Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου

 

Και ο εφετινός εορτασμός των Χριστουγέννων βρίσκει τον άνθρωπο έναγχο και κουρασμένο, αδύναμο να αντιμετωπίσει τόσες αντιφάσεις, τόση ανισότητα και ακαταστασία, και συγχρόνως ανίκανο να κατανοήσει, ότι πέραν του λογικού αγώνα για επιβίωση και επίτευξη κάποιας αυτάρκειας, υπάρχει η διάσταση της αυθεντικής ζωής, όπως μας την προβάλλει και μας την υποδεικνύει η παρούσα εορτή.

Γιατί η γέννηση της «όντως ζωής», σπαργανωμένη ως βρέφος στη φάτνη, βεβαιώνει τον άλλο και μοναδικό τρόπο της ζωής, ξένο προς την ακραία συμπύκνωση της κατάχρησης, της ατιμίας και της κατάκρισης. Ξένο προς κάθε τρόπο μιας εφήμερης επιβίωσης και επίδειξης ψευδούς ισχύος. Ξένο, επίσης, σε μία εορτολογική νοηματοδοσία, της οποίας το περιεχόμενο των Χριστουγέννων εξαντλείται στη σύσπαση ενός συγκαταβατικού μειδιάματος, που σβήνει αμήχανα και ανέλπιδα στην πρώτη δυσκολία των επομένων ημερών.

Επίσης, ο ενεστώτας χρόνος του «σήμερον» στα λειτουργικώς υμνολογούμενα, περνάει απαρατήρητος και ακατανόητος, αφού μέσα στα γεγονότα της του Χριστού Γεννήσεως επιβιώνουμε ως λαθρεπιβάτες, χωρίς εμπειρία και «πείρα» ζωής, σχεδόν ανεπίγνωστα συμβιβαστικά και συμβατικά.

 

Καλύπτοντας το κενό;

Όλο αυτό το «κενό» προσπαθούμε να το θεραπεύσουμε με μία μυωπάζουσα δεκτικότητα μικρονοϊκού τύπου, με μία δήθεν «προοδευτική στάση», όπου ο τρόπος επιβίωσής μας εξαντλείται σε διάφορες εορταστικες εκδηλώσεις και επιπόλαιους εθισμούς, σε εφήμερους παραδείσους που παραμορφώνουν την αυθεντικότητα του ανθρωπίνου προσώπου της κοινωνίας και αλλοιώνουν την ταυτότητά μας, αφού κάθε φορά προσδιορίζονται από τη βουλητική μας διάθεση και την ατομική λειτουργικότητα και όχι από αυτό που προβάλλει η εορτή των Χριστουγέννων, «ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ».

Όμως αυτό το είδωλο δεν είναι ζωή. Είναι απλά τρόπος επιβίωσης με τον οποίον η κοινωνία εκφυλίζεται σε ακοινώνητη συναλλαγή εμπαθών παρορμήσεων, ορμέμφυτων ικανοποιήσεων και αδηφάγων εγωκεντρικών συμφερόντων, οι δε σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων από κριτήριο ζωής και ύπαρξης καταλήγουν σε εκδηλώματα μιάς ποικιλόμορφης ψυχοπαθολογίας.

Μία τέτοια μορφή επιβίωσης δημιουργεί απρόσωπες κοινωνίες, αποψιλώνει την σχέση από την λειτουργικότητά της, που δεν είναι άλλη από την πληρότητα της ίδιας της ζωής, και ο άνθρωπος προσμετρά λιγότερα ή περισσότερα έτη μίας ανερμάτιστης ατομικής επιβίωσης και μόνο, επειδή έτσι κατανοεί το ζην στην καθημερινότητά του.

 

Η πραγματικότητα του Χριστού

Όμως ο Χριστός, το σπαργανούμενο βρέφος της Βηθλεεμικής φάτνης, είναι διαχρονικά το αυθεντικό κριτήριο στον αγώνα μας για επίτευξη της αληθινής ζωής και όχι κάποιας απλής επιβίωσης, επειδή μας φανερώνει τον αληθινό τρόπο να ζούμε: μέσα από την αγαπητική προσφορά και την εκούσια κένωση. Αρκεί εμείς να Τον εμπιστευθούμε και να Του αποθέσουμε την ελπίδα μας.

Με την προϋπόθεση υιοθέτησης ενός τέτοιου τρόπου ζωής, ως μία βαθύτερη δοκιμασία της γνησιότητας του ασκητικού φρονήματός μας και του εκκλησιαστικού ήθους μας μπορεί τελικώς να υπάρξει αφορμή «ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται» ( Α’ Κορινθ. 11,19).