Στη Μαρία Μπραουδάκη

 

Εθνικοί λόγοι επιβάλλουν την υποχρεωτική διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, αλλιώς θα πορευόμαστε με «ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα ιδανικά»... Η ελληνορθόδοξη παράδοση λειτουργεί ως «πυξίδα προσανατολισμού» για τον σύγχρονο Έλληνα, ενώ τα Θρησκευτικά «προστατεύουν από τον θρησκευτικό φανατισμό, όντας μάθημα ανεκτικό». Τις θέσεις αυτές διατυπώνουν –ανάμεσα στα άλλα– σε συνέντευξή τους στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» οι δύο εκ των συγγραφέων του βιβλίου των θρησκευτικών της Ε’ Δημοτικού: ο κ. Κωνσταντίνος Κορναράκης, αναπληρωτής καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (επιστημονικός υπεύθυνος της συγγραφικής ομάδας), και ο κ. Κωνσταντίνος Πρέντος, δάσκαλος, δρ Θεολογίας. Όπως αναφέρουν, μόνο «ιδεολογικές αγκυλώσεις» των πολιτειακών λειτουργών θα επέβαλλαν προαιρετική διδασκαλία του. «Το αίσθημα ευθύνης έναντι της ιστορίας ενός έθνους δεν ορίζεται από συγκυριακές ιδεοληψίες, αλλά τίκτεται ως προϊόν συλλογικής έγνοιας και αγωνίας μέσα από τη μακραίωνη ιστορική εμπειρία», σημειώνει ο κ. Κορναράκης. Εξάλλου, σε περίπτωση αποδυνάμωσης του μαθήματος, η Εκκλησία, όπως παρατηρεί, «υποχρεούται να αντιδράσει» και οφείλει να ενημερώσει τον λαό. Εκτιμά, πάντως, ότι έχει παρέλθει η εποχή της αυστηρής κατηχητικής διδασκαλίας του μαθήματος, το οποίο σήμερα οφείλει να προβάλει την πρόταση «ενός άλλου πολιτισμού, της Ορθόδοξης σκέψης και ζωής, ως «ουσιαστικής πρότασης υπαρξιακής Παιδείας και εξόδου από τα σύγχρονα αδιέξοδα».

 

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου Θρησκευτικών του δημοτικού, από την οπτική της απόδοσης των νοημάτων που μεταφέρετε στους σημερινούς νέους;

Κ. Κορναράκης: Αναμφίβολα, η μεγαλύτερη έγνοια του συγγραφέα είναι οι γραμμές του κειμένου του να γίνουν «ράγες» (κατά τον ποιητή), πάνω στις οποίες θα ταξιδεύσουν οι νέοι σε έννοιες δύσκολες στην κατανόηση ακόμα και για τους ενήλικες. Όταν, δηλαδή, πρέπει να μιλήσεις για έννοιες αφηρημένες και αναγιγνωσκόμενες με πολυπρισματικό τρόπο, όπως η ειρήνη, η δικαιοσύνη ή η μετάνοια και η συγχωρητικότητα, οι δυσκολίες έγκεινται στο πώς θα δώσεις με ουσιαστικό τρόπο στα παιδιά, που, λ.χ., βιώνουν την αδικία διότι έχουν και τους δύο γονείς τους ανέργους, τη δυνατότητα να σχηματοποιήσουν μια θεμελιώδη αντικειμενική εικόνα για τις έννοιες αυτές. Το πρόβλημα διογκώνεται εάν σκεφτούμε ότι η συγγραφή ενός βιβλίου αποτελεί από μόνη της μια μορφή επικοινωνίας και πόσο δύσκολη τείνει να εξελιχθεί η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων όταν πλείστοι εξ αυτών χρησιμοποιούν μια, τρόπον τινά, ιδιωτική ερμηνεία κοινόχρηστων όρων.

 

Τι σημαίνει για τον συγγραφέα η διαδικασία να γράφει για παιδιά του Δημοτικού;

Κ. Πρέντος: H συγγραφή ενός σχολικού εγχειριδίου είναι η σημαντικότερη πρόκληση για έναν εκπαιδευτικό, διότι αποτελεί την «κυοφορία» ενός έργου που θα αποτελέσει τη βάση επί της οποίας οι μαθητές θα θεμελιώσουν τις γνώσεις τους για το αντίστοιχο διδακτικό αντικείμενο. Κύριο μέλημά του είναι το περιεχόμενο να ανταποκρίνεται στα Αναλυτικά Προγράμματα, στις παιδαγωγικές αρχές που διέπουν την ηλικιακή ομάδα των μαθητών, να είναι κατανοητό και σύμφωνο με τις αναζητήσεις, τα ενδιαφέροντα και την προσληπτική ικανότητά τους, αλλά, κυρίως, να επιτυγχάνεται με ελκυστικό και σαφή τρόπο η γνωριμία με το γνωστικό αντικείμενο (εδώ, με το θρησκευτικό φαινόμενο). Ο συγγραφέας, έχοντας υπόψη τα παραπάνω, καθώς και άλλες παραμέτρους της συγγραφικής διαδικασίας (έρευνα, ποικιλία ασκήσεων, διαθεματική σύνδεση με άλλα μαθήματα, επικαιροποίηση περιεχομένου, εικονογράφηση), βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, αναθεωρώντας διαρκώς το κείμενο, με σκοπό το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ακόμα και μετά την έκδοση του βιβλίου, υποβάλλει διορθώσεις για τυχόν αβλεψίες προς τον φορέα υλοποίησης του έργου, με σκοπό να ενσωματωθούν σε επόμενη έκδοση. Είναι μια εργασία γεμάτη ευθύνη και έντονο προβληματισμό, ώστε το εγχειρίδιο στην τελική του μορφή να είναι όσο το δυνατό πλησίον στους παιδαγωγικούς και διδακτικούς στόχους που έχουν τεθεί.

