Ο Νικηφόρος (κατά κόσμον Νικόλαος) γεννήθηκε στο Σηρικάρι, ένα ορεινό χωριό των Χανίων. Οι γονείς του, απλοί και ευλαβείς χωρικοί, πέθαναν όταν ήταν ακόμη παιδί. Σε ηλικία 13 ετών έφυγε από το σπίτι του, πήγε στα Χανιά κι άρχισε να εργάζεται εκεί σ’ ένα κουρείο.

Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν, δηλαδή τη λέπρα. Εκείνη την εποχή, όπως είναι γνωστό, τούς λεπρούς τούς απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα. Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στη Σπιναλόγκα, έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με τη μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στη Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν Ιερεύς ο πατήρ Ανθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Αγιος Ανθιμος.

Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, πού ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Αγίου Λαζάρου, όπου φυλασσόταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτό τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Αγιος Ανθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρος. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσετο και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις.

Ο Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραφε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Αγίου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζομένων).

Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Αγίου Ανθίμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο όποιος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Αγιος Ανθιμος της Χίου». Ο  Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φώς του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τούς Αποστόλους από στήθους.

Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον άγιο Νικηφόρο τούς έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από τη νόσο.

Εκεί, στον Αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο όποιος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον Αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Ετσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον όποιο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μονάχου Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του.

Κοιμήθηκε σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964. Ο πατήρ Ευμένιος, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου.