Σαν σήμερα ενθρονίστηκε ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος. Στον επιβατήριο λόγο που εκφώνησε είχε αναδείξει εκείνο το πρόσωπο της Εκκλησίας που είχε χαθεί και λόγω της ασθένειας του Σεραφείμ.Είχε προβλέψει πάρα πολλά που τα ζούμε στις μέρες μας. Ήθελε να αλλάξει και άλλαξε πολλά στα 10 χρόνια της θητείας του …Άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο που έχει σημαδέψει την Εκκλησία και την Ελλάδα.
Ο συγκλονιστικός επιβατήριος λόγος του μακαριστού Χριστόδουλου
Αθήναι, 9 Μαίου 1998
“Τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι; Ει καυχάσθαι δει, τα της ασθενείας μου καυχήσομαι. Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οίδεν, ο ων ευλογητός εις τους αιώνας, ότι ου ψεύδομαι” (Β Κορ. ια , 29-31)
Mε βαθειά ταπείνωση και πλήρη επίγνωση των υπερφυών περί εμέ μυστηρίων, που κατειργάσθηκε μυστικώς η θεία Χάρις, ανέρχομαι με σταθερό, πλήν αγωνιώδες βήμα, τις βαθμίδες του περιπύστου αυτού και πρώτου Αρχιεπισκοπικού Θρόνου της Εκκλησίας της Ελλάδος, υποτασσόμενος στο ανεξιχνίαστο θέλημα του Θεού. Ένα θέλημα, πού βρήκε την εκφραστική του διέξοδο, μέσα από μια πολυσήμαντη πλειοψηφία της Ιεραρχίας και μέσα από συγκινητικές και αυθόρμητες εκδηλώσεις ενθουσιασμού και χαράς του Ελληνικού Λαού, απ’ άκρου εις άκρο της Πατρίδος, πού με πιστώνουν με το βαρύ χρέος της ανταπόκρισής μου, στις ελπίδες και προσδοκίες του.
Ευχαριστώ από καρδίας τους αδελφούς μου Σεβ. Ιεράρχες, τα μέλη της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας, πού με ανέδειξαν με την εμπιστοσύνη των στον υψηλό αυτό εκκλησιαστικό θώκο, πού συνθέτει την εικόνα του προσωπικού μου Γολγοθά, μια και μοιάζει περισσότερο με επώδυνο Σταυρό παρά με χρυσοποίκιλτο θρόνο. Επίσης ευχαριστώ και τον ευσεβή ορθόδοξο Ελληνικό Λαό μας, γιατί με τις αυθόρμητες και συγκινητικές εκδηλώσεις του απέδειξε τον ακατάλυτο δεσμό του με την Εκκλησία του, στηρίζει σ’ αυτήν χρηστές ελπίδες και εμπιστεύεται τους ηγέτες της. Ευχαριστώ τους προσφωνήσαντές με Μακαριωτάτους και Σεβασμιωτάτους Πατέρες και Αδελφούς ως και τους εξοχωτάτους κ.κ. Πρόεδρον της Βουλής και Υπουργόν Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων για τους καλούς των λόγους και τις εγκάρδιες ευχές των. Τέλος ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου και την Κυβέρνηση και τον Δήμο Αθηναίων για την φιλότιμη διοργάνωση και των δύο σημερινών τελετών, τη μεγαλοπρέπεια των οποίων ούτε επιδιώξαμε, ούτε ζητήσαμε ποτέ, αρκεσθέντες στην απλή και ευπρεπή λιτότητα.
Διαδέχομαι στο θρόνο αυτό τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο κυρό Σεραφείμ, πού η πολυκύμαντη ζωή του, μα κυρίως η οδυνηρή για μας τελευτή του, έδωσαν την ευκαιρία σε όλους, πολιτική ηγεσία, λαό και ιδιαίτερα τους νέους, να διατρανώσουν, κατά την εξόδιο Ακολουθία του, την αγάπη και το σεβασμό τους προς την Εκκλησία μας. Ο αείμνηστος Προκάτοχός μου επαινέθηκε και για την προσωπική του ικανότητα να είναι προσιτός, απλός και αυθόρμητος, και για τον αντικομφορμισμό του, και την αγάπη του προς τον πάσχοντα άνθρωπο. Επίσης κατόρθωσε να κρατήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχιεπισκοπικής θητείας του την Εκκλησία έξω και πάνω από κομματικούς φατριασμούς και επιζήμιους μερισμούς, μακρυά από κάθε πολιτικό συσχηματισμό, σύμφωνα άλλωστε και με την μακραίωνα παράδοσή μας. Ας είναι αιωνία μνήμη του και ας γίνει το παράδειγμά του οδηγός για όλους μας και για εμέ, ώστε να μιμηθώ κι εγώ αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς, αποδεικνύοντας με πράξεις ότι η Εκκλησία είναι υπερκομματική, ενώνει το λαό, τιμά τους εκπροσώπους του και αγκαλιάζει αδιακρίτως όλα τα παιδιά της.
