Του Ιωσήφ Κόκκινου

Ο άγιος Κύριλλος, με καταγωγή από την Παλαιστίνη, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε το έτος 313 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος υπό του Επισκόπου Ιεροσολύμων Μαξίμου του Γ’ (333 - 348 μ.Χ.), τον οποίο διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα το 348 μ.Χ.,για άγνωστους λόγους.

Κατά το πρώτα χρόνια της πορείας του φαίνεται πως δεν έδινε μεγάλη σημασία σε εκείνες τις μικρές και μεγάλες δογματικές διαφορές, αποφεύγοντας μάλιστα τον όρο «ομοούσιος».Και αυτή του η μάλλον χαλαρή στάση ήταν που εκτιμήθηκε από τον Αρειανό Μητροπολίτη Κασαρείας Ακάκιο, ο οποίος ενέκρινε την εκλογή του και τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Ο όρος «Αρειανισμός» αναφέρεται στις θεολογικές θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από τον θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο Αρειο (π. 250-336), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Αρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του Θεού Πατέρα και του προσώπου του Ιησού Χριστού με σημαντικές τριαδικές προεκτάσεις.

Ο Αρειανισμός θεωρείται, απ' το μεγαλύτερο τμήμα του Χριστιανισμού, μια από τις τρεις πιο σημαντικές αιρέσεις, μαζί με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Οι θέσεις που προάσπισε ο Αρειος τόνιζαν ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του Θεού.

Η διδασκαλία αυτή βρήκε ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα, με εξαίρεση τους Φράγκους. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας το 325, αλλά και από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.

Παρά τη χειροτονία, ο άγιος αποδέχτηκε τους δογματικούς αγώνες κατά των αιρετικών και από τους πρώτους μήνες της αρχιερατείας του υπερασπίστηκε με τις περίφημες Κατηχήσεις του,των αποφάσεων και των όρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.

Η στάση του αυτή αποτέλεσε και την πρώτη αιτία ρήξεως με τον Επίσκοπο Ακάκιο Καισαρείας, ο οποίος στη συνέχεια ζητούσε διάφορες αφορμές για να καταστρέψει τον άγιο. Ο Ακάκιος είχε το πάνω χέρι στην κόντρα με τον Κύριλλο, λόγω της υποστηρίξεως αυτού από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μ.Χ.) και με πρόφαση ότι ο άγιος Κύριλλος πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα, για να προσφέρει τροφή σε άπορους(τότε η περιοχή αντιμετώπισε ανθρωπιστική κρίση λόγω λιμού), τον καθαίρεσε το 357 μ.Χ. και τον απομάκρυνε από εκεί.

Ο άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του εκεί Επισκόπου Σιλβανού, ο οποίος απέρριψε την αξίωση του Ακακίου να διακόψει την επικοινωνία μαζί του. Ο Κύριλλος ζητούσε να διερευνηθεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, η Σύνοδος η οποία συνήλθε το έτος 359 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, τον αποκατέστησε και τον αθώωσε, αλλά ο Ακάκιος, αφού κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τις αποφάσεις της Συνόδου των Ιεροσολύμων δι' άλλης Συνόδου, η οποία συνήλθε το έτος 360 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την καθαίρεση και εξορία του αγίου Κυρίλλου.

Ο άγιος Κύριλλος επέστρεψε στην έδρα του, όπως και οι λοιποί εξόριστοι Επίσκοποι, το έτος 361 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος θέλοντας να έχει κοντά του όλους τους εχθρούς του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, ανακάλεσε τους εξόριστους Αρχιερείς. Ο άγιος αισθανόταν την ανάγκη να επιδοθεί στη διαποίμανση του ποιμνίου του. Αλλά μετά τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτου, στις 26 Ιουλίου 363 μ.Χ., εξορίσθηκε και πάλι από τον αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μ.Χ.) για ένδεκα χρόνια και επανήλθε στα Ιεροσόλυμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το έτος 378 μ.Χ.

Το κύριο έργο του είναι οι Κατηχήσεις (23 στο σύνολο), οι οποίες εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Διακαινησίμου εβδομάδας του έτους 348 μ.Χ. στη βασιλική της Αναστάσεως. Σκοπός των Κατηχήσεων ήταν αφ' ενός μεν η εισαγωγή των Κατηχουμένων στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως και του ηθικού βίου των Χριστιανών, αφ' ετέρου δε η φανέρωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας στους Νεοβαπτισθέντες.