Toυ Νεκτάριου Κωτσάκη

Hγούμενου της μονής Ομπλού

Σκοπός της Εκκλησίας και όλων όσα τελούνται σ’ αυτήν, είναι να καταστήσει τον άνθρωπο άγιο, όπως επίσης να μείνει στη γη και να μην φύγει από τοn κόσμο αυτό, μέχρις ότου τον πάρει μαζί της, μέχρις ότου τον κάνει ουρανό.

Σύμφωνα δε με τον Αγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα και τον Αγιο Ιουστίνο τον εκ Σερβίας, Εκκλησία και Ευχαριστία ταυτίζονται και αλληλοπεριχωρούνται. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος βλέπει την Θεία Λειτουργία ως μία παγκόσμια σύνοδο ουράνιων και επίγειων πραγμάτων, η οποία με την αγιαστική της χάρη ελευθερώνει τον άνθρωπο από την κάθε αμαρτία, το κάθε πάθος, τον κάθε θάνατο, τον αναδεικνύει υγιή και στους δύο κόσμους ώστε να μην μπορέσει να τον βλάψει κανένας θάνατος και τον καθιστά άνθρωπο του Θεού, θεανθρώπινη ύπαρξη, χριστοφόρο και “ώριμο πνευματικά, έχοντας πλέον φθάσει στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός” (“εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” Εφ. 4,13).

Καρπός λοιπόν αυτής της ευχαριστιακής ευλογίας είναι οι ουράνιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι, είναι οι ένθεες στρατιές των χριστιανών, που εξήλθαν νικηφόρα στην πάλη τους με τον θάνατο, και οι οποίοι ως ζωηφόρες πηγές της Θείας χάριτος, σβήνουν τη δίψα και ξεκουράζουν τους ανθρώπους όλων των εποχών.

Ενας από αυτούς τους ανθρώπους του Θεού είναι και ο μακαριστός Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1877-1964), ο οποίος όχι μόνο όταν ζούσε, αλλά και 55 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του, μας συνάζει στη μνήμη των Αγίων Αποστόλων, μνήμη και της δικής του γενέθλιας ημέρας και εισόδου στα ουράνια σκηνώματα τα οποία ολοψύχως επόθησε, αφού για 87 χρόνια έζησε “εν οσιότητι και δικαιοσύνη”, για να μας ποδηγετήσει με την απαράμιλλη βιοτή του και να μας διδάξει, με την άκαμπτη σταθερότητα που τον χαρακτήριζε, την ευαγγελική αλήθεια, ότι σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε ουρανοπολίτες, κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών.

Είναι φανερό, ότι ο Θεός και στις μέρες μας στηρίζει την Εκκλησία με την παρουσία των θεόληπτων εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι εξαγγέλλουν με τη ζωή τους ότι και σήμερα, ο κάθε ένας από μας, μπορεί να μετέχει στην αιώνια δόξα του Θεού.

Στον μακαριστό Γέροντα του δόθηκε η χάρη να ευαγγελίζεται με τη ζωή του και τον λόγο του, “τον ανεξερεύνητο πλούτο του Χριστού και να κάνει σε όλους φανερό, πώς βιώνεται αυτό το μυστήριο που ήταν κρυμμένο απαρχής στον Θεό” (Εφ. 3, 8-9).

Ο Θείος έρωτας ήταν η κινητήρια δύναμη που συνεχώς τον ζωογονούσε και τον έκανε να γίνεται όλος “φωτιά” που θέρμαινε, φώτιζε αλλά και έλεγχε τους αντίθεους και φιλαμαρτήμονες ανάλγητους χριστιανούς.

Οσο ήταν φιλόθεος, άλλο τόσο ήταν και φιλάνθρωπος. Ζούσε με ακρίβεια πνευματική και άριστα συνδύαζε τη θεωρία με την πράξη. Η Θεία Λειτουργία ήταν γι’ αυτόν τόπος θεοφανείας και το μυστήριο της μετανοίας το μέσον για να φωταγωγήσει εν Χριστώ πλήθη λαού, εργάτες του Ευαγγελίου, “μοναστάς και μιγάδας”.

Για τον πατέρα Γερβάσιο ίσχυε αυτό που λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς: “Του Χριστού είναι όλα, και σε όλα είναι ο Χριστός” (Κολ. 3,11).

Επιθυμούσε οι ψυχές να αγωνίζονται με ανδρείο φρόνημα, “να ζουν μέσα στην ελευθερία που ο Χριστός χάρισε, με σταθερότητα, και να μην ξαναμπούν κάτω από ζυγό δουλείας” (Γαλ. 5,1). Και επειδή ο ίδιος είχε γίνει κοινωνός θείας φύσεως, γι’ αυτό και η διδαχή του ήταν ένθεος, ορθόδοξος, διαυγής, ελπιδοφόρος, για κάποιους ίσως “σκληροπυρηνική”, αλλ’ όμως ικανή να ξεσηκώνει τις ψυχές σε αγώνα κατά των παθών και να τις γεμίζει με αγάπη για τον Κύριο. Ανοιγε ορίζοντες θεογνωσίας και οδηγούσε σε μετάνοια.

