Η Ιερά Σύνοδος, έστω και με καθυστέρηση, τελικά αποφάσισε να μιλήσει κατά των αμβλώσεων προσχωρώντας στη λογική του κινήματος κατά των αμβλώσεων «Αφήστε με να ζήσω».

Η Σύνοδος τελικά έδωσε το «πράσινο φως» για την καθιέρωση της ημέρας κατά των αμβλώσεων και αποφάσισε την καθιέρωση ημέρας «Αγέννητου παιδιού».

Οπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του το κίνημα κατά των αμβλώσεων, με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος καθιερώνεται ως ημέρα «Αγέννητου παιδιού» κάθε πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα.

Το κίνημα κατά των αμβλώσεων «Αφήστε με να ζήσω» εξέφρασε τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του για την απόφαση της Ιεράς Συνόδου και ευχαριστεί θερμά «τους Αγίους Αρχιερείς που την απαρτίζουν και ιδιαιτέρως τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Ιερώνυμο για την ιστορική αυτή απόφαση».

Αμεση ήταν η αντίδραση του ΚΙΝΑΛ το οποίο με ανακοίνωσή του επιτίθεται κατά της Εκκλησίας και κάνει λόγο για οπισθοδρομικές και ξεπερασμένες αντιλήψεις.

Οπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του το ΚΙΝΑΛ, η απόφαση αυτή στρέφεται κατά του δικαιώματος της γυναίκας στην άμβλωση, επισημαίνοντας ότι αυτό το δικαίωμα δεν αμφισβητείται σε μία σύγχρονη κοινωνία, ενώ καλεί την Ιερά Σύνοδο να ακυρώσει τη σχετική απόφαση.

“Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία υιοθετεί πρόταση ακραίων οργανώσεων για το «αγέννητο παιδί», συνιστά επιστροφή σε οπισθοδρομικές και ξεπερασμένες αντιλήψεις που πολέμησαν οι προηγούμενες γενιές.

Καλούμε την Ιερά Σύνοδο να ακυρώσει μία απόφαση που όχι μόνο προσβάλλει τις γυναίκες, αλλά και αποκόπτει τη θρησκεία από τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις”, αναφέρει.

Εκτός του Βατικανού στο θέμα των αμβλώσεων θέση έχει πάρει και η Ρωσική Εκκλησία, η οποία επισημαίνει σε επίσημες ανακοινώσεις της ότι:

“Η Εκκλησία θεωρεί την ευρεία διάδοση και τη δικαιολογία των εκτρώσεων στη σύγχρονη κοινωνία ως απειλή για το μέλλον της ανθρωπότητας και φανερό δείγμα της ηθικής κατάπτωσης. Η πιστή τήρηση της βιβλικής και της πατερικής διδασκαλίας για την ιερότητα και το ανεκτίμητο της ανθρώπινης ζωής από την αρχή είναι ασυμβίβαστη με την αναγνώριση της «ελευθερίας επιλογής» για τη γυναίκα στη διαχείριση της μοίρας του καρπού της. Εκτός αυτών στην έκτρωση ελλοχεύει ένας σοβαρός κίνδυνος για τη σωματική και την ψυχική υγεία της μητέρας. Η Εκκλησία θεωρεί πάντα ως καθήκον της την υπεράσπιση των πλέον ευαίσθητων και εξαρτημένων ανθρώπινων πλασμάτων που είναι τα αγέννητα μωρά. Σε καμία περίπτωση η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δύναται να παραχωρήσει την ευλογία της για τη διάπραξη έκτρωσης. Χωρίς να απορρίπτει τις γυναίκες που προχώρησαν σε εκτρώσεις, η Εκκλησία τις καλεί σε μετάνοια και στην υπέρβαση των επιζήμιων συνεπειών της αμαρτίας, μέσω της προσευχής και της άσκησης του επιτιμίου με την μετέπειτα συμμετοχή στα σωτηριώδη Μυστήρια. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη ζωή της μητέρας εάν συνεχισθεί η εγκυμοσύνη, ιδιαίτερα εάν έχει και άλλα παιδιά, στην ποιμαντική πράξη συνίσταται η επίδειξη της συγκατάβασης. Η γυναίκα που διέκοψε την εγκυμοσύνη υπό αυτές τις περιπτώσεις δεν στερείται την ευχαριστιακή κοινωνία, όμως αυτή η κοινωνία προϋποθέτει την άσκηση από αυτή του προσωπικού επιτιμίου της προσευχής, το οποίο προσδιορίζεται από τον ιερέα που δέχεται την εξομολόγησή της. Ο αγώνας κατά των εκτρώσεων, στις οποίες οι γυναίκες προχωρούν λόγω της έσχατης υλικής ανάγκης και της αδυναμίας, απαιτεί από την Εκκλησία και την κοινωνία τη λήψη δραστήριων μέτρων για την προστασία της μητρότητας, όπως και την παροχή των προϋποθέσεων για την υιοθέτηση των παιδιών, των οποίων η μητέρα για κάποιο λόγο αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανατροφή αυτών μόνη της.

Την ευθύνη για την αμαρτία του φόνου του αγέννητου μωρού έχει μαζί με τη μητέρα και ο πατέρας, σε περίπτωση που δίνει τη συγκατάθεσή του για την έκτρωση. Εάν η έκτρωση διαπράχθηκε από τη γυναίκα χωρίς τη συγκατάθεση του άνδρα, αυτό δύναται να αποτελεί βάση για διαζύγιο (πρβλ. X.3). Η αμαρτία βαρύνει την ψυχή και του γιατρού που διαπράττει την άμβλωση. Η Εκκλησία καλεί την Πολιτεία να αναγνωρίσει το δικαίωμα των λειτουργών του υγειονομικού συστήματος να αρνούνται τη διάπραξη των αμβλώσεων για λόγους συνείδησης. Είναι αδύνατο να αναγνωρισθεί ως ομαλή η κατάσταση, όταν η νομική ευθύνη του ιατρού για τον θάνατο της μητέρας είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ευθύνη για την απώλεια του καρπού, πράγμα το οποίο προκαλεί τους ιατρούς και μέσω αυτών και τους ασθενείς να προχωρήσουν σε έκτρωση. Ο ιατρός πρέπει να επιδεικνύει τη μέγιστη ευθύνη για τη διάγνωση που κάνει και η οποία δύναται να ωθήσει τη γυναίκα στη διακοπή της εγκυμοσύνης. Ταυτόχρονα ένας πιστός ιατρός πρέπει να συγκρίνει επισταμένως τις ιατρικές ενδείξεις με τις προσταγές της χριστιανικής συνείδησης”.