Στα νοτιοδυτικά της Ευρυτανίας, στις απολήξεις των βουνών Καλιακούδα και Χελιδώνα βρίσκεται από τον 9ο αιώνα η εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας· στις νότιες κορυφογραμμές της Πίνδου, διάλεξε η Κυρά της Ρούμελης να χτίσει το σπίτι της, μακριά από πόλεις και θορύβους αλλά κοντά σε φτωχούς, άσημους βοσκούς και σε άγριους τόπους. Από πού όμως ήρθε και με ποιο τρόπο η εικόνα της Παναγιάς;

Φεύγοντας από το Καρπενήσι και ακολουθώντας τον φιδίσιο ασφαλτόδρομο της Ποταμιάς, ακολουθώντας μία διαδρομή που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου την αναφέρει ως Ευρυτανικά Τέμπη, φτάνουμε στις αυλές της Παναγίας. Ο δρόμος προς τον Προυσό κρύβει εναλλαγές του τοπίου. Αρχικά ο τόπος είναι καταπράσινος γεμάτος από έλατα όπου χαίρεσαι να το απολαμβάνεις, ενώ λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω η φύση αγριεύει. Τα βουνά σμίγουν ερμητικά το ένα με το άλλο και συνάμα η ανθρώπινη επέμβαση τα κάνει να ανοίγουν για να φτάσουμε στο Μεγάλο και Μικρό χωριό. Εικοσιπέντε χιλιόμετρα μετά το Καρπενήσι φτάνουμε στον χώρο όπου μπορούμε να θαυμάσουμε το τύπωμα και τα πατήματα της Προυσιώτισσας. Η ευλάβεια, η πίστη και ο πόνος των ανθρώπων τούς οδήγησαν στο να χτιστεί ένα μικρό εκκλησάκι κάτω ακριβώς από τον βράχο με τα πατήματα της Παναγίας. Ανεβαίνοντας τη σιδερένια σκάλα μπορούμε να δούμε ολοκάθαρα τα αποτυπώματα που άφησε η Παναγία στο διάβα της για να φτάσει στο σημερινό σημείο που διάλεξε για να γίνει το σπίτι της. Το σπίτι του οποίου οι πόρτες είναι πάντα ανοιχτές. Πάντα μας καρτερεί η Θεοτόκος. Μας περιμένει όλους μας, να ακουμπήσουμε πάνω της τους πόνους, τα βάσανα, τις πίκρες και τα προβλήματά μας. Συνεχίζοντας το ταξίδι μας προς την Ιερά Μονή φτάνουμε στην περιοχή Τριπόταμο όπου ο ποταμός Καρπενησιώτης ενώνεται με τον Κρικελοπόταμο για να σχηματίσουν τον Τρικεριώτη και αυτός με τη σειρά του να φτάσει στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών. Αφού περάσουμε την παλιά και τη νέα γέφυρα πάνω από το σημείο της ένωσης των τριών ποταμών, ξεκινάει ο ανηφορικός πλέον δρόμος για να αγναντέψουμε από μακριά το ρολόι, ένα παλιό καμπαναριό που μας υποδείχνει ότι ο τόπος είναι αγιασμένος χάρη στην Παναγία. Εμψυχα και άψυχα αντικείμενα μάς υποδείχνουν την παρουσία της Παναγιάς μας και μας δηλώνουν ότι φτάνουμε στο σπίτι της Υψηλοτέρας όλων των Αγίων και των Αγγέλων, όλης της στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας.

Το σημερινό ρολόι τα παλιότερα χρόνια χρησίμευε ως κωδωνοστάσιο – σημείο αναφοράς, ώστε οι χωρικοί και οι βοσκοί να αφήσουν τις βιοτικές εργασίες και μέριμνες και να μαζευτούν όλοι, σαν ένα σώμα προς δόξαν του Τριαδικού μας Θεού και της οικοδέσποινας της Μονής της Παναγίας μας. Ακολουθώντας μία πορεία συνεχών στροφών στο χείλος του γκρεμού, το μάτι μας βλέπει να κρέμεται το Μοναστήρι έτοιμο να κατρακυλήσει προς τον απότομο γκρεμό. Είναι η πίσω μεριά της Μονής, το τριώροφο οικοδόμημα το οποίο σήμερα χρησιμεύει ως κατοικία των μοναχών, με την τράπεζα, τα μαγειρεία, τα γραφεία, το ηγουμενείο και τα κελιά στον τρίτο όροφο. Η σημαία του δικεφάλου αετού, σημείο κατατεθέν της Βυζαντινής μεγαλοπρέπειας, μάς υποδηλώνει ότι η Μονή είναι Σταυροπηγιακή, ότι ανήκει δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικώς. Το καλογερικό, όπως ονομάζεται το τριώροφο αυτό οικοδόμημα βρίσκεται στα ανατολικά του καθολικού. Αρχισε να κτίζεται το 1921 στο πλάτωμα, πάνω από φοβερό γκρεμό βάθους τουλάχιστον τριακοσίων μέτρων. Εχει μήκος 21μ. και 9μ. πλάτος. Κατά τη γερμανική κατοχή το οικοδόμημα αυτό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και ανοικοδομήθηκε από τον ηγούμενο Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου. Χρησιμοποιείται επίσης και σαν χώρος υποδοχής επιφανών προσώπων και χώρος διαμονής τους. Οι περίφημοι εξώστες του τρίτου ορόφου έχουν μία θέα μαγευτική και πάνω από το χάος του γκρεμού μετατρέπονται σε εξώστες του ουρανού. Κατεβαίνοντας προς τον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων, το μάτι μας δεν χορταίνει να βλέπει ολόκληρη πλέον την Ιερά Μονή. Η Κυρά της Ρούμελης μάς αποκαλύπτει το σπίτι και μας καλεί να το γνωρίσουμε για να μας φιλοξενήσει.