Με ιδιαίτερο σεβασμό προς την πολιότητα του θεσμού και με γλυκειά ανάμνηση των από τα νεανικά μας χρόνια προσωπικών μου σχέσεων με τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κύριο Βαρθολομαίο, στρέφω νοσταλγικά τη σκέψη μου προς το ταπεινό Φανάρι, τη θεοφύλακτη Πόλη, που σύμφρονες οι εκλεκτοί των ακοιμήτων, συναρμόζονται με τα ύψιστα, συμμαρτυρούν τα “προσταχθέντα μυστικώς” και συμβιώνουν με τη γοητεία της ιστορίας των. Στρέφω το στοχασμό μου προς τους ελεύθερους πολιορκημένους, τους “εν τη Πόλει τεχθέντας και τραφέντας”, πού η ψυχή τους περιδινούται ερωτικώς με καύση καρδίας για το παρελθόν τους” (Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου, “Εκ Φαναρίου…”, Β΄ σελ.40) και η Ρωμηοσύνη τους είναι στεφανωμένη “με την ψυχή του Γένους” (ό.π.σελ.44). Τους αξίζει η πανεθνική αϊδιος ευγνωμοσύνη και τους την προσφέρουμε ταπεινά, αξιόχρεο δώρο της καρδιάς μας και συνειδησιακό όφλημα ευθύνης. Τα θυγατρικά αισθήματα τιμής και αγάπης της από 148 έτη Αυτοκεφάλου Εκκλησίας μας, με τα οποία περιβάλλουμε ανέκαθεν την Μητέρα Εκκλησία, και τα αμφίδρομα δικά της, συναποτελούν τους αδαμάντινους κρίκους μιας χρυσής αλυσίδας, πού μας συνδέει και μας ενώνει σε αδιάλυτο σύνδεσμο εν Χριστώ, ατίμητο δώρο της Δεξιάς του Υψίστου. Χρέος μας είναι να συνεχίσουμε τους στενούς δεσμούς αγάπης και αλληλοπεριχώρησης, καθώς τώρα, “στο λυκόφως της χιλιετίας ο χρόνος για το “Φανάρι” είναι ανάσα άγχουσα” (ό.π.σελ.60). Και μπορώ σήμερα να αναγγείλω επίσημα ότι προγραμματίζεται σύντομα, μέσα στον επόμενο μήνα, η πρώτη μου επίσκεψη στο Φανάρι, ως έκφραση τιμής, σεβασμού, αγάπης προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει και τη διάθεση και τη δύναμη να σταθεί, με όλο το κύρος της παγκόσμιας εκκλησιαστικής της οντότητας, ενσυνείδητα παρά το πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την υπεράσπιση των δικαίων του. Η δε πρωτόθρονη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και ο σεπτός της Προκαθήμενος πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν όλης της καρδιάς μας τη θέρμη και όλου μας του νου τη διάθεση, ώστε να βρουν στο πρόσωπο όλης της Ιεραρχίας μας και στο δικό μου τους ακραιφνείς συναντιλήπτορες και τους δεδηλωμένους υποστηρικτές σε ό,τι αποβλέπει στη δόξα του Θεού.
Με το ίδιο πνεύμα ανεπιτήδευτης αγάπης αγκαλιάζω νοερά και όλες τις άλλες σεβάσμιες ορθόδοξες Εκκλησίες και τους σεπτούς Προκαθημένους των, όλως δε ιδιαιτέρως τους σήμερα παρευρισκομένους στην τελετή αυτή, τον Μακαριώτατο Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Πέτρο, τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Ρουμανίας κ. Θεόκτιστο, τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Μάξιμο, τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας κ. Αναστάσιο και τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο Τσεχίας και Σλοβακίας κ. Δωρόθεο, τους οποίους και εγκαρδίως ευχαριστώ, τα παλαίφατα Πατριαρχεία της Ανατολής, και τις εμπερίστατες Εκκλησίες του βορρά, με τις οποίες μας συνδέουν πολυχρόνιοι πνευματικοί δεσμοί κοινής πίστεως και κοινών αγώνων. Με τις Εκκλησίες αυτές η δική μας Εκκλησία διατηρεί παραδοσιακούς δεσμούς και επιθυμεί να τους καλλιεργήσει πιο πολύ και να αποδείξει τα ειλικρινή της αισθήματα, με τα οποία τις περιβάλλει. Με αγάπη επίσης στρέφω το νου μου προς τις απανταχού της γης διεσπαρμένες εκκλησιαστικές ελληνικές ορθόδοξες Κοινότητες των αποδήμων μας, εκφράζων την εν Χριστώ αγάπη, κοινωνία και αλληλεγγύη μας προς αυτές.
Το Άγιον Όρος, η ακρόπολη αυτή της ορθόδοξης πίστης μας, είναι πολύτιμο πετράδι στο διάδημα της Εκκλησίας. Είναι ευλογία Θεού πού το έχουμε μέσα στα όρια της ελληνικής μας επικράτειας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Αισθανόμαστε την ευλογία αυτή στη ζωή μας, στον πολιτισμό μας, στην ιστορία μας. Η έφορος και προστάτις του Κυρία Θεοτόκος ας με συνοδεύει στη νέα πορεία μου και ας ανακουφίζει τους κόπους μου, πού ασφαλώς χρειάζεται να καταβληθούν και να καταβάλλονται από σήμερα για την υλοποίηση των σχεδιασμών της Εκκλησίας μας. Θα παραμείνω δια βίου ευλαβής προσκυνητής του Αγιωνύμου Όρους και της μακραίωνης παράδοσής του και θα αγωνίζομαι για τη διαφύλαξη και το σεβασμό της από όλους.
