Του Χρήστου Γ. Κτενά

 

Η πρόσφατη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από την κυβέρνηση Τραμπ, ως επίσημης πρωτεύουσας του Ισραήλ, μπορεί να θεωρηθεί ως το επόμενο μεγάλο βήμα στην πολύχρονη και αδιέξοδη μέχρι σήμερα ιστορία του Μεσανατολικού προβλήματος. Ένα βήμα όμως μάλλον προς την διευθέτηση του ζητήματος υπέρ του Ισραήλ, με σοβαρές συνέπειες για όλους τους άλλους εμπλεκόμενους, ανάμεσα τους και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.

Δυστυχώς, η Ιερουσαλήμ, αναγνωρισμένη ως αγία πόλη και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, έγινε κομβικό σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ Εβραίων και Αράβων, από τις πρώτες μέρες της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Έτσι, αν και το αρχικό πλάνο του ΟΗΕ για την δημιουργία ανεξάρτητου Ισραήλ προέβλεπε ένα ειδικό καθεστώς για την Ιερουσαλήμ ως μια αυτοδιοικούμενη «διεθνή πόλη», ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948 κατέληξε στη διαίρεση της, με το δυτικό τμήμα να ανήκει στο νεοσύστατο Ισραήλ και το ανατολικό (που περιέχει και την παλιά πόλη με τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία) στην Ιορδανία.

Η διαίρεση αυτή κράτησε σχεδόν 20 χρόνια, αλλά το 1967 και στον Πόλεμο των 6 ημερών, το Ισραήλ πέτυχε να καταλάβει την υπόλοιπη πόλη αλλά και την δυτική όχθη του Ιορδάνη. Από τότε έως και σήμερα όλα τα εδαφικά κέρδη του Ισραήλ στον συγκεκριμένο πόλεμο θεωρούνται από την διεθνή κοινότητα ως κατεχόμενα, με αποτέλεσμα και η Ιερουσαλήμ να μην αναγνωρίζεται ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.

 

Η ανατροπή της διεθνούς νομιμότητας

Αν τα παραπάνω ήταν το προβληματικό status quo μέχρι σήμερα, η απόφαση Τραμπ το ανατρέπει πλήρως, δημιουργώντας όμως ένα παγκόσμιας εμβελείας ζήτημα. Συγκεκριμένα, η απόφαση στο όνομα της «αναγνώρισης μιας defacto κατάστασης», υπονομεύει μια σειρά αποφάσεων του ΟΗΕ (δηλαδή τη διεθνή νομολογία) που έχει καταδικάσει το Ισραήλ για την κατοχή εδαφών. Εμφανίζονται έτσι οι ΗΠΑ, η κορυφαία υπερδύναμη στον κόσμο, και έμμεσα ο θεματοφύλακας της διεθνούς νομιμότητας (έναν ρόλο που μεταπολεμικά διεκδικεί η Ουάσιγκτον και τον έχει πολλές φορές επιβάλλει και ένοπλα) να περιφρονούν ακριβώς τις αποφάσεις του ΟΗΕ, που είχαν ψηφίσει ή αποδεχθεί! Για παράδειγμα, η ομόφωνη απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ του 1967 καλούσε το Ισραήλ να αποχωρήσει από τα κατεχόμενα. Στο ίδιο πνεύμα, η 252 του 1968, καλούσε το Ισραήλ να απέχει από δράσεις που «επιχειρούσαν να αλλάξουν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ» ενώ χαρακτήριζε ως άκυρες μια σειρά από απαλλοτριώσεις γης και περιουσίας (σε αυτή την απόφαση οι ΗΠΑ απείχαν, αλλά δεν την μπλόκαραν με χρήση βέτο όπως είχαν δικαίωμα). Χρόνια αργότερα, το 1980, όταν το Ισραήλ θα ανακηρύξει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του (με τη θέσπιση του αποκαλούμενου «βασικού νόμου»), νέα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η 478, χαρακτηρίζει άκυρη την απόφαση του Ισραήλ και ζητά την άμεση απόσυρση της. Και σε αυτή την πολύ κρίσιμη απόφαση οι ΗΠΑ θα απέχουν, αποδεχόμενες ουσιαστικά την εφαρμογή της.

