλιστα η έκθεση αναφέρει πως αρκετά συμβάντα οφείλονται σε δράση φανατικών ισλαμιστών, αλλά και το τουρκικό κράτος δείχνει ξεκάθαρα την ισλαμική στροφή του, επιδοτώντας και πολλαπλασιάζοντας τα θρησκευτικά σχολεία (τα imam hatip), ενώ πάνω από 1.000 ιδιωτικά σχολεία έκλεισαν, ως συνδεόμενα με τις διδασκαλίες του Γκιουλέν.

Γίνεται έτσι φανερό από την έκθεση, πως συντηρείται ένα κλίμα αμερικανικής διπλωματικής πίεσης προς την Τουρκία για ζητήματα θρησκευτικών ελευθεριών, τόσο για ειδικές περιπτώσεις όσο και για γενικότερες μεταρρυθμίσεις. Μια κατάσταση δηλαδή που σίγουρα δεν αφήνει την Τουρκία να εφησυχάσει και ίσως σε κάποιο βαθμό μπορεί να δικαιολογήσει και τη σταδιακή εκτράχυνση των σχέσεων ΗΠΑ και «ερντογανικής» Τουρκίας, η οποία συνεχώς διολισθαίνει προς τον ισλαμισμό.

 

Η περίπτωση της Αλβανίας

Σε 7% του συνόλου του πληθυσμού υπολογίζει η αμερικανική κυβέρνηση το πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της χώρας, αν και η ίδια η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αλβανίας, όπως και άλλες χριστιανικές ομολογίες, διαμαρτύρονται πως η επίσημη απογραφή του 2011 υποβαθμίζει τους πραγματικούς αριθμούς των πιστών τους. Συνολικά πάντως η αμερικανική έκθεση δεν εντοπίζει κρίσιμα θέματα θρησκευτικής δίωξης στην Αλβανία, αναφέρει όμως το περιστατικό με την κατεδάφιση μιας ορθόδοξης εκκλησίας στις Δρυμάδες, το οποίο προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επίσης καταγράφεται πως διάφοροι Αλβανοί πολιτικοί επικρίνουν δημόσια τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο για τις σχέσεις που –υποτίθεται – ότι έχει με την ελληνική κυβέρνηση. Άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα του 2016 ήταν η νομιμοποίηση 137 τζαμιών, η αδρανοποίηση του διαθρησκειακού συμβουλίου της χώρας που δεν συνεδρίασε καθόλου, και η καθυστέρηση στην επιστροφή των περιουσιών των θρησκευτικών κοινοτήτων, περιουσιών που είχαν δημευθεί επί κομμουνιστικού καθεστώτος.

 

Η ελληνική εικόνα

Η έκθεση του State Department σε ό,τι αφορά τη χώρα μας καταγράφει μια γενικά τυπική εικόνα θρησκευτικής ανεκτικότητας. Την ίδια στιγμή όμως περιγράφονται οι σχετικές νομικές και κανονιστικές εξελίξεις, μια σειρά από τοπικά γεγονότα με θρησκευτικό υπόβαθρο, όπως και διάφορες διαμαρτυρίες θρησκευτικών κοινοτήτων. Για παράδειγμα, υπάρχουν αναφορές σε διαδηλώσεις της Χρυσής Αυγής κατά μουσουλμάνων, όπως και διάφορες εμπρηστικές δηλώσεις βουλευτών του ίδιου κόμματος, οι ενστάσεις μουσουλμανικών κοινοτήτων για τις καθυστερήσεις στην ανέγερση τζαμιού και στη δημιουργία ισλαμικού νεκροταφείου στην περιοχή των Αθηνών, όπως και για το σύστημα διορισμού μουφτήδων στη Θράκη. Την ίδια στιγμή καταγράφεται και η διαμαρτυρία της Εκκλησίας της Ελλάδος για την κρατική γραφειοκρατία που την εμποδίζει να διαχειριστεί πολλά ακίνητά της, όπως και οι εκκλησιαστικές ενστάσεις για την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας που περιόριζε την επίσκεψη Ιεραρχών στα σχολεία, αλλά και για τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών. Καταγράφεται ακόμη η παροχή αδειών για ευκτήριους οίκους σε διάφορες θρησκευτικές ομάδες, η απόδοση τιμών σε θύματα του Ολοκαυτώματος, κ.ά.

Η έκθεση είναι ιδιαίτερα αναλυτική περιλαμβάνοντας και τα συμβάντα βανδαλισμού κατά θρησκευτικών χώρων, είτε ορθόδοξων (όπως π.χ. η ρίψη μολότοφ στη Μονή Πετράκη) είτε εβραϊκών και μουσουλμανικών. Και βέβαια αναφέρεται και η δράση του αμερικανικού διπλωματικού προσωπικού, το οποίο συναντάται τακτικά με θρησκευτικούς ηγέτες της χώρας, εκπροσώπους θρησκευτικών κοινοτήτων, με τον υπουργό Παιδείας, διάφορες ΜΚΟ και οργανώσεις, οργανώνοντας μάλιστα και σεμινάρια και συναντήσεις που προωθούν τον διαθρησκειακό και διαπολιτισμικό διάλογο. Αν μη τι άλλο, και εδώ γίνεται φανερό πως η αμερικανική εξωτερική πολιτική διατηρεί την έντονη δραστηριότητά της στη χώρα μας, με συστηματική καταγραφή και των θρησκευτικών εξελίξεων, που αναγνωρίζονται (όπως είναι λογικό) ως βασικό στοιχείο και των γενικότερων πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