Συνεχόμαστε από βαθειά συναίσθηση της επείγουσας ανάγκης πού έχει ο λαός μας να δει τις προσδοκίες πού στηρίζει στην Εκκλησία του να δικαιώνονται πλήρως. Του λαού μας σφοδρή επιθυμία είναι οι Ποιμένες του να είναι με συνείδηση των καιρών, Πατέρες οραματιστές, Ποιμένες με προοπτική μέλλοντος, με δυνατότητα ορθών επιλογών, με διάθεση αυτοθυσίας και αυτοπροσφοράς για την αντιμετώπιση των πολλών και υπαρκτών προβλημάτων του, με παράδειγμα αυτοθυσίας. Γύρω από τέτοιους Ποιμένες θέλει ο λαός μας να συσπειρωθεί. Η Εκκλησία από τη φύση της είναι πνευματικός θεανθρώπινος οργανισμός, πού με τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού οδηγεί τους ανθρώπους στη λύτρωση και τη σωτηρία. Η ουσία της αυτή την καθιστά στοργική Μητέρα, με συσπειρωτική δύναμη και ανοικτή προς όλους. Δεν κάνει διακρίσεις σε βάρος κανενός. Η Εκκλησία είναι λαός του Θεού, ζώσα παρουσία του Χριστού επί της γης. Κανείς δεν κινδυνεύει να μείνει απ’ έξω. Γι’ αυτό το σάλπισμά της είναι ενότητα και δύναμη. Ο λαός μας -πολλά είναι τα σημάδια γι΄ αυτό- στρέφεται και πάλι προς την Εκκλησία, την βρυσομάνα το έθνους, και προσδοκά από αυτήν το όραμα ζωής, το νόημα πού του λείπει. Ζητά απεγνωσμένα την καλοσύνη της, τη φιλευσπλαχνία της, τη μακροθυμία και το έλεος της, το μήνυμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης πού κομίζει για να πεισθεί να πέσει στην αγκαλιά της.
Η πρόκληση για την Εκκλησία είναι ιστορική. Οφείλει να διατυπώσει ένα νέο λόγο με δύναμη και προοπτική, για να είναι πάντοτε ζωντανή η παρουσία της στο σύγχρονο κόσμο. Οι καιροί αξιώνουν από την Εκκλησία να λάβει, με θεμέλιο την παράδοση και με σεβασμό στον πυρήνα της ουσίας της, θαρραλέες αποφάσεις και να κάνει γενναίες τομές για να φέρει την ποθητή μεταμόρφωση και την αναγκαία εξυγίανση. Αυτή η μεταμόρφωση και η εξυγίανση μας υποχρεώνουν τώρα στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης και της μετα-νεωτερικότητας, της μετα-βιομηχανικής εποχής και της ψηφιακής πληροφορίας να εγκαταλείψουμε την αυτάρεσκη εσωστρέφειά μας και να διαλεχθούμε δημιουργικά και τολμηρά με τον κόσμο, για να τον πείσουμε για την αξιοπιστία του μηνύματός μας. Δεν μας χρειάζονται τόσο οι θριαμβολογίες για το παρελθόν, όσο η αγωνιώδης προσπάθεια να φέρουμε την Εκκλησία πιο κοντά στον κόσμο, στο λαό, στους νέους, πού βιώνουν πιο τραγικά το υπαρξιακό κενό, ζώντας σε μια κοινωνία εκκοσμικευμένη και μηδενιστική, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Αρκεί αυτό να γίνει με πιστότητα στην ευαγγελική αλήθεια και χωρίς την απάρνηση των αρχών της. Στο βήμα αυτό η δύναμη της αγάπης είναι απροσμάχητη. Θα θυμηθώ τον Αββά Ζωσιμά στους “Αδελφούς Καραμάζωφ”: “Καμμιά φορά ίσως να μη ξέρεις τι να αποφασίσεις, ιδιαίτερα όταν βλέπεις τα κρίματα των ανθρώπων και αναρωτιέσαι: Να τους επιβληθείς με τη βία ή με την ταπεινή αγάπη; Πάντα να αποφασίζεις: Θα επιβληθώ με την ταπεινή αγάπη. Αν το αποφασίσεις αυτό μια για πάντα, θα μπορέσεις να υποτάξεις όλο τον κόσμο. Η ταπεινωσύνη, η γεμάτη αγάπη είναι φοβερή δύναμη, δυνατότερη από κάθε άλλη”. (Φ. Ντοστογιέφσκυ “Αδελφοί Καραμάζωφ” 6, κεφ.Ι). Η δυναμική της Ορθόδοξης παράδοσης, περνώντας μέσα απ΄ το δίαυλο της αγάπης, είναι ανανεωτική, γιατί “μένουσα εν αυτή τα πάντα καινίζει” και η ανακαινιστική της δύναμη με τον μυστηριακό, προφητικό και εσχατολογικό της χαρακτήρα ανοίγει τον άνθρωπο υπαρξιακά στο θαύμα της Ανάστασης και της Αναγέννησης. Οι Άγιοι Πατέρες ποτέ δεν φοβήθηκαν τον διάλογο με τον κόσμο έστω της πλάνης, της αμαρτίας και της αίρεσης. Αντίθετα πίστευαν μαζί με τον Άγιο Μάρκο επίσκοπο Εφέσου τον Ευγενικό, και πρόμαχο της πίστεως, ότι “ότε διίστανταί τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και μεταξύ τούτων διαφορά. ΄Οτε δε λόγοις συνέλθωσι και εκάτερον μέλος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ ετέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις λίγη τούτων διαφορά”.
