Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης

Δρος Βυζαντινής Τέχνης

H περιήγηση στο Αγιον Ορος είναι μία μικρή ψυχοσωματική άσκηση, μία προετοιμασία για κάτι σημαντικό. Γι’ αυτό το πάντοτε μοναδικό Αγιον Ορος είναι κάτι πιο βαθύ σε περίοδο νηστείας. Αν διαβάσει όμως κανείς περιγραφές στη δεκαετία του ’60, θα νιώσει απογοήτευση. Λίγοι γέροντες, ανήμποροι καλόγεροι σε ιδιόρρυθμα μοναστήρια γιόρτασαν τη Χιλιετία του Αγίου Ορους (963-1963). Κι όμως αμέσως μετά άλλαξαν τα πάντα. Πριν τελειώσει η δεκαετία (1968), δημιουργήθηκε αρχικά το νέο κοινόβιο στη Μονή Σταυρονικήτα υπό τον ηγούμενο π. Βασίλειο Γοντικάκη και προηγούμενο τον ιερομόναχο π. Γρηγόριο, και οι δύο με θεολογικές σπουδές στο εξωτερικό. Ο πρώτος υπήρξε ομιλών παντού στην Ελλάδα, διαφήμισε όσο κανείς την αγιορείτικη ανανέωση, εξέφρασε δε κάποτε ίσως το πιο χαρακτηριστικό Περιηγητικό του χώρου: «Οταν έρχομαι στο Αγιον Ορος είναι σαν να ανοίγομαι σε όλον τον Κόσμο». Συγγραφέας της ιστορικής λειτουργικής μελέτης «Εισοδικόν». Ο δεύτερος ασχολήθηκε με επιστημονικά διατυπωμένες μελέτες, ομοίως, με στόχο την ανανέωση της λειτουργικής ζωής. Εκτοτε και τα υπόλοιπα μοναστήρια δέχονταν ή ανέπτυσσαν νέες κοινοβιακές αδελφότητες.

Για την αναγέννηση του Αγίου Ορους υπήρξαν πολλοί παράγοντες. Πρωτίστως η ιστορική παράδοσή του, η μεγάλη δύναμη που είλκυσε νέους μοναχούς, αντιδρώντας στη γενικότερη κρίση του αστικού πολιτισμού. Αλλά και αποφεύγοντες να “εγκλεισθούν”, αφού ο τόπος αυτός ήταν πάντα και Πανελλήνιον και International.

Οι νέες αδελφότητες καλλιεργούσαν υποδοχή επισκεπτών, ιδίως νέων, φοιτητών. Από αυτούς τους ευτυχείς ήμουν κι εγώ, συνδυάζοντας και ερευνητικό ενδιαφέρον. Δεν πήγαιναν μόνον ευλαβείς, κουλτουριάρηδες της θρησκείας, και αυτοί βέβαια, πρώτοι και καλύτεροι, αλλά και κόσμος με προβλήματα, ενίοτε δράματα.

Πολλοί ήταν οι θαυμάσιοι άνθρωποι που εγκαταβίωναν εκεί. Αλλά ένας, ο γέρων Παΐσιος, έγινε για τρεις δεκαετίες η πατρική ψυχή του Αγίου Ορους. Αρχικά συνέδραμε στην αδελφότητα του π. Βασιλείου. Πήγαιναν οι επισκέπτες στο μοναστήρι, αλλά πετάγονταν οι πιο ψαγμένοι στην καλύβα του.

Είχα πάει κι εγώ την πρώτη φορά, τριτοετής φοιτητής. Περιμένοντας πολλή ώρα, αντίκρισα έναν εσωστρεφή ανθρωπάκο, λιγομίλητο... Αν δεν είχες ακούσει για αυτόν, δεν θα σήμαινε τίποτα. Πέρασαν χρόνια κι έμαθα ότι άλλαξε διαμονή, άλλαξε και υποδοχή. Πιο γερασμένος αλλά πιο προσιτός πλέον. Δεχόταν τους πάντες, ομάδες ολόκληρες. Τι είχε, τέλος πάντων, και γινόταν μαγνήτης; Τόσο που, έλεγαν, ο ίδιος αυτοσατιριζόταν: «Εγινε μόδα». Το νέο κελλί του, στη Σκήτη κάτω από τη μονή Κουτλουμουσίου, δίπλα στην πρωτεύουσα Καρυές. Σε παρακείμενο κελλί του ο π. Γρηγόριος. Ηταν πάνω στον δρόμο που οδηγούσε στη μονή Ιβήρων. Με βόλευε, γιατί πήγαινα συνήθως εκεί και δούλευα χειρόγραφα. Είναι μοναδική εμπειρία η πορεία με τα πόδια Καρυές-Ιβήρων. Αλλά τότε, καλοκαίρι συνήθως, το Αγιον Ορος ήταν ανοικτό, καθόσουν μέχρι επτά ημέρες, πήγαινες όπου ήθελες, χωρίς πρόγραμμα, απολάμβανες τα υπέροχα, μοναδικά μονοπάτια, από μοναστήρι σε μοναστήρι, δρόμοι τότε ελάχιστοι. Γνώριζες ανθρώπους, Νόον. Αργότερα όμως η μεγάλη προσέλευση επισκεπτών ελάφρυνε τέτοιες συνήθειες...

Γνώρισα από κοντά πνευματικούς ανθρώπους, έμαθα πράγματα, θάματα. Κάποιες φορές συζήτησα και με τον π. Παΐσιο, με παρέες ή κατ’ ιδίαν.

Ρωτούσαν μερικοί τι το θαυμαστό διαπίστωσα, αν μου προφήτευσε κάτι!

Ρηχότητα! Είδα κάτι σημαντικότερο. Ηταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος, διακριτικός, πονετικός. Αλλοι τσαλαβουτούν, εκείνος όποιος και αν ήσουν, άγγιζε με χειρουργική λεπτότητα. Ενιωθε τι μήνυμα έφερες, κοιτούσε να σε βοηθήσει, να σου συμπαρασταθεί. Οπως οι βιβλικές μορφές έδινε Αγγελία, όχι Παραγγελία. Δεν δίδασκε απλά: «Η καρδιά αντέχει», μου είπε μια φορά, «σ’ αυτό που αγαπάει». Τα είπε όλα. Το πηγαίο χιούμορ του δεν ήταν επιφανειακό. Οδηγούσε σε έναν μη φαινομενικό σκοπό. Από τα διάφορα μελετημένα αστεία του μας άρεσε, τότε που είχαν κατέβει οι βάσεις των εισακτέων στις Σχολές, όταν σχολίασε με νόημα: «Αντε, να φιλοτιμηθούμε. Ο Θεός κατέβασε τις βάσεις...». Συνιστούσε όμως και ολίγη... Οργή. Εναντίον του κακού, της αδικίας. Βλέποντας ενίοτε αντικοινωνική συμπεριφορά τολμούσε οδυνηρή διάγνωση. Πιο πολύ όμως στενοχωριόταν όταν παρατηρούσε στα δημόσια πολιτικά πρόσωπα την ύπαρξη ανευθυνότητας, ενώ διαπιστώνοντας πατριωτισμό, επαινούσε.

Τι πραγματικά ισχύει για αυτόν τον ξεχωριστό Νεοέλληνα της εποχής μας; Εργάστηκε για όλους, είχε τη μεγαλύτερη αλληλογραφία, χιλιάδες προσκυνητές πέρασαν από το κελλί του, οι γυναίκες στη μονή Σουρωτής. Πολλά γράφηκαν, περισσότερα άλλοι διαδίδουν από στόμα σε στόμα, ιδίως για το μέλλον της Ελλάδας. Οταν όμως λέγει κάποιος κάτι, αυτό ισχύει για ειδική περίπτωση, δεν δένει αδιάκριτα παντού. Οπότε εδώ “παίζεται” το βαθύτερο νόημα κάποιων λόγων του που πολλοί περιφέρουν εν είδει τροπαίου: Γι’ αυτό όταν έκανε διάφορες ομολογίες, κατέγραφε τη γνώμη του ενυπογράφως. Κι από τις βιογραφίες του, απολύτως υπεύθυνα όσα εξέδωσε η μονή Σουρωτής, όπως και η βιογραφία του γέροντος Ισαάκ. Πολλοί που χρησιμοποιούν το όνομά του δεν έχουν ξεκάθαρους σκοπούς, όχι πάντα από άγνοια ή αφέλεια.

Αυτό όμως που δεν λένε και πολύ είναι ότι σε εποχές συλλογικής ευφορίας, έλεγε -και τον άκουσα ο ίδιος-: «Κλαίει η ψυχή μου για το κακό που έρχεται στην Ελλάδα». Πονούσε, πέρα από την πολιτική ανευθυνότητα, για γονείς που δεν αγαπούν τα ίδια τα παιδιά τους, πρωτίστως για τα αγέννητα παιδιά. Αλλά έδωσε ελπίδα: «Δεν θα χαθεί η Ελλάδα».

Η πρώτη τριανδρία που έδωσε το σύνθημα ανανέωσης του Αγίου Oρους, Βασίλειος, Γρηγόριος, Παΐσιος, άνοιξαν τον Κήπο των περιηγήσεων.