Ζούσε σαν ασκητής σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, και αναμφίβολα ήταν ένα “σκεύος” της ερήμου, που έμενε και αγωνιζόταν σε μία πολυάνθρωπη πόλη.

Η μελέτη της θαυμαστής ζωής και των έργων του, φανερώνουν άνθρωπο που δεν θα ομολογούσε απλώς τον Χριστό, όταν θα τον οδηγούσαν “ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων” - που δεν ήταν και λίγες αυτές οι στιγμές -, αλλά ολόκληρη η ζωή του ήταν μία ομολογία Χριστού. Με αυτήν επιβεβαίωνε ότι δεν αδιαφορούσε απλά για την ανθρώπινη δόξα, τον πλούτο και τις ηδονές του κόσμου, αλλά έμπρακτα φανέρωνε πως δόξα και ηδονή γι’ αυτόν ήταν να συζεί και να συνυπάρχει με τον Χριστό.

Επειδή λοιπόν “ετρώθη” από τον θείο έρωτα από την παιδική του ακόμη ηλικία, “αγάπησε τον Κύριο και Θεό του με όλη την καρδιά του και την ψυχή του, με όλο τον νου του και με όλη την δύναμή του” (Μαρκ. 12,30), και ταύτισε το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, και ο Θεός έγινε το κέντρο της ζωής του.

Το ταξίδι για τους ουρανούς κράτησε μία ολόκληρη ζωή, 87 χρόνια, και η επίγεια βιοτή του ήταν μία σκληρή και επίπονη πορεία προς συνάντηση του Κυρίου, σε πείσμα του διαβόλου “που σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιφερόταν ζητώντας να τον καταβροχθίσει”(Α΄ Πέτρου 5,8).

Ομως ο ίδιος, σηκώνοντας δοξολογικά τον όποιο σταυρό η Χάρις του Θεού επέτρεπε, έκανε πράξη την διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή που μιλά για την αντίρροπη προς την αμαρτία πορεία, του εραστή των υπερκόσμιων εμπειριών.

Σύμφωνα με τον Αγιο Μάξιμο, ο άνθρωπος του Θεού με την σταυροαναστάσιμη ζωή του και τον θεονοσταλγικό αγώνα του δεν βιώνει τη διάσπαση που προκαλεί η αμαρτία, αλλά την ενότητα με τον Θεό. Είναι η μεγαλύτερή του χαρά και η απαρχή όλων των άλλων καρπών που θα μνημονεύσουμε στη συνέχεια.

Αν ο έρωτας ενώνει τους ανθρώπους σε κοινό αγώνα και υπέρβαση των δυσθεώρητων δυσκολιών που αναφύονται, ο Θείος έρωτας ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέγει σχετικά: “από τότε που γνώρισα τον Κύριό μου, ο οποίος αιχμαλώτισε την ψυχή μου, από τότε άλλαξαν όλα μέσα μου: δεν επιθυμώ πια να «κυττάξω» αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλ’ η ψυχή μου έλκεται ασταμάτητα προς τον κόσμον εκείνο, όπου είναι ο Κύριος... Γιατί Αυτός αιχμαλώτισε την ψυχή μου κι αυτή Τον αναζητεί και Τον επικαλείται... Και τόσο έλκεται κοντά Του η ψυχή μου ώστε λησμονεί όλον τον κόσμο, όταν Τον βλέπει”. (Αρχιμ. Σωφρονίου, “Ο Γέροντας Σιλουανός του Αθω”).

Αυτός ο έρωτας στάλαξε στην καρδιά του μικρού Γιώργου που μόλις 13 ετών αποφάσισε να γίνει μοναχός στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Κερνίτσας, ενώ οι αγιογραφίες του Καθολικού του υπέδειξαν την αγιότητα, ως τη μόνη και σταθερή επιθυμία που έπρεπε να έχει στη ζωή του. Οι σταυροί που κρατούσαν στα χέρια τους οι μάρτυρες, του έδειχναν ότι η θεία αγάπη και η ενότητα με τον νυμφίο της καρδιάς του Χριστό, είναι ένα “προνόμιο” που επιφυλάσσεται σ’ αυτούς που αγάπησαν όχι την ηδονή της αμαρτίας αλλά την οδύνη του σταυρού, με την ελπίδα της αναστάσεως.

Το ευχαριστώ της καρδιάς του προς τον Θεό και η απόδειξη της αγάπης του προς Αυτόν, ήταν η μέχρι τέλους της ζωής του δοξολογική συμπόρευση με τον σταυρωθέντα και αναστάντα Ερώμενο Χριστό.

Ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει πως η ζωή του Χριστιανού είναι σταυρός καθημερινός.

Κι αυτό ήταν η ζωή όχι μόνο του μικρού Γεωργίου αλλά και η όλη ζωή του π. Γερβασίου.