Και είναι ευθύνη της Ιεραρχίας κυρίως το να μελετήσει νέους τρόπους αντιμετώπισης των ραγδαίων εξελίξεων, ώστε η Εκκλησία να είναι πάντοτε στη πρωτοπορία της επίλυσης των πνευματικών και κοινωνικών προβλημάτων του λαού μας, με τη δύναμη του φερέγγυου εκκλησιαστικού λόγου και με συγκεκριμένες καθοριστικές ενέργειές της. Η αναβάθμιση κατά ταύτα του ρόλου της Ιεραρχίας μέσα στο όλο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας προβάλλει σαν επιτακτική προτεραιότητα. Και την προτεραιότητα αυτή προτίθεμαι να τιμήσω απ’ αρχής. Πάνω στη συνοδικότητα στηρίζεται η αποτελεσματικότητα. Το συνοδικό σύστημα διοικήσεως δεν προσφέρει μόνο δυνατότητες αξιοποίησης όλων των δυνάμεων, ούτε απλώς εξασφαλίζει τις δημοκρατικές δομές επί των οποίων εδράζεται το πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλ΄ αποτρέπει και από κάθε είδους ηγεμονισμού και κυριαρχίας του ενός επί των άλλων. Αποτελεί την εγγύηση της ορθοφροσύνης εν Χριστώ Ιησού και προϋποθέτει τη συνέργεια του Παρακλήτου στη λήψη των αποφάσεων. Εξ άλλου η συνοδικότητα προσφέρει το έδαφος για την ανάπτυξη της συλλογικότητας, πού είναι καρπός ευθύνης και κατόρθωμα ελευθερίας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει αξιόπιστα η Εκκλησία, ούτε να δώσει μηνύματα, να καθοδηγήσει ψυχές, να εμπνεύσει τους νέους, αν η Ιεραρχία της πρωτίστως και όλες οι άλλες έμψυχες δυνάμεις δεν συστρατευθούν πρώτες αυτές κάτω από τη σημαία της δράσης, αν δεν σηματοδοτήσουν για το πλήρωμα την εστία του αγιασμού και της ανακαίνισης. Πολλοί Ιεράρχες και λοιποί κληρικοί όλων των βαθμών και λαϊκοί, ενεργά μέλη της Εκκλησίας, αισθάνονται απωθημένοι στο περιθώριο των εκκλησιαστικών και κοινωνικών εξελίξεων, χωρίς ρόλο και χωρίς αποδοχή. Κηρύσσω από τη θέση αυτή πανστρατιά σύναξης των ικανών, των χαρισματικών και των αξίων εκ του ποιμνίου, προκειμένου να απαρτισθεί ο μεγάλος ειρηνικός στρατός της αγάπης και της δύναμης, πού θα αναλάβει με επίγνωση και συνείδηση να υποστασιάσει τις ελπίδες του λαού και τις προσδοκίες του κόσμου. Θα επαναλάμβανα εδώ τη γνωστή ρήση που διασώζει ο Θουκυδίδης, ελαφρώς διασκευασμένη για την περίσταση: “Ει τις, λοιπόν, βούλεται κατά τα πάτρια πάντων των ελληνορθοδόξων συμμαχείν, θέσθω παρ’ ημίν τα όπλα”. Το προσκλητήριο αυτό απευθύνεται προς πάντα δυνάμενον να αγωνισθεί μαζί μας και να θυσιαστεί ακόμη. Ας το ακούσουν όλοι οι Κληρικοί και οι Μοναχοί, πού έχουν το παράπονο των αναξιοποίητων εργατών “Κύριε ουδείς ημάς εμισθώσατο”, και όλες οι ιεραποστολικές δυνάμεις της χώρας, και ας ανταποκριθούν αμέσως. Να, ο θερισμός είναι πολύς και οι εργάτες λίγοι. Κάθε διαθέσιμη δύναμη είναι τώρα πολύτιμη και δεν πρέπει να παροπλισθεί.
Αυτή τη στιγμή είναι ανάγκη να στρέψω τη σκέψη μου προς τον Έλληνα ορθόδοξο παπά, τον βιγλάτορα της πίστης, τον αμύντορα των ιδανικών, τον κληρωτό της φιλοτιμίας. Στη μεγάλη πόλη, στη κωμόπολη και στο χωριό ο εφημέριος της ενορίας είναι ο χαρισματικός φορέας χάριτος κι ελπίδας. Όπου υπάρχουν τέτοιοι κληρικοί γίνονται πόλοι έλξεως για μικρούς και μεγάλους. Ο ιερός μας Κλήρος σε μεγάλο ποσοστό είναι αφοσιωμένος στην αγία αποστολή του, είναι μορφωμένος, εργάζεται χωρίς ωράριο, είναι ανά πάσαν στιγμή στη διάθεση των πιστών. Εκτός από τη θεία λατρεία και την ευαγγελική διδαχή, καταπιάνεται με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της φτώχειας, της ανεργίας, των ναρκωτικών και προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες. Μέσα από τα ιερά Μυστήρια ενισχύει τις ψυχές του κόσμου και στέκεται σύμβολο ανθρωπιάς και ιερότητας. Όποιος αρνείται αυτές τις αλήθειες βρίσκεται μακρυά από την πραγματικότητα. Τιμώ και σέβομαι τους ιερείς πού εμπνέονται από τα ιεραποστολικά ιδεώδη, και υποκλίνομαι νοερά εμπρός στο αθόρυβο και εν πολλοίς άγνωστο έργο τους. Διακηρύττω ότι σήμερα χρειαζόμαστε εμπνευσμένο, κατηρτισμένο, κοινωνικό, ευαίσθητο στις ελληνικές και διεθνείς πραγματικότητες Κλήρο, έτοιμο να βοηθήσει τον οιονδήποτε άνθρωπο, που έχει ανάγκη ή που πάσχει. Η πείρα μου με έχει διδάξει ότι ο λαός στηρίζει ηθικά και υλικά κάθε καλή προσπάθεια των κληρικών μας, πού προέρχεται από ενδιαφέρον για τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων. Στηριζόμενοι στη δύναμη του λαού πρέπει να ανοιχθούμε σε νέους ορίζοντες, να μεθοδεύσουμε την συνεχή επιμόρφωση του Κλήρου, και να τον στηρίξουμε ποικιλότροπα, εισηγούμενοι υπέρ αυτού όπου πρέπει ό,τι πρέπει. Αλλά και την ιερατική οικογένεια επιθυμώ να επαινέσω τούτη την ώρα. Οι πρεσβυτέρες και τα παιδιά των ιερέων μας σηκώνουν μαζί με τους ιερείς τον βαρύ Σταυρό του χρέους προς το Θεό και προς την κοινωνία. Οι ιερείς μας είναι αξιοθαύμαστοι για τις καλές και επιτυχημένες οικογένειες πού διαθέτουν, για τα παιδιά των πού κατά κανόνα κατέχουν υψηλές και επίζηλες θέσεις στη κοινωνία, για το αξιομίμητο παράδειγμα αξιοπρέπειας πού δίνουν στο κόσμο. Τους συγχαίρω και τους προβάλλω στη κοινωνία με υπερηφάνεια και καύχηση εν Κυρίω.