Η καταδίκη όμως από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν σταματά εδώ. Πάντα με την ανοχή των ΗΠΑ (άρα την έμμεση αποδοκιμασία του Ισραήλ από τον ισχυρότερο σύμμαχο του), θα καταγραφούν οι αποφάσεις 672 του 1990, 1073 του 1996, 1322 του 2000 και 1397 του 2002, αλλά και η 2334 του 2016, που αναφέρονται σε διάφορα ζητήματα γύρω από το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, απορρίπτοντας π.χ. την προσπάθεια του Ισραήλ να εποικίσει την περιοχή, καλώντας το να απέχει από προκλητικές ενέργειες, ακόμη και από τη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών!

Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την απόφαση 478 του 1980, Ολλανδία και Κόστα Ρίκα που είχαν τις πρεσβείες τους στην Ιερουσαλήμ, τις απέσυραν, σεβόμενες την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

 

Ο ευτελισμός της Ιορδανίας

Ένα ακόμη ζήτημα με μεγάλες προεκτάσεις που προκαλεί η απόφαση Τραμπ είναι η διεθνής υποβάθμιση της Ιορδανίας. Η τελευταία, ως το ιστορικό χασεμιτικό βασίλειο, είναι ο τοποτηρητής των ιερών μουσουλμανικών και χριστιανικών μνημείων και ιδρυμάτων της Ιερουσαλήμ, συμπεριλαμβανομένου και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Η παράδοση αυτή ξεκίνησε το 1924, όταν Άραβες των Ιεροσολύμων ζήτησαν για την ανακαίνιση των θρησκευτικών μνημείων τους, τη βοήθεια του Χουσεΐν ιμν Αλί, εμίρη της Μέκκας, αργότερα βασιλιά «του αραβικού κράτους», και ιδρυτή της χασεμιτικής δυναστείας που κυβερνά την Ιορδανία.

Το Πατριαρχείο μάλιστα λειτουργεί έως σήμερα με βάση ιορδανική νομοθεσία του 1958, και απαιτείται η (έστω και τυπική) έγκριση του Αμάν για την εκλογή Πατριάρχη. Ακόμη, η υψηλή αυτή προστασία που παρέχει η Ιορδανία στα ιερά της Ιερουσαλήμ, έχει αναγνωριστεί και στη συμφωνία ειρήνευσης που υπογράφηκε το 1994 μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ, ενώ παρόμοια συμφωνία υπέγραψε η Ιορδανία και με την Παλαιστινιακή Αρχή το 2013. Το αποτέλεσμα είναι πως κεντρικό στοιχείο του ιορδανικού κύρους στον ισλαμικό κόσμο, είναι ακριβώς αυτή η ευθύνη διαφύλαξης του τρίτου ιερότερου τόπου του Ισλάμ, που περιλαμβάνει το Τέμενος Αλ-Ακσά και το Θόλο του Βράχου, στην Ανατολική Ιερουσαλήμ. «Αντίπαλος» της Ιορδανίας σε μια κρίσιμη ισορροπία κύρους, είναι η Σαουδική Αραβία, έχοντας στην εξουσία και διαχείριση της, τη Μέκκα και τη Μεδίνα, τους άλλους δύο ιερούς τόπους των Μουσουλμάνων.

Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερό πως η απόφαση του αμερικανού Προέδρου, ευτελίζει την Ιορδανία, η οποία αν και στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, εμφανίζεται αδύναμη να σταματήσει την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ. Για τον πάντα ευαίσθητο αραβικό κόσμο σε ζητήματα εντυπώσεων, ο Τραμπ έμμεσα ενισχύει το σαουδαραβικό κύρος, μόνο που αυτό είναι κίνηση υψηλού ρίσκου. Καθώς το βασίλειο των Σαούντ, είναι το πιο συντηρητικό θεολογικά και προωθεί διεθνώς τον Ουαχαμπιτισμό, μια αυστηρή και φονταμενταλιστική ερμηνεία του Ισλάμ.

 

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων σε κενό

Για πολλές δεκαετίες το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων κατάφερνε να επιβιώνει στους Αγίους Τόπους, με ένα διαρκή διπλωματικό ακροβατισμό. Όντας διοικητικά σχετιζόμενο με την Ιορδανία, αλλά εγκατεστημένο στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και υπό ισραηλινή εξουσία, με τους ντόπιους Άραβες χριστιανούς να αντιμετωπίζουν με καχυποψία το Ισραήλ, το Πατριαρχείο διατηρούσε ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων με όλες τις δυνάμεις της περιοχής (είτε κρατικές είτε πολιτικές και εθνικές συσπειρώσεις), συντηρώντας το δικό του status, ως ένα σύμπλεγμα νόμων, παραδόσεων και εθιμικού δικαίου.

Η απόφαση Τραμπ όμως όπως είδαμε, αποδυναμώνει την Ιορδανία, ενισχύει το Ισραήλ και τη Σ. Αραβία, αμφισβητεί τη διεθνή νομιμότητα και πυροδοτεί όπως φαίνεται μια νέα αραβική Ιντιφάντα. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να προβλεφθεί, αλλά πλέον το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ριζική αλλαγή του καθεστώτος λειτουργίας του, οδηγώντας το πιθανά σε μεγαλύτερη εξάρτηση από το Ισραήλ. Μια εξουσία που εδώ και δεκαετίες επιχειρεί να αλλάξει το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, πιέζοντας τους Άραβες κατοίκους της (τόσο εντός της πόλης όσο και στα γειτονικά χωριά), με εγκατάσταση εβραϊκών οικισμών στα κατεχόμενα, ανέγερση τείχους, κατάσχεση κτηρίων και περιουσιών, υποβάθμιση των αραβικών συνοικιών κ.ο.κ. Πολλά από αυτά τα φαινόμενα είναι υπόκωφα, ποικίλλουν σε ένταση και εφαρμογή (ανάλογα την τρέχουσα πολιτική κατάσταση), αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν σίγουρα ισχυροποιηθεί, σε μεγάλο βαθμό αιτιολογούμενα και από την τρομοκρατική δράση αραβικών στοιχείων.

Σε κάθε περίπτωση όμως, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, εμφανίζεται πιο απομονωμένο, ενώ συνολικά το αραβικό στοιχείο της περιοχής (χριστιανικό και μουσουλμανικό) ριζοσπαστικοποιείται εκ νέου, κάτι που σίγουρα θα δυσχεράνει το έργο της Αγιοταφικής Κοινότητας. Εδώ έρχεται να προστεθεί και η πρόσφατη αναταραχή γύρω από τη διαχείριση της περιουσίας του Πατριαρχείου, που επίσης θεωρείται μείζον θέμα από τους άραβες, καθώς εκτιμούν πως οι πωλήσεις και ενοικιάσεις πατριαρχικών ακινήτων, εξυπηρετούν ένα σχέδιο «εβραιοποίησης» της Ιερουσαλήμ (ήδη τα 2/3 των κατοίκων της είναι Εβραίοι), και περικύκλωσης των ιερών τόπων του Ισλάμ.

Ακόμη πιο προβληματικό είναι το στοιχείο ότι ριζοσπαστικές εκδοχές του Ισλάμ εμφανίζονται τώρα ως «υπερασπιστές της Ανατολικής Ιερουσαλήμ», διεκδικώντας τον κενό χώρο που αφήνει (από αδυναμία) η Ιορδανία. Έτσι, αυτές τις μέρες είχαμε δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Μ. Τσαβούσογλου περί αναγνώρισης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Παλαιστινιακού κράτους. Παρεμφερείς δηλώσεις έκανε και ο βασιλιάς Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας, τροφοδοτώντας ένα νέο γύρο αναταραχής του παλαιστινιακού πληθυσμού, αλλά και προσθέτοντας στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ειδικό φόρτο διπλωματικής διαχείρισης νέων «μεγάλων παικτών» που χρόνια τώρα επιχειρούν να παρέμβουν στην Ιερουσαλήμ.

 

Η θέση του Ισραήλ

Όπως ήταν φυσικό η απόφαση Τραμπ έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς στο Ισραήλ, το οποίο την καλλιεργούσε εδώ και δεκαετίες (με τόσο το Ρεπουμπλικανικό όσο και το Δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ να έχουν κατά καιρούς δεσμευτεί για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ μετά από πιέσεις του αμερικανοεβραϊκού λόμπι). Μάλιστα, η κυβέρνηση του Ισραήλ είχε προσφέρει στις ΗΠΑ από το 1989 μια έκταση γης στην Ιερουσαλήμ, στις ΗΠΑ για κτίσιμο εκεί της πρεσβείας του, με συμβολικό ενοίκιο ένα δολάριο το χρόνο!