Ομως τίποτα δεν μπορούσε να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού· ούτε δυσκολίες ή στεναχώριες, ή διωγμοί, ή πείνα, ή γύμνια, ή κίνδυνοι, ή θάνατος, αφού για την αγάπη του Θεού πέθαινε κάθε μέρα, όλη την ημέρα (Ρωμ. 8, 35-36). Οι μικρότητες και οι εμπάθειες κάποιων πατέρων από τις μονές που ανδρώθηκε πνευματικά αλλά και όλη η ζωή του, με την αντίστοιχη εθνική - ως στρατιωτικός ιερέας - και ταυτόχρονα εκκλησιαστική του πορεία, του έδωσαν την ευλογία να φέρει στο σώμα του και στη ζωή του τα στίγματα του γλυκύτατου Ιησού. Μία ελαφρά χωλότητα του ποδιού του, λόγω των δραματικών οδοιποριών, πείνα, συκοφαντίες, φυλάκιση, στρατοδικείο, επιθέσεις από εκκλησιαστικά και λαϊκά πρόσωπα, κίνδυνος της ζωής του, ταπεινώσεις, διωγμοί, εξορία, εγκλεισμός και πολλά άλλα, ήταν τα παράσημα που απέκτησε, “άλλοτε από ζηλοφθονία, ενίοτε από κακία, ίσως και από αδυναμία κατανόησης του έργου του, ή και από καθαρά πολεμική διάθεση, ή διαβολικό επηρεασμό” (“Γέρων Γερβάσιος Παρασκευόπουλος” Ευάγγελος Λέκκος).

Ομως ο Αγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης λέγει ότι: “οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ως αδικημένοι έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό και αγάλλονται στην εξορία και στη φυλακή σαν να βρίσκονται στον Παράδεισο, διότι όπου Χριστός εκεί Παράδεισος” (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Πνευματικός Αγώνας).

Ο “Παππούλης” της Πάτρας είχε αφιερώσει τη ζωή του στον Χριστό με μαρτυρική αυταπάρνηση και ήταν έτοιμος για χάρη Του να φθάσει ως τον θάνατο.

Βιώνοντας λοιπόν την αγάπη του Θεού ως θυσία, δεχόταν τους χλευασμούς, τις ύβρεις και όλες τις προσβολές, τις ατιμώσεις και τις δοκιμασίες με θεοπρεπέστατο φρόνημα, γι’ αυτό και με αφίλαυτη παρρησία μπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση του αγαπημένου του Ιησού: “Γερβάσιε με αγαπάς”; “Ναι Κύριε, εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ” (Ιω. 21,15-17).

Οι τιτάνιοι πνευματικοί και σωματικοί αγώνες του δεν αποσκοπούσαν σε προσωπικά οφέλη αλλά στην έκφραση της ευγνωμοσύνης του προς τον Χριστό που εγκαταλείφθηκε, περιφρονήθηκε, μαστιγώθηκε και σταυρώθηκε για τη σωτηρία και την δόξα μας.

Και δίνοντας την αγάπη του στον Κύριο, έπαιρνε τη θεία αγάπη και έτσι ο δικός του έρωτας για τον γλυκύτατο Ιησού γινόταν θερμότερος, εντονότερος και ως ποτάμι, ξεχείλιζε από την πυρφόρα καρδιά του όχι μόνο στους γύρω του, αλλά σ’ όλη την δημιουργία, ως δροσοσταλίδα θείας ξεκούρασης και ως ανεξάντλητη πηγή θείου ελέους.

Αυτή λοιπόν η πολυπόθητη για τη νύμφη ψυχή Θεοκοινωνία, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, καταργεί το χάος που δημιούργησε στον άνθρωπο η αμαρτία με τη διάσπαση των τριών ψυχικών δυνάμεων, του νου, της καρδιάς και της θέλησης, και όλα συγχρονίζονται και ενώνονται στο πρώτο και μοναδικό κέντρο, τον Θεό.

Στον άνθρωπο του Θεού ο νους σκέφτεται ό,τι θέλει ο Θεός, η καρδιά επιθυμεί ό,τι θέλει ο Θεός και η θέληση τηρεί το θέλημα του Θεού.

Κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει αργία, αδράνεια, απομόνωση και σιωπή για τον άνθρωπο αλλά εγρήγορση, ετοιμότητα, σοβαρότητα συνέπεια και εργασία συνεχή στο χωράφι της ψυχής, με “λίπασμα” τους λόγους του Ευαγγελίου και των θεοφόρων Πατέρων, και “ζωηφόρο νερό” την χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Ο αγωνιστής χριστιανός μετά από τις αλλεπάλληλες μάχες που δίνει, αρχίζει να μαθαίνει την τέχνη του αόρατου πολέμου που κατεργάζεται ο διάβολος, γιατί σίγουρα υπάρχουν τόσες και τόσες φορές που κάμπτεται και καταβάλλεται. Γνωρίζει όμως ότι δεν έχασε για πάντα τον πόλεμο και ότι δεν προορίζεται για την αιώνια κόλαση. Γι’ αυτό επανέρχεται αμέσως και συνεχίζει και πάλι με δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό, τον μέχρι τέλους της ζωής του τιτάνιο αυτόν αγώνα.

Αλλωστε για τους Πατέρες, εκείνος που πέφτει και σηκώνεται δεν θεωρείται νικημένος αλλά νικητής.