Ο Ορθόδοξος μοναχισμός μας αποτελεί τις προφυλακές της πίστεως και οι μοναχοί τους φρυκτωρούς επί των επάλξεων, τους άριστους της παράδοσής μας. Τους απονέμω την ευλογία μου και τους καλώ σε εγρήγορση προσευχής και νήψεως. Γνωρίζω τις ιδιαιτερότητες του μοναχικού βίου και τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες αυτός αναπτύσσεται και ανθεί. Μαζί με την Ι. Σύνοδο θέλω να είμαι ο εγγυητής της εφαρμογής των Ι. Κανόνων στον τομέα αυτόν. Η Εκκλησία προσβλέπει με εμπιστοσύνη προς τους μοναχούς και τις μοναχές μας και αναμένει τους καρπούς των κόπων τους. Και ο λαός μας πού φθάνει στις αυλές του Κυρίου αναπαύεται ψυχικά καθώς τα μοναστήρια μας του προσφέρουν πνευματική ενίσχυση, φιλοξενία, πρότυπο ζωής.
Η μεγαλώνυμη πόλη των Αθηνών, της οποίας Ποιμένας και Επίσκοπος ανεδείχθην προσελκύει τώρα την προσοχή μου. Σ΄ αυτήν ζουν εκατομμύρια ανθρώπων πού συνεχίζουν να πλουτίζουν την ιστορία της καθώς δραστηριοποιούνται καθημερινά σε κάθε γωνία της αναπτύσσοντας τον πολιτισμό μας. Με τη βαρειά αρχαία της ιστορία η Αθήνα, φορέας ενός κόσμου αξιών με πανανθρώπινη εμβέλεια, υπήρξε και ως πόλη και ως πνεύμα περιάκουστη, να ο Παρθενώνας της, έργο πίστεως των “κατά πάντα δεισιδαιμονεστέρων” κατοίκων της, παραμένει ανά τους αιώνας δείγμα της πηγαίας ευλάβειας των προγόνων μας. Αυτός ο Παρθενώνας, οικουμενικό σύμβολο πολιτισμού της πόλεώς μας, διετέλεσεν επί 1000 χρόνια διεσκευασμένος Ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, όταν η νέα πίστη διεδέχθη την παληά και συνέχισε τη λατρεία του αληθινού Θεού μέσα στο κτίσμα του οποίου σεβάσθηκε τη δομή, και εξακολουθεί να αποτελεί για όλη την ανθρωπότητα σέβας παγκόσμιο και μοναδικό. Σ’ αυτή τη πόλη υψώνονται σήμερα εκατοντάδες ναοί και σεβάσματα, όπως τότε στην εποχή του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, και χιλιάδες άνθρωποι θρησκεύονται και ευλαβούνται το Θεό, όπως και πολλοί άλλοι είτε προβληματίζονται περί την πίστη, είτε την αρνιούνται παντελώς. Η Εκκλησία είναι για όλους, γιατί η σωτηρία πού προσφέρει ο Ιησούς Χριστός έχει χαρακτήρα καθολικό και πανανθρώπινο. Αυτή η Εκκλησία σας υπόσχεται δια στόματός μου ότι θα αγκαλιάσει τους πάντες και θα θελήσει να φέρει προς πάντες το μήνυμα της λύτρωσης. Δεν υπάρχουν για μας δικοί μας και ξένοι. Όλοι είναι παιδιά μας και προς όλους απευθύνεται ο λόγος της αγάπης μας και η έμπρακτη εφαρμογή του. Η πόλη αυτή, εξ αιτίας της πληθυσμιακής της σύνθεσης, παρουσιάζει μια ποικιλία ανθρώπων, γηγενών και ξένων, πού έχουν εγκατασταθεί εδώ για να εργασθούν και να επιβιώσουν. Οι ξένοι μεταξύ αυτών αποτελούν μια ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων, πού, όμως δεν παύουν να είναι και αυτοί παιδιά του Θεού. Κάποια πρόσφατα κρούσματα δυσμενών σε βάρος των διακρίσεων δεν μπορεί να αποδίδουν το περιεχόμενο των αισθημάτων πού τρέφει αυτή η πόλη και οι κάτοικοί της προς τους ξένους. Εκδηλώσεις ξενοφοβίας ή και ρατσισμού είναι ξένες και προς την παράδοση και προς την ιστορία μας και θα πρέπει όλοι να βοηθήσουμε να εξαλειφθούν, ώστε να μη διασύρεται η χώρα μας και να μη καταρρακώνεται η αξιοπρέπεια του λαού της.
Τα μηνύματα των καιρών ζητούν από την Εκκλησία και σήμερα να στηρίξει το Γένος, όπως το έπραξεν επί αιώνες. Από σήμερα και έως το 2004 μ.Χ. η χώρα μας θα γνωρίσει θεαματικές αλλαγές. Οι πόλεις και τα χωριά, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, το νόμισμα και η ανάπτυξη, η υποδομή και η εκπαίδευση, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές θα αλλάξουν ριζικά. Τα αυτονόητα αποχωρούν, δεν ισχύουν πια. Όμως το έθνος πρέπει να ζήσει. Μέσα στον συνεχώς μεταβαλλόμενο τούτο κόσμο το πρόβλημα της ιστορικής διάρκειας του Ελληνισμού προβάλλει απειλητικό και αγωνιώδες. Στην ιστορική του διαδρομή το έθνος μας από νωρίς συνταυτίσθηκε με την Ορθοδοξία και έμεινε μέχρι σήμερα μ’ αυτήν στενά συνυφασμένο. Η έννοια του Γένους αναδύθηκε μέσα από την υπόδουλη Πατρίδα, την κοινή ορθόδοξη πίστη και την κοινή ελληνική μας γλώσσα. Και σήμερα ακόμη έννοιες, όπως ομογενής και ομογένεια δεν νοούνται έξω από την ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι άραγε τυχαίο το ότι η γλώσσα του Ευαγγελίου “έβαψε” κατά τους λόγους του Κοραή, την ελληνική γλώσσα. Και ποιος μπορεί να πείσει τον απλό Έλληνα ότι η πίστη του στο Χριστό χωρίζεται από την ταυτότητά του ως Έλληνα. Γνωρίζω ότι η ταύτιση αυτή Ελληνισμού και Ορθοδοξίας ενοχλεί μερικούς συνέλληνες, που ισχυρίζονται ότι έτσι παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα της θρησκευτικής μειονότητας στη χώρα μας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να δηλώσω κατηγορηματικά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία παντού, αλλά και στην Ελλάδα, ουδέποτε παρήγαγε, ενίσχυσε ή υπέθαλψε διακρίσεις σε βάρος αλλοθρήσκων ή ετεροδόξων πολιτών. Αντίθετα υπήρξε στο παρελθόν και εξακολουθεί και σήμερα ενίοτε να είναι το θύμα άσκησης σε βάρος της προσηλυτισμού από μέρους αιρετικών και παραθρησκευτικών κινήσεων, πού δρουν καταλυτικά για την ενότητα του λαού και παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Η ιστορική ωστόσο αλήθεια μαρτυρεί ότι θεμελιώδης παράγων ενότητας του λαού μας είναι η Ορθοδοξία. Η Ορθοδοξία, νοούμενη όχι μόνο ως μέγεθος πνευματικό και θείο για τις ψυχές, αλλά και ως δημιουργός πολιτισμού με οικουμενικές διαστάσεις, πού νοηματοδοτεί τη ζωή και αξιολογεί τους διαχρονικούς στόχους του λαού μας. Για την Ελλάδα, χθες και σήμερα, η Ορθοδοξία είναι όρος επιβίωσης και κεντρικός άξονας πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα, πού ο λαός μας συνειδητά αποδέχεται Η Εκκλησία διέσωσε το Γένος ως πνευματικότητα και όχι ως ιδεολογία. Αυτό το αναγνωρίζουν και οι μη ορθόδοξοι άλλωστε.
Έτσι κάθε απόπειρα αποσύνδεσης Ορθοδοξίας και Ελληνισμού συνιστά απειλή για την ενότητα του έθνους. Και είναι καθήκον όλων μας να ενισχύσουμε και όχι να χαλαρώσουμε τους δεσμούς πού μας συνδέουν με την Ορθοδοξία, να χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της αυτοσυντήρησης για να αξιολογήσουμε την ανάγκη να αναχαιτίσουμε, όσο είναι καιρός, τη σταδιακή υπονόμευση της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας, υπερασπιζόμενοι κατά αλήθειαν όχι μόνο την εκκλησιαστική Ορθοδοξία, αλλά και το πολιτιστικό θεμέλιο της εθνικές ενότητας και ομοψυχίας. Θέματα όπως η γλώσσα μας, η διδαχή του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία, η καθοδήγηση της νεολαίας μας, η συγκρότηση της παραδοσιακής μας οικογένειας, η εξασφάλιση πρόσβασης των νέων μας προς τα ιδεώδη του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, όλα αυτά αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επιβίωσή μας. Και όπως είναι αδιανόητο να τελειώνει ένα ελληνόπουλο την εγκύκλιο εκπαίδευσή του χωρίς να μαθαίνει ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα και την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, έτσι είναι το ίδιο αδιανόητο το να αγνοεί ποια θεολογία ύψωσε την Αγια-Σοφιά και γέννησε την ποίηση, τη βυζαντινή εικόνα, τη λατρευτική δραματουργία της ορθόδοξης λατρείας, πού προκαλούν τον παγκόσμιο θαυμασμό. Είναι καιρός να αντιληφθούμε όλοι πώς η Ορθοδοξία δεν είναι υπόθεση με την οποίαν ασχολούνται μόνο οι θρησκευόμενοι Έλληνες, πού δεν είναι λίγοι, αλλά και καθένας πού οραματίζεται τη ζωή του ασφαλισμένη μέσα στην προστατευτική αγκάλη της. “Για να μη καταντήσουμε οι Έλληνες ολότελα ξεγυμνωμένοι και παρατρεχάμενοι του ενός και του αλλουνού μέσα στο σημερινό αδυσώπητο κόσμο” (Ζήσιμος Λορεντζάτος,”Διόσκουροι”).
