Το ουκρανικό αποδεικνύεται καθημερινά το σοβαρότερο πρόβλημα για την ενότητα της ορθοδοξίας, με τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες αλλά και τα Πατριαρχεία να παρεμβαίνουν κατά το δοκούν καλυπτόμενοι πίσω από μακρόσυρτες αναφορές σε θεολογικά ή ιστορικά γεγονότα και με θέσεις και απόψεις που έχουν διττή ερμηνεία. Ελάχιστες είναι οι Εκκλησίες οι οποίες έχουν πάρει ξεκάθαρες θέσεις, ενώ πολλές για να μην ταυτιστούν με τη Μόσχα «η οποία κάνει επίδειξη ισχύος», ή το Φανάρι, εμφανίζονται με προτάσεις και ευχές περί ενότητας αγνοώντας πολλές φορές την πραγματικότητα.

Η Εκκλησία της Ελλάδος,αν και στο τέλος θα ταυτιστεί με το Φανάρι, αντίνα εξετάσει το ουκρανικό, το παρέπεμψε σε νομοκανονικές επιτροπές, σε μια προσπάθεια μάλλον να κερδίσει χρόνο.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Μόσχα επιχειρεί να διευρύνει τις συμμαχίες της, ενώ το Φανάρι προσπαθεί να υπερασπιστεί των θέσεών του,χωρίς να διστάζει να συγκρουστεί ακόμη και με παραδοσιακούς συμμάχους, όπως ήταν μέχρι τώρα και η Εκκλησία της Αλβανίας και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος.

Ο κ. Αναστάσιος με επιστολή του προς τον κ.Βαρθολομαίο στην ουσία του ζητά να συγκαλέσει Πανορθόδοξο Σύναξη ή Σύνοδο, προκειμένου «να προληφθεί ο κίνδυνος σχίσματος που θα απειλήσει την αξιοπιστία της Ορθοδοξίας», αν και η απόφαση της Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας αφορά μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Δελτίο τύπου σχετικά με το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημαπου εξέδωσε η Εκκλησία της Αλβανίας, αναφέρει μεταξύ των άλλων:

«Η διαμορφωθείσα κατάσταση απαιτεί νέες προσεγγίσεις και πρωτοβουλίες ενώ λύση αποτελεί η καταφυγή στην αγιοπνευματική συνοδικότητα, άλλωστε αυτό ήταν και το μήνυμα από την πανορθόδοξο της Κρήτης. Η ορθόδοξος Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά της μέσω Συνόδου», καταλήγει.

Ο Αρχιεπίσκοπος μάλιστα ζητάει από «το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συγκαλέσει Πανορθόδοξο Σύναξη ή Σύνοδο προεκειμένου να προληφθεί ο κίνδυνος σχίσματος που θα απειλήσει την αξιοπιστία της ορθοδοξίας».

Αμεση ήταν η αντίδραση  του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο-αφού κάνει μια μακροσκελή αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα- επισημαίνει:

«Ορώμεν, ουν, Μακαριώτατε, ποίας ευθύνης Θρόνος εστίν ο της Κωνσταντινουπόλεως και ποίων τρόπων μέτοχος και διάδοχος οφείλει ίνα ανυπερθέτως καθίσταται ο κατά καιρούς και χρόνους Αρχιεπίσκοπος αυτού και Οικουμενικός Πατριάρχης. Εξ όλων των ασφαλών και εστώτων τούτων συνάγεται αδιαμφισβητήτως ότι αι επί μέρους κατά τον παρελθόντα και τον νυν αιώνα διορθόδοξοι προσπάθειαι και πρωτοβουλίαι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εσφαλμένως εξελήφθησαν τυχόν υπό τινων ως απεμπόλησις των τοιούτων αμετακινήτων ευθυνών άμα δε και διακονικών προνομίων αυτής εν ονόματι οιονεί τινος κοινοβουλευτικής ομοσπονδίας-ως και ρητώς ελέχθη ατυχώς- των επί μέρους Τοπικών Εκκλησιών, ήτις συναποφασίζει μετά των Πρεσβυγενών Θρόνων επί παντός θέματος. Η τοιαύτη εν πνεύματι κενώσεως πάντοτε πράξις της Μητρός Εκκλησίας απέβλεπε και αποβλέπει εις την εν αγάπη Χριστού και αφελότητι καρδίας κοινωνίαν των κατά τόπους Αγίων του Χριστού Εκκλησιών, προς πλησμονήν σοφίας και χάριτος, προς καταρτισμόν και σύμπλευσιν εν τοις ποιμαντικοίς θέμασι, προς οικοδομήν εν τέλει του σώματος των πιστών. Τα νεωστί και ούτω καλούμενα «αυτοκέφαλα» εδόθησαν και δίδονται υπό της κοινής τροφού των Ορθοδόξων Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας διά την εν τοις επί μέρους καλλιτέραν και εύρυθμον εσωτερικήν οργάνωσιν των καθ’ έκαστα Εκκλησιών και ουχί διά να παραλλάσσεται το άγιον πολίτευμα της Εκκλησίας, το προκύψαν εκ της μακράς ιεροκανονικής εν Οικουμενικαίς Συνόδοις παραγωγής προς δημιουργίαν εσφαλμένης αντιλήψεως αυταρκών τοπικών εκκλησιών και κατακερματισμού του ενός και αδιαιρέτου Σώματος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Η Αυτοκεφαλία απομονουμένη και υπερτονιζομένη καθίσταται προβληματική καθώς δεν υπηρετεί τον σκοπόν δι’ ον αύτη εθεωρήθη εύχρηστος εν τη Εκκλησία. Ειρήσθω δ’ ενταύθα ότι τα Αυτοκέφαλα καθεστώτα, τα υφ’ όρους και τρόπους παραχωρούμενα υπό της Μητρός Εκκλησίας διά τας κατά καιρούς και χρόνους ζωτικάς ανάγκας των ανά την Οικουμένην τέκνων αυτής, ου τυγχάνουσιν αμετακίνητον και στατικόν σύστημα αλλά προσαρμοζόμενον εις τας ποιμαντικάς επιταγάς της σήμερον, μεθ’ ιερότητος και πολλής περισκέψεως. Τα ολίγιστα ταύτα επεσημειώθησαν προς επανατροχιασμόν του πρωτευθύνου και θυσιαστικού χαρακτήρος της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και προς έκφρασιν υγιούς κατά πάντα εκκλησιολογίας, καθώς ιστάμενοι ενώπιον των μακαρίων μορφών των προ ημών Πατριαρχευσάντων μη κριθώμεν υπό του Κυρίου της Ιστορίας και υπ’ αυτών ως απομειώσαντες, α εκείνοι εν μέσω κόπων και μόχθων και εν δυσχειμέροις καιροίς ωκοδόμησαν και περιεκράτησαν αίροντες τον σταυρόν της ευθύνης έναντι της Εκκλησίας».