Ο Αγιος Σεραφείμ του Σάρωφ μας λέγει ότι σε αντίθεση με τον αμαρτωλό που υποκύπτει και γονατίζει, ένας άνθρωπος που παλεύει είναι δυνατόν να φθάσει στην αγιότητα χάρη στην αποφασιστικότητά του. Είναι αυτή που “ξεσηκώνει” τον αγωνιστή σε αποφασιστικές μάχες, γιατί εκ πείρας γνωρίζει ότι “όλα τα μπορεί, χάρη στον Χριστό που τον δυναμώνει” (Φιλιπ. 4,13), και γιατί δεν λησμονεί και τον άλλο λόγο του Αποστόλου Παύλου ότι “όταν φαίνεται πως έχει χάσει κάθε δύναμη, τότε είναι πραγματικά δυνατός” (Β΄ Κορ. 12,10).

Αυτός λοιπόν ο αγωνιστής είναι ένας στρατιώτης που το μόνο που επιθυμεί είναι να νοικοκυρέψει “τα του οίκου του”, δηλαδή να ενορχηστρώσει τον νου, τη θέληση και την καρδιά του, όπως λέγει ο Αγιος Θεοφάνης ο Εγκλειστος, με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμα να μοιάζει με την τέλεια αρμονία που βγάζει ένα μουσικό όργανο όταν έχουν κουρδιστεί  σωστά οι χορδές του.

Οι πατέρες θέλουν ο νους του ανθρώπου να αναπαύεται στην ευχή, δηλαδή την προσευχή, για να φωτίζεται από την Παρουσία του Αγίου Πνεύματος και μέσα σ’ αυτή την μακάρια μνήμη του Θεού η καρδιά να γίνεται, σύμφωνα με τον Αγιο Μάξιμο, ο δεσποτικός θρόνος όπου αναπαύεται μεν ο Θεός, ξεκουράζεται δε η ψυχή και το αποτέλεσμα είναι να νιώθει τόση τρυφερότητα με την παρουσία του Θεού, ώστε να μην θέλει να πικράνει Εκείνον που συγκαταβαίνει στη δική του ανθρώπινη μικρότητα. Αιχμάλωτος αυτής της αγάπης, τον σκέφτεται συνεχώς, τον λατρεύει καρδιακά και η μόνη επιθυμία του είναι να μην θέλει κάτι διαφορετικό από αυτό που ζητά ο Νυμφίος της καρδιάς του.

Ετσι λοιπόν ενώ ο αμαρτωλός άλλα σκέφτεται, άλλα θέλει η καρδιά του, άλλα επιθυμεί και κάνει, ο άνθρωπος του Θεού αγωνιζόμενος με γνώμονα την ευλογητή αυτή υπέρβαση των ψυχικών και σωματικών του παθών, κατορθώνει να μην τον αναπαύει τίποτα στην παρούσα ζωή, παρά μόνο η τήρηση των θείων εντολών και το καθήκον που αυθόρμητα προκύπτει μπρός σ’ αυτή τη Δεσποτική αγάπη.

Αυτή λοιπόν η τήρηση των εντολών του Θεού και το καθήκον που απέρρεε από την αίσθηση της μεγαλειότητας της Θείας αγάπης, έκανε τον Πατέρα Γερβάσιο να μην μπορεί να διαχειριστεί αλλιώς τα πράγματα στη ζωή του παρά μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που ζητά ο Θεός.

Η αγαπώσα τον Θεό καρδιά του, ο νους του και οι επιθυμίες του, άριστα μπορούν να παρομοιαστούν με το ηλιοτρόπιο που κινείται σύμφωνα με την πορεία του ήλιου, μόνο που αυτός ταυτιζόταν με τον “Νοητό Ηλιο της δικαιοσύνης”, και εναρμονιζόταν απαρέγκλιτα με το θέλημά Του και τους κανόνες της Εκκλησίας.

Γι’ αυτόν δεν υπήρχε κάτι άλλο εκτός από τις επιθυμίες Αυτού που αιχμαλώτισε όλο το είναι του. Οταν ο Αγιος Νεκτάριος, περί το 1905, στην Ριζάρειο Σχολή όπου δίδασκε το μάθημα της Ποιμαντικής, ρώτησε ποια είναι τα καθήκοντα “του Ποιμένος”, ζήτησε την άδεια ο νεαρός διάκονος Γερβάσιος και είπε:

“Καλός ποιμένας δεν είναι αυτός που τυπικά, ως επαγγελματίας υπάλληλος, ασκεί τα καθήκοντά του, αλλά αυτός που ολόψυχα και ενσυνείδητα αφιερώνεται στην Εκκλησία, που αδιάκοπα αγωνίζεται να κάνει βίωμα στο ποίμνιό του τις υποθήκες του Ευαγγελίου και των γραφών, που μπαίνει στην ουσία αυτών που διδάσκει και τα κάνει εύληπτη τροφή στους πιστούς. Είναι αυτός που στηλιτεύει τους αντιδραστικούς και αντιμετωπίζει τον φαρισαϊσμό με το μαστίγιο, όπως ο Κύριος στον Ναό του Σολομώντα. Είναι αυτός που είναι υπόδειγμα λιτότητας και αφιλοχρηματίας, στοργικός σε φίλους αλλά και εχθρούς, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει τον εαυτόν του ως θυσία, προκειμένου να περισώσει το χαμένο πρόβατο. Με μία λέξη, αυτός που είναι αδιάβλητος σε κάθε τι, για πάντα και από όλους”. Η δε ομολογία του Αγίου Νεκταρίου που προφητικά αναφερόμενος στον νεαρό διάκονο, διέκρινε στο πρόσωπό του “τον αυριανό ηγέτη της Εκκλησίας και τον πραγματικό ποιμένα του χριστεπώνυμου πληρώματος” (Αλέξανδρος Χριστοδούλου: Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος), ενισχύει την κοινή διαπίστωση για τον όσιο Γέροντα, ότι σκοπός της ύπαρξής του ήταν να ταυτίσει τις ψυχικές του δυνάμεις με το θέλημα του Θεού και αυτό να υπηρετήσει ανυποχώρητα, μέχρι τέλους της ζωής του.

Η καρδιά του προσφέρθηκε ολοκληρωτικά στο φως της τρισηλίου Θεότητας, και γεμάτη από νοήματα πνευματικά έδιωξε το σκοτάδι, τον φόβο και τα δεσμά του αυτοπεριορισμού, και αυτοπροαίρετα διακόνησε το θέλημα και τον λόγο του Θεού “ψυχή τε και σώματι”.

Στάθηκε με αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό του και η συνέπειά του στην βίωση και εφαρμογή του θείου θελήματος, τον ανέδειξε ζηλωτή της βασιλείας του Θεού, “χωρίς ευκαμψία ή ελαστικότητα”, αλλά ολόισιο, όπως ήταν οι κολόνες του βυζαντινού ναού της Μονής Κερνίτσας όπου έδωσε τους όρκους της πρώτης του αφιέρωσης.

Ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει συνεχώς πως “καλούμαστε να αποκτήσουμε ελεήμονα καρδιά” γιατί ο εγωιστικά κλεισμένος στον εαυτό του, ο αυτάρκης, ο άκαρδος, ο αδιάφορος, δεν θα δει Θεού πρόσωπο, διότι σ’ αυτόν η αμαρτία καλά κρατεί, και οι άνθρωποι γι’ αυτόν δεν είναι οι αδελφοί του, αλλά οι ανώνυμοι άλλοι που ποσώς τον ενδιαφέρουν.

Την τραγική διάσπαση των ανθρώπων που προκάλεσε η αμαρτία και που είναι μία από τις οδυνηρές συνέπειες που επισημαίνει ο Αγιος Μάξιμος ο ομολογητής, την εξαφανίζει η χαρά της σωτηρίας που μας χάρισε ο γλυκύτατος Ιησούς με την αρχοντική αγάπη του, η οποία όχι μόνο αδελφοποίησε τους ανθρώπους, αλλά τους κατέστησε μέλη του σώματός Του.

Ετσι λοιπόν, όποιος αληθινά αγαπά τον Θεό, αγαπά και την έμψυχη εικόνα Του, που είναι ο κάθε άνθρωπος. Αυτές οι δύο αγάπες αλληλοπεριχωρούνται. Η κάθε μία περιέχει και περιέχεται στην άλλη. Οταν ανυψωνόμαστε στην αγάπη του Θεού, συναντούμε και την αγάπη του αδελφού μας.

Ο ευαγγελιστής της αγάπης Ιωάννης λέγει ότι “αν κάποιος πει ότι αγαπά τον Θεό ενώ μισεί τον αδελφό του, είναι ψεύτης” (Α΄ Ιω. 4,20), γιατί “Οποιος αγαπάει τον Θεό πρέπει ν’ αγαπάει και τον αδελφό του” (Α΄ Ιω. 4,23). Αλλωστε ένας από τους Πατέρες της ερήμου αναφέρει: “Είδες τον αδελφό σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου”.

Μόνο με τη διπλή αυτή αγάπη ολοκληρώνεται η σωτηρία, γιατί μέσα στον άνθρωπο οφείλει να χωράει ο Θεός και όλοι οι άνθρωποι.

Αναφερόμενος στο πρόσωπο του Ιησού, ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι δύσκολα θα βρισκόταν άνθρωπος έτοιμος να θυσιαστεί για τον φίλο του, ενώ ο Χριστός πέθανε για μας τη στιγμή που εμείς ήμασταν εχθρικοί ή ξένοι απέναντί Του... Και δεν πέθανε μόνο για όσους Τον γνώρισαν, για εκείνους που έγιναν μαθητές Του, άξιους και ανάξιους, αλλά και για όσους Τον καταδίκασαν άδικα και Τον κάρφωσαν πάνω στον Σταυρό.

Επομένως άνθρωπος του Θεού δίχως αγάπη δεν υπάρχει. Πίστη και καθαρός βίος δεν αρκούν δίχως την αγάπη. Η έλλειψη αγάπης δηλώνει έλλειψη πραγματικής και ουσιαστικής ζωής. Δηλώνει παραμονή σε μία αδιάφορη πορεία, όπου κυριαρχεί το ψύχος και το σκοτάδι της νεκροφόρας αμαρτίας.

Καθένας μας λοιπόν πρέπει να υποβάλλει διαρκώς στον εαυτό του το ερώτημα: “Είμαι χριστιανός; Μπορεί κάποιος ίσως, μέσα από μένα, να αναγνωρίσει το πρόσωπο του Χριστού, να νιώσει στους παλμούς της καρδιάς μου την αγάπη του Χριστού, να μάθει την σοφία και τη δικαιοσύνη Του στους λόγους και στις σκέψεις μου, να αποκτήσει γνώση ή εμπειρία των οδών του Θεού μέσα από τις πράξεις μου, από τον τρόπο που συμπεριφέρομαι απέναντι στη ζωή, απέναντι στον κάθε άνθρωπο, απέναντι στον Θεό”;

Στο τόσο σημαντικό για τη σωτηρία του ανθρώπου ερώτημα, όπου Θεός, άνθρωπος και συνάνθρωπος χωρούν σε μία και μόνο καρδιά, ο όσιος Γέροντας σίγουρα θα απαντούσε μετά παρρησίας καταφατικά. Η καρδιά του ήταν μία μεγάλη αγκαλιά που χωρούσε τους πάντες και τα πάντα. Ζούσε για τον Θεό και τους αδελφούς του, και μέσα από αυτούς αναπαυόταν ο ίδιος. Για τον παππούλη ίσχυε αυτό που λέγει ο ψαλμωδός, ότι δεν ύπνωσαν οι οφθαλμοί του και δεν έκλεισαν τα βλέφαρά του, ούτε ξαπόστασε το κουρασμένο από τις μέριμνες, τις φροντίδες και τις αγρυπνίες μέτωπό του, γιατί είχε να περιποιηθεί τους αδελφούς του, για τους οποίους ο Χριστός Πέθανε και Ανέστη.

Ο Αγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης είχε πει ότι: “ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. «Λειώνει» από τον πόνο για τους άλλους, εύχεται, παρηγορεί. Και ενώ παίρνει τον πόνο των άλλων, είναι πάντα χαρούμενος γιατί ο Χριστός του παίρνει τον πόνο και τον παρηγορεί πνευματικά” (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου “Λόγοι, Πάθη και Αρετές”).

Αυτούς τους πόνους της εποχής του και των ανθρώπων της, σήκωσε ο Γέροντας με αδιάκοπη συνέχεια και συνέπεια. Το λειτουργικό, κηρυκτικό, ποιμαντικό και κατηχητικό του έργο είναι ανεπανάληπτο και πρωτοποριακό. Καθιέρωσε τακτικές Θείες Λειτουργίες ενώ εισήγαγε και τις πολύ πρωινές ευχαριστιακές συνάξεις στην Αγία Αικατερίνη.

Η εξομολόγηση των χιλιάδων πιστών συνεχιζόταν από νωρίς και κάποιες φορές έφθανε μέχρι τα μεσάνυχτα.

Καλλιέργησε στους πιστούς που εξομολογούντο να προσέρχονται συχνά στη Θεία Κοινωνία και όχι 3 ή 4 φορές τον χρόνο από συνήθεια ή “για το καλό”.

Κήρυττε καθημερινά και με άκαμπτη σταθερότητα την Ευαγγελική αλήθεια. Ηταν ανυποχώρητος, καυστικός, απόλυτος, άτεγκτος απέναντι σε κάθε τι που δεν ταυτίζεται με τον λόγο του Θεού, ενώ οι μουσικές, τα ξεφαντώματα, το Καρναβάλι και πολλές άλλες συνήθειες, ήταν εκ των προτέρων απαγορευτικές.

Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για τους νέους. Ακόμη και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του έλεγε: “Σας εμπιστεύομαι τα παιδιά μου, τα νήπιά μου, το αύριον του Εθνους, τας χρυσάς ελπίδας του αιωνίου μέλλοντός μου...”.

Ηταν ο πρώτος στο πανελλήνιο που οργάνωσε, το 1923 Κατηχητικά σχολεία στον Ναό του Αγίου Δημητρίου Πατρών και σε όλη την Πάτρα με πολύ μεγάλο αριθμό παιδιών και επιπλέον ίδρυσε 2 κατασκηνώσεις.

Η φιλανθρωπική του δράση, η ανιδιοτελής προσφορά του, η ακούραστη διακονία του, τον έκαναν υπόδειγμα κληρικού. Μεριμνούσε για τους φυλακισμένους, για τους φτωχούς και είχε γίνει ο προστάτης των 7.000 περίπου προσφύγων που είχαν φθάσει στην Πάτρα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.

“Εμεινε παροιμιώδης η συνέπεια, η άσκηση και η πενία με την οποία ζούσε. Ενα πλινθόκτιστο κελάκι στις πιο φτωχικές συνοικίες, πότε στα “γύφτικα” και πότε στα “προσφυγικά” των Πατρών ήταν το αληθινό του ξεκούρασμα. Ανέβηκε φτωχός στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και αργότερα των Πατρών και έφυγε πένης” (Κων. Κούρκουλα, “Ενας Γενναίος Αγιος”).

Ολα αυτά που επιγραμματικά προανέφερα στην αγάπη σας, και η δημιουργία τόσων και τόσων σχολών και δραστηριοτήτων που παρέλειψα, δείχνουν έναν φτωχό ιερομόναχο να χωρά στην καρδιά του όχι μόνο την Πάτρα, αλλά όλη την Εκκλησία και για να είμαστε ακριβείς τον Χριστό μαζί με τους επίγειους αλλά και ουράνιους φίλους Του.

Η πνευματική αγάπη που είχε αποκτήσει ο Γέροντάς μας, με την εγκατάλειψή του στον λόγο του Θεού και στο θέλημά Του, του έδωσε την δύναμη όχι μόνο να συμμετέχει στις δοκιμασίες και στις θλίψεις των ανθρώπων, αλλά με την πολυδιάστατη και χαρισματική ζωή του να φανερώνει το μεγαλείο της Θεανθρώπινης αγάπης του εσφαγμένου Αρνίου, σε κάθε ψυχή που αναπαυόταν κοντά του και ήταν πρόθυμη να πορευθεί τον σταυροαναστάσιμο δρόμο της αγιότητας και της θέωσης.

Ομως θα ήταν ατελής η αναφορά μου στην οσιακή πορεία του Πατρός Γερβασίου αν δεν ανέφερα στην αγάπη σου, ευλογημένε λαέ του Θεού, και το στοιχείο εκείνο το οποίο παρατηρούμε σε ψυχές  που εζήλωσαν την ολοκληρωτική αγάπη του Θεού και που εκδηλώνεται και σε αυτήν την κτιστή δημιουργία.

Αλήθεια πόσο παράξενο και ασυνήθιστο είναι να ακούς τον ασκητή της συριακής ερήμου και εννοώ τον Αγιο Ισαάκ, να λέγει ότι: “η ελεήμων καρδιά δεν περιορίζεται μόνο στην θυσιαστική αγάπη υπέρ των ανθρώπων, αλλά με έμπονη διάθεση προσεύχεται για όλη την κτίση, για τα πουλιά, για τα ζώα, για τους δαίμονες που ξέπεσαν λόγω του εγωισμού τους και είναι δυστυχισμένοι λόγω της αμετανοησίας τους και για όλα τα δημιουργήματα· και μόνο που φέρνει στον νου του ο άνθρωπος αυτός όλες αυτές τις εικόνες, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Δεν αντέχει να ακούσει ή να δει να γίνεται κάτι κακό στην κτίση. Και γι’ αυτό οποιαδήποτε ώρα προσεύχεται με δάκρυα”.

Αλήθεια, πόση λεπτή εργασία έχει γίνει σ’ αυτές τις ευλογημένες υπάρξεις που -κατά τον Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή- εξουδετέρωσαν με την ένθεη ζωή τους και την τελευταία διάσπαση της αμαρτίας μεταξύ ανθρώπου και κτίσεως;

Τα πάντα αποκαθίστανται μπροστά στον Πνευματοφόρο άνθρωπο που αγαπητικά κινείται στη δημιουργία με διάκριση και αρχοντιά, και ως βασιλιάς της μεριμνά, νοιάζεται και προσεύχεται για την συνανύψωσή της από τη φθορά στο φως του Χριστού.

Τα ζώα, τα φυτά, το υδάτινο στοιχείο, τα καιρικά φαινόμενα αλλά και όλη η δημιουργία υποκλίνεται σ ’αυτή την υπέρλογη αγάπη που εισπράττει από τον άνθρωπο του Θεού. Η Εκκλησία είναι ο επίγειος παράδεισος όπου οι θεούμενοι Χριστιανοί προσφέρουν την υπερκόσμια λειτουργία, υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης, υπέρ πάσης πόλεως, νήσου, χώρας και της σωτηρίας αυτών. Ολοι και όλα λειτουργούνται και αγιάζονται. Οι φιλόθεες υπάρξεις δεν μισούν τη δημιουργία, ούτε την ύλη, αλλά την αγιάζουν με την ενάρετη ζωή τους και την ένδακρυ μετάνοιά τους. Αυτή η μέριμνα και φιλία δεν είναι εμπαθής, ούτε καλύπτει υπαρξιακά και ψυχικά κενά των αγίων αλλά είναι το αποκορύφωμα της αγάπης τους, που δεν αφήνει τίποτα έξω από την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.

Επειδή έχουν αγαπήσει τον Χριστό, έχουν αγαπήσει και τα δικά Του. Δεν μπορούν να βλέπουν τα ζώα ή τα φυτά να υποφέρουν από ανθρώπινη αδιαφορία και αμέλεια ή να καταστρέφονται από σκληρότητα.

“Πρέπει να συμπάσχει η καρδιά μας – έλεγε ο Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης – και να αγαπούμε όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά να συμπονούμε κάθε πλάσμα, κάθε κτίσμα του Θεού. Οπως ένα πράσινο φύλλο του δέντρου που το κόψαμε χωρίς λόγο. Δεν είναι βέβαια αμαρτία, αλλά η καρδιά που έμαθε να αγαπά λυπάται και το φύλλο, όπως κι όλη την κτίση” (Αρχιμ. Σωφρονίου: “Γέροντας Σιλουανός του Αθω”).

Με γνώμονα και οδηγό την αγάπη προς τη δημιουργία, φιλόθεες ψυχές φρόντισαν, ώστε άδενδροι τόποι να γεμίσουν από πράσινο, φυτεύοντας οι ίδιοι ή βάζοντας και δικά τους πνευματικά παιδιά να συνεργήσουν σε αυτό.

Ολα δοξολογούν τον Θεό, και όλα δέχονται τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Ο όσιος λοιπόν Γέροντας Γερβάσιος, στην πολύπλευρη και αξιοθαύμαστη έκφραση της ανιδιοτελούς αγάπης του, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει έξω τη μέριμνα για τη δημιουργία του Θεού. Οι κατασκηνώσεις που οργάνωσε έφεραν τα παιδιά πιο κοντά στον δημιουργό και στη φύση και εκεί δούλεψε τις εύπλαστες καρδιές τους και τα έμαθε να αγαπούν τον Θεό, τους ανθρώπους αλλά και όλη τη δημιουργία. Ηταν φυτώρια αγιότητας. Αναδείχθηκαν όμως και φυτώρια δέντρων. Στο τότε ησυχαστήριο, όπου λειτουργούσε η μία από τις δύο κατασκηνώσεις και τώρα Γυναικεία μονή του Προφήτη Ηλία, στις 17 Φεβρουαρίου του 1929, ο Γέροντας Γερβάσιος μαζί με παιδιά από τις κατηχητικές του ομάδες, φύτευσε μαζί με άλλα δέντρα και ένα πεύκο στο οποίο διάβασε ο ίδιος ειδική ευχή. Οταν το 1960 χρειάστηκε να κοπεί, με έκπληξη είδαν “ότι σε κάθε κυκλική φέτα του ξύλου του κορμού του πεύκου αυτού, είχε σχηματισθεί θαυματουργικά ο Τίμιος Σταυρός”, ενώ με κατάλληλο όργανο “διαπιστώθηκε ότι στα τέσσερα άκρα του Σταυρού είναι θαυματουργικά αποτυπωμένες η Γέννηση, η Βάπτιση, η Σταύρωση και η Ανάσταση”.

Τα πάντα μιλάνε αδελφοί μου για την αγάπη του Θεού προς εμάς και τα πάντα δοξολογούν τον Θεό. Ολα ευλογούνται από ψυχές θεονοσταλγικές και θεοπόθητες. Ο Πατήρ Γερβάσιος ένδακρυς είδε όχι απλώς ένα θαύμα, αλλά τους καρπούς της ενότητας που χαρίζει η παρουσία του Θεού.

Τελικά το θαύμα δεν ήταν ο Σταυρός του πεύκου αλλά η αγάπη του Γέροντα, που ήταν τόσο μεγάλη που δεν αγκάλιασε μόνο έναν λαό αλλά όλη τη δημιουργία και την κτίση, και ήταν αυτή η αγάπη που εκτυπώθηκε ως σταυρός στο ξύλο του Πεύκου, αφού και ο Σταυρός του Κυρίου μας καταγγέλλει την άπειρη αγάπη του Θεού για μας.

Ο Αγιος Ιουστίνος ο εκ Σερβίας λέγει ότι “ο βίος των Αγίων είναι μία ιδιόμορφη ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια, στην οποία μία ψυχή πεινασμένη και διψασμένη για αιώνια δικαιοσύνη, αλήθεια, αθανασία και ζωή, μπορεί να βρει όλα όσα χρειάζεται” (Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς: Ανθρωπος και Θεάνθρωπος).

Αυτό ισχύει και στην περίπτωσή μας, όπου ήλθαμε στον ευλογημένο αυτό κατασκηνωτικό χώρο της Αναπλαστικής Σχολής, να λατρεύσουμε και “πάλιν και πολλάκις” τον Τριαδικό Θεό, να τιμήσουμε τους “φίλους Του”, δηλαδή τους Αγίους Αποστόλους και την Αγία Παρασκευή και μαζί με αυτούς τον όσιο Γέροντα Γερβάσιο Παρασκευόπουλο που με τις επευφημίες του Πιστού λαού, Αγιος – Αγιος, ετάφη εδώ στις 30 Ιουνίου 1964 και με τις ίδιες επευφημίες, Αγιος – Αγιος, έγινε η εκταφή των λειψάνων του στις 30 Ιουνίου του 2014, 50 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Χρυσόστομο.

Ο ίδιος ο Γέροντας, όπως δηλώνει και το επίθετό του, –Παρασκευόπουλος– υπήρξε παιδί του Χριστού και η ζωή του ήταν μία προετοιμασία, προπαρασκευή για τον ουρανό. Το χριστιανικό του όνομα Γεώργιος, του υποδείκνυε ότι έπρεπε να καλλιεργήσει το χωράφι της ψυχής του με υπομονή, πίστη, δάκρυα, προσευχή και να το “ποτίσει” με το δροσερό νερό της αγάπης αλλά και όλων των άλλων αγίων αρετών. Το δε μοναχικό του όνομα –Γερβάσιος– διατρανώνει την αλήθεια ότι το ευαγγέλιο έγινε η βάση της ζωής του, πάνω στο οποίο πορεύτηκε με οσιότητα και δικαιοσύνη, αλλά και το “φυλάκιο” της ιερατικής του Σκοπιάς, όπου όχι απλώς περιφρούρησε αλλά και οδήγησε αναρίθμητες ψυχές στην αγκαλιά του Θεού και τώρα απολαμβάνει τα “γέρα”, δηλαδή τα βραβεία τα ουράνια μαζί με την Παναγία μας, τους Πανεύφημους Αποστόλους αλλά και όλους τους Αγίους μας.