Οι θέσεις μας αυτές προσλαμβάνουν επίκαιρη σημασία αν συνδυασθούν με τη θέση πού η χώρα μας έχει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη, ως γνωστόν, και κατά το όνομα και κατά τον πολιτισμό της είναι γέννημα κυρίως του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Στην Ελλάδα βρίσκεται η καρδιά της Ευρώπης και χωρίς Ελλάδα δεν νοείται Ευρώπη. Η πνευματική κληρονομιά του Ελληνισμού συνιστά πολύτιμο μαργαρίτη όχι μόνο για μας αλλά και για τον ευρωπαϊκό κόσμο. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά όλοι, για να αποβάλουμε το αίσθημα μειονεξίας πού συχνά μας συνοδεύει όταν συναντούμε τους ευρωπαίους αδελφούς μας. Σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει οξύ πνευματικό υπαρξιακό πρόβλημα με επιπτώσεις στην ενότητά της. Έχει γραφεί ότι “η Ευρώπη αναζητά την ψυχή της”. Ο ειδήμονες αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί να σταθεί επί πολύ κόμη χωρίς ενιαίο πνευματικό προσανατολισμό, χωρίς κάποιο είδος κοινής κοσμοθεωρίας (Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, Μαρτυρία και διακονία της ορθόδοξης γυναίκας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, Αθήναι 1994 σελ. 6). Και εδώ ανακύπτει το πρόβλημα της παρουσίας της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη. Είμαστε μέλη ισότιμα της Ε.Ε. και κανείς εχέφρων διανοείται να το αμφισβητήσει. Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα πού είναι αμιγώς ορθόδοξη. Παληές ιστορικές συγκυρίες, ήδη από τον 11ον αιώνα, διεχώρισαν -είναι αλήθεια- Ανατολή και Δύση σε πεδίο αντιπαράθεσης δύο κόσμων. Τι λοιπόν πρέπει να κάνουμε; Ως ενεργοί ευρωπαίοι πολίτες οφείλουμε να καταστήσουμε αισθητή την παρουσία της Ορθοδοξίας στη γηραιά ήπειρό μας. Άλλωστε ιστορικά η Ευρώπη οφείλει στην Ορθοδοξία την ίδια την υπόσταση και επιβίωση της. Χωρίς τη Ρωμηοσύνη η Ευρώπη είναι αδιανόητη. Όμως στην Ευρώπη σήμερα διαμορφώνεται το νέο πλαίσιο ζωής του ευρωπαϊκού κόσμου, το νέο πλαίσιο ζωής του εντός και εκτός Ελλάδος Έλληνος.
Και ήδη μπροστά στην έσχατη αντοχή πού δείχνει σήμερα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο ρόλος της Ελλάδας ως ορθόδοξης χώρας και της ορθόδοξης Εκκλησίας της μέσα στην Ε.Ε. είναι μια ουσιαστική ελπίδα διαφυγής από τα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί η Ευρώπη. Ακόμη και η επιστήμη σήμερα δείχνει να κινείται προς μια διαφορετική θεώρηση το κόσμου, εγκαταλείποντας τη μηχανιστική, νοησιαρχική και ατομοκρατική προσέγγιση των φαινομένων. Είναι η ώρα της Ορθοδοξίας. Και καθώς είναι βέβαιο ότι κυοφορείται ένας νέος πολιτισμός πού θα κρίνει την πορεία της Ευρώπης, η ευθύνη μας, ελληνικής Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πελωρία. Η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει ευρεία αντίληψη του διεθνούς περίγυρου, κατανόηση των διαδικασιών της Ευρωπ. Ενοποίησης και να έχει θετική συμβολή για την υλοποίηση των στόχων της. Ως Εκκλησία στηρίζουμε τις προσπάθειες του λαού μας, της κυβέρνησής του και της ηγεσίας του για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. Όμως αυτό δεν σημαίνει απάρνηση της ταυτότητάς μας, της ελληνορθοδοξίας μας. Η ένωσή μας με την Ευρώπη δεν καταργεί την πολυμορφία. Αντιθέτως, η εμμονή και η προστασία της πνευματικής ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού λαού, αποτελεί το κύριο γνώρισμα του ευρωπαϊκού κόσμου. Γι’ αυτό -ναι- μένουμε στην Ευρώπη όχι όμως ως φτωχοί συγγενείς, μακρινοί Ανατολίτες, ξένοι προς το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλ’ ως οικείοι μέσα στο μεγάλο ευρωπαϊκό μας σπίτι. Όταν αναστήματα διεθνούς κύρους αναγνωρίζουν την διαφαινόμενη διάρκεια και επιβίωση της Ορθοδοξίας στον επόμενο αιώνα, πώς είναι δυνατόν εμείς οι ίδιοι να απαρνιόμαστε τη διαχρονική ζωοδότρα δύναμή μας. Κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν δέχεται να απαρνηθεί τα ιδιαιτέρα στοιχεία πού οριοθετούν την πνευματική και πολιτισμική του ταυτότητα. Γιατί τάχα