Αρχική » Kαι μοναχός και δικηγόρος

Kαι μοναχός και δικηγόρος

από christina

Του Πάνου Ευαγγέλου

Με απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφαίνεται ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ενωσης η ελληνική νομοθεσία που απαγορεύει σε μοναχό ή κληρικό που έχει την ιδιότητα του δικηγόρου σε άλλο κράτος μέλος να εγγραφεί στα μητρώα δικηγορικού συλλόγου, λόγω του ασυμβίβαστου της ιδιότητας του μοναχού ή κληρικού με την άσκηση της δικηγορίας. Οπως αναφέρει στο Lawspot.gr o Γεώργιος Π. Κανέλλος, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η οδηγία 98/5/ΕΚ (οδηγία για τη διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος) καθιερώνει μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών τίτλων των μετακινούμενων δικηγόρων οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους βάσει του τίτλου που απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής, εναρμονίζοντας πλήρως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης το οποίο αυτή παρέχει.

Στις 12 Ιουνίου 2015, ο Μοναχός Ειρηναίος Γιακουμάκης, (Σ.Σ. πρόκειται για τον Αρχιμ. Ειρηναίο που ήταν ο διάκονος του αδίκως εξοστρακισθέντος Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου που ο επόμενος Πατριάρχης Θεόφιλος φρόντισε να απομονώσει και να καταδιώξει), ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πέτρας που βρίσκεται στην Καρδίτσα (Ελλάδα) -ενώ τώρα είναι στην ιστορική Αγία Μονή των Στροφάδων του Αγίου Διονυσίου- ζήτησε με αίτησή του προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (ΔΣΑ) να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο του Συλλόγου αυτού ως δικηγόρος που απέκτησε τη δικηγορική ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος, και ειδικότερα στην Κύπρο. Ο ΔΣΑ απέρριψε την αίτηση, βάσει των εθνικών διατάξεων σχετικά με το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του μοναχού με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, εκτιμώντας ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τους δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν δικηγορία στην Ελλάδα υπό τον επαγγελματικό τους τίτλο καταγωγής. Ο Μοναχός Ειρηναίος προσέφυγε κατά της απόφασης του ΔΣΑ ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ελλάδα).

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Συμβούλιο της Επικρατείας ζήτησε από το Δικαστήριο της ΕΕ, να διευκρινίσει αν συνάδει με το δίκαιο της Ενωσης η απαγόρευση εγγραφής μοναχού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως δικηγόρου στα μητρώα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο, προκειμένου να ασκεί εκεί τη δικηγορία υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

 

Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης:
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο ερμηνεύει την οδηγία 98/5/ΕΚ, η οποία έχει ως σκοπό να διευκολύνει την επί μονίμου βάσεως άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του εμμίσθου σε άλλο κράτος μέλος, διάφορο εκείνου στο οποίο αποκτήθηκαν τα επαγγελματικά προσόντα. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η οδηγία καθιερώνει μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών τίτλων των μετακινούμενων δικηγόρων οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμά τους βάσει του τίτλου που απέκτησαν στο κράτος μέλος καταγωγής, εναρμονίζοντας πλήρως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης το οποίο αυτή παρέχει.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προσκόμιση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση από την οποία πρέπει να εξαρτάται η εγγραφή του ενδιαφερομένου στα μητρώα του κράτους μέλους υποδοχής και υπό την οποία του επιτρέπεται να ασκεί το επάγγελμα εντός του δευτέρου κράτους μέλους βάσει του επαγγελματικού τίτλου που απέκτησε στο κράτος καταγωγής. Ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να προσθέτει επιπλέον προϋποθέσεις στις απαιτούμενες για την εγγραφή, στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής. Πράγματι, πρέπει να διακρίνεται, αφενός, η εγγραφή στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής δικηγόρου που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμά του στο κράτος μέλος αυτό, υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, για την οποία μόνη προϋπόθεση είναι η προσκόμιση πιστοποιητικού εγγραφής στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και, αφετέρου, η άσκηση, αυτή καθεαυτή, της δικηγορίας στο κράτος μέλος υποδοχής, ως προς την οποία ο δικηγόρος αυτός υπόκειται στους ισχύοντες στο ίδιο κράτος μέλος επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες, αντιθέτως προς εκείνους που αφορούν τις προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται για την εγγραφή στα μητρώα, δεν έχουν εναρμονισθεί και επομένως εκείνοι του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να διαφέρουν σημαντικά από τους ισχύοντες στο κράτος μέλος καταγωγής. Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο εθνικός νομοθέτης έχει την ευχέρεια να προβλέπει τέτοια εχέγγυα, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες που θεσπίζει προς τούτο δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

Ωστόσο, το Δικαστήριο τονίζει ότι οι ισχύοντες στο κράτος μέλος υποδοχής επαγγελματικοί και δεοντολογικοί κανόνες πρέπει, για να είναι σύμφωνοι προς το δίκαιο της Ενωσης, μεταξύ άλλων, να συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις όσον αφορά τον επίμαχο κανόνα περί ασυμβιβάστου.

Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία δικηγόρος που έχει την ιδιότητα του μοναχού και είναι εγγεγραμμένος ως δικηγόρος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, απαγορεύεται να εγγραφεί στα μητρώα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου να ασκεί εκεί το επάγγελμά του υπό τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής.

Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ενωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ενωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