 

Kληθήκατε για τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου Θρησκευτικών μέσα σε μια περίοδο γενικότερης αναμόρφωσης του προγράμματος σπουδών στα σχολεία. Ανεξάρτητα από αυτήν τη συγκυρία, ποια εκτιμάτε ότι πρέπει να είναι η κατεύθυνση που πρέπει να έχουν τα σχολικά βιβλία του μαθήματος;

Κ. Κορναράκης: Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στην εποχή της κονιορτοποίησης των παραδόσεων, γεγονός που σημαίνει ότι σύντομα –αν δεν συμβαίνει ήδη– θα ψάχνουμε για «ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα ιδανικά», όπως γράφει σε ένα έργο του ο Ίψεν! Επομένως, σήμερα, που δοκιμάζεται η αντοχή των πολιτισμών στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης, νομίζω ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να προβάλλει την πρόταση ενός «άλλου» πολιτισμού, της Ορθόδοξης σκέψης και ζωής, με τον οποίο ζυμώθηκε ο ελληνισμός, και μπορεί να αποτελεί ουσιαστική πρόταση υπαρξιακής Παιδείας και εξόδου από τα σύγχρονα αδιέξοδα.

 

Ποια ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή κατά τη συγγραφή του βιβλίου;

Κ. Πρέντος: Είναι όσα αισθανθήκαμε μόλις ξεφυλλίσαμε το πρώτο αντίτυπο, τα οποία και δεν περιγράφονται εύκολα. Αποτελούσε την ευτυχή κατάληξη τριών ετών αδιάκοπου αγώνα και μόχθου για την προσφορά στους Έλληνες μαθητές της θρησκευτικής γνώσης που θα έπρεπε να κατακτήσουν σε αυτό το στάδιο ανάπτυξής τους. Ήμασταν υπερήφανοι για το αποτέλεσμα, αλλά και καταπονημένοι, χαρούμενοι, αλλά και αγχωμένοι, για το πώς η εκπαιδευτική κοινότητα θα υποδεχόταν τα βιβλία.

 

Μπορούν τα βιβλία των Θρησκευτικών σήμερα να έχουν κατηχητικό χαρακτήρα; Ναι ή όχι και γιατί;

Κ. Κορναράκης: Η συζήτηση περί του «κατηχητικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι μακρά και πολυετής και φοβούμαι ότι κατά τη συζήτηση αυτή κάθε συνομιλητής έχει διαφορετικές εικόνες στο μυαλό του. Είναι βέβαιο ότι η εποχή που ευνοούσε την κατήχηση του μαθητού, υπό τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή συστηματική και επιστημονική εισαγωγή στη δογματική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, έχει παρέλθει. Η επίδραση του ηθικού σχετικισμού αλλά και μηδενισμού στη συνοχή του κοινωνικού ιστού μετέβαλαν δραματικά το τοπίο της ελληνικής διανόησης και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Όποιος μπαίνει σε τάξη, το διαπιστώνει αυτό! Ωστόσο, το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι μπολιασμένη με την Ορθόδοξη παράδοση σημαίνει ότι διαρκώς θα γεννώνται (ασχέτως προθέσεως) ερωτήματα περί της πίστεως. Υπό την έννοια αυτή, οποιοσδήποτε και εάν είναι ο χαρακτήρας του μαθήματος, ο διδάσκων δεν μπορεί να αποφύγει έναν ιδιότυπο κατηχητικό λόγο. Θα έλεγα ότι πρέπει να απεμπλακούμε από στερεότυπα (κατηχητικό, ομολογιακό ή πολιτισμικό μάθημα) και να δώσουμε έμφαση στην προσωπικότητα του μαθητή ως όλον. Θεωρώ ότι το μάθημα των Θρησκευτικών δεν θα μπορέσει ποτέ να μεταβληθεί σε ξηρή γνωσιολογία, γιατί από τη φύση του είναι ανατρεπτικό!

 

Για ποιους λόγους εκτιμάτε ότι η διδασκαλία του μαθήματος οφείλει να παραμείνει υποχρεωτική στα σχολεία;

Κ. Πρέντος: Ασφαλώς τιθέμεθα υπέρ της υποχρεωτικής διδασκαλίας του θρησκευτικού μαθήματος σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, διότι προσφέρει γνώσεις και δεξιότητες που εμπλουτίζουν την πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα των μαθητών, ενώ προστατεύει από τον θρησκευτικό φανατισμό, όντας μάθημα πλουραλιστικό και ανεκτικό προς τις άλλες θρησκείες και ομολογίες, με γνωσιακό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, απαλλαγμένο από ηθοπλαστικές αντιλήψεις. Επίσης, προωθεί την ευαισθητοποίηση για τη θρησκευτική διαφορετικότητα, συμβάλλοντας στην καλλιέργεια της έμπρακτης αποδοχής της σε μια ανοιχτή ευρωπαϊκή κοινωνία, χωρίς να παραβλέπεται ο βασικός στόχος του, που είναι η καλλιέργεια και η ανάπτυξη του λεγόμενου «αρχικού πολιτισμού» των μαθητών. Θεωρούμε ότι η Ορθόδοξη θρησκευτική αγωγή, λόγω της αξίας της, του ιστορικού της υποβάθρου και της σύνδεσής της με τα βιώματα και την πίστη των Ελλήνων, θα πρέπει να διατηρήσει την υποχρεωτική παρουσία της στο σχολείο, με την εκκλησιαστική και πολιτισμική της διάσταση, με εποπτικά και βιωματικά στοιχεία αντλημένα κατά το πλείστον από την Ορθόδοξη παράδοση.

 

Με ποια μέσα εκτιμάτε πως η διδασκαλία του μαθήματος θα μπορούσε να γίνει ελκυστική για τους μαθητές, ιδιαίτερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεδομένου ότι αφορά έφηβους νέους;

Κ. Πρέντος: Οι νέες τεχνολογίες μας προσφέρουν, πλέον, επαρκή μέσα ώστε η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος να γίνει ελκυστικότερη για τους μαθητές όλων των βαθμίδων. Το 2014 ολοκληρώθηκαν από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής τα έργα «Ψηφιακό σχολείο» και «Φωτόδεντρο», μέσα από τα οποία ψηφιοποιήθηκε και εμπλουτίστηκε το περιεχόμενο των διδακτικών εγχειριδίων Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου με 8.638 «πόρους» κατανεμημένους ανά κατηγορία, θέμα και διδακτική ενότητα, μετατρέποντάς τα σε διαδραστικά. Στις ιστοσελίδες αυτές οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί βρίσκουν πλήθος εκπαιδευτικού υλικού σε ψηφιακή μορφή, οπτικοακουστικό υλικό, δικτυακούς υπερσυνδέσμους, ασκήσεις, περιλήψεις και πολλές διαδραστικές εφαρμογές που εμπλουτίζουν, αναβαθμίζουν, επικαιροποιούν και κάνουν πολύ πιο ενδιαφέρουσα τη διδασκαλία κάθε ενότητας.

 

Εάν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μετατραπεί η διδασκαλία του σε προαιρετική, η Ελλαδική Εκκλησία νομίζετε ότι έχει περιθώρια να αντιδράσει;

Κ. Κορναράκης: Αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι το μάθημα των Θρησκευτικών ανήκει στην αρμοδιότητα της Πολιτείας, όπως, άλλωστε, και τα υπόλοιπα μαθήματα που συμπληρώνουν το πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τούτο υπογραμμίζεται και από το άρθρο 16 του Συντάγματος, όπου επισημαίνεται ότι «η Παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους» και σκοπός της είναι –μεταξύ άλλων– η «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης», η οποία θα συμβάλει στη διάπλαση των Ελλήνων σε «ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Εάν, επομένως, η Πολιτεία δεν μπορεί να αντιληφθεί, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων των εκάστοτε λειτουργών της, ότι οφείλει να προστατεύσει την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών για εθνικούς λόγους, διότι ένα αναβαθμισμένο μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της συνοχής του εθνικού και κοινωνικού ιστού μέσα από την ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου, η οποία λειτουργεί ως πυξίδα προσανατολισμού για τον σύγχρονο Έλληνα, είναι σαφές ότι η Εκκλησία υποχρεούται να αντιδράσει, μέσα στο πλαίσιο της συναλληλίας των θεσμών (συναλληλία που βλέπουμε στην περίπτωση του φιλανθρωπικού έργου). Μπορεί, λοιπόν, και οφείλει να παρέμβει «δημιουργικά», ενημερώνοντας τον λαό για τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης, δεν μπορεί, όμως, να αμφισβητήσει το δικαίωμα της νόμω κρατούσης Πολιτείας να έχει τον τελικό λόγο στη λήψη της αποφάσεώς της. Εντούτοις, οι κρατικοί λειτουργοί που θα λάβουν μια τέτοια απόφαση πρέπει να γνωρίζουν ότι το αίσθημα ευθύνης έναντι της ιστορίας ενός έθνους δεν ορίζεται από συγκυριακές ιδεοληψίες, αλλά τίκτεται ως προϊόν συλλογικής έγνοιας και αγωνίας μέσα από τη μακραίωνη ιστορική εμπειρία.