πρέπει μόνο εμείς οι Έλληνες να αποτελέσουμε εξαίρεση όταν μάλιστα κανείς δεν μας αναγκάζει να το πράξουμε; Οι συνθήκες για την Εκκλησία μας έχουν πια ωριμάσει. Η Εκκλησία μας πρέπει να ηγηθεί του αγώνα να μείνουμε μέσα στο νέο αυτό κόσμο Έλληνες. Οι Έλληνες δεν είμαστε μικρός λαός, είμαστε ολιγάριθμος. Είναι ευθύνη κυρίως της Εκκλησίας να καταστήσει αυτό το λαό, την “μικράν ζύμην” της Ευρώπης, η οποία όλον το φύραμα θα ζυμώσει. Γι’ αυτό εκ των πρώτων μελημάτων μας θα είναι η παρουσία της στην καρδιά της Ευρώπης, στίς Βρυξέλλες και η αναβάθμιση των σχετικών Υπηρεσιών στο κέντρο μας, ώστε σύντομα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κάθε τι που μας ενδιαφέρει και να συμμετέχουμε, όσο αυτό είναι εφικτό, έστω και εμμέσως, στις αποφασιστικές διαδικασίες των οργάνων της Ένωσης. Μας ταιριάζει να διεκδικήσουμε, σε συνεργασία και με την ελληνική Κυβέρνηση, την ενεργό συμμετοχή μας στη διαμόρφωση της μετα-νεωτερικής εποχής, του νέου κόσμου πού κυοφορείται ως πανανθρώπινο αίτημα μέσα στο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον, με τη συνείδηση ότι μας χρειάζονται στην Ευρώπη και εκτιμούν αυτό πού μπορούμε να τους προσφέρουμε, το πνεύμα της ενότητας και της καταλλαγής. Η Εκκλησία ανοίγει την αγκαλιά της στις δρώσες δυνάμεις του Ελληνισμού πού είναι η ευρύτερη πολιτική ηγεσία, ο κόσμος των Γραμμάτων και των Τεχνών, ο επιχειρηματικός κόσμος, οι εργαζόμενοι, και ζητά τη βοήθειά των για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας.
Και έρχομαι τώρα στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η ορθόδοξη Εκκλησία παντού, και στην Ελλάδα, ουδέποτε διεξεδίκησε το ρόλο κράτους εν κράτει. Δεν υπήρξε ποτέ Εκκλησία του νόμου, αλλά της Ανάστασης. Δεν έζησε ποτέ από τα δικαιώματά της, αλλά από τα θαύματά της. Και τα δικά της ερείσματα είναι οι άγιοί της. Σ’ αυτό τον τόπο οι ιστορικές συγκυρίες την έδεσαν σφικτά με το λαό και τη θεσμική εκπροσώπηση του. Έτσι διαμορφώθηκε ένα σχήμα σχέσεών της με την Πολιτεία, πού ο λαός όχι μόνο εγκρίνει, αλλά και χαίρεται να βλέπει τους δύο κορυφαίους θεσμούς του έθνους να αλληλοσυμπληρώνονται και να συνεργάζονται για το καλό το Τόπου. Η Εκκλησία πάντοτε επεδίωξε σχέσεις συνεργασίας, συναλληλίας σε βάση ισοτιμίας με την ελληνική Πολιτεία. Και η ελληνική Πολιτεία από τη μεριά της κατανοεί την ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης με την Εκκλησία. Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η αμετάθετη απόφαση τόσο της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μη θέσουν καν θέμα αναθεώρησης του άρθρου 3 το Συντάγματος κατά την προκείμενη σχετική διαδικασία. Βέβαια υπάρχουν κάποιοι πού με χαρά θα έβλεπαν μια σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, για να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί πού θέλουν. Εμείς είμαστε αταλάντευτα προσηλωμένοι στο ιδεώδες της στενής συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας, γιατί βλέπουμε ότι αυτό συμφέρει στο έθνος και αυτό θέλει και ο λαός μας. Δεν αντιδικούμε επομένως με κανένα, δεόμεθα για σύνολη την ηγεσία το έθνους, και προσευχόμαστε να είναι ευλογημένοι οι αγώνες της για την προκοπή του Γένους. Παραλλήλως όμως δεν χαρίζουμε σε κανένα το ακριβό μας προνόμιο να έχουμε άποψη επί των καιριότερων ζητημάτων το τόπου και να την εκθέτουμε ελεύθερα, όπως τέτοιο δικαίωμα έχει σήμερα και ο τελευταίος πολίτης αυτού του τόπου. Η τέτοια παρέμβασή μας δεν συνιστά αντιδικία ούτε αμφισβήτηση. Παρεμβαίνουσα η Εκκλησία βοηθά την ηγεσία, τις δυνάμεις και το λαό στη συνειδητοποίηση των πνευματικών διαστάσεων ορισμένων επιλογών ή τάσεων. Γι’ αυτό και ο λόγος της είναι μητρικός, παραμυθητικός, συμβουλευτικός και ουδέποτε πολιτικός. Ματαιοπονούν επομένως όσοι επιδιώκουν να δημιουργήσουν τριβές μεταξύ μας και να επωφεληθούν από αυτές, ναρκοθετώντας τη νέα πορεία μας για ευνόητους λόγους. Η Εκκλησία ενωμένη αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Συμφέρον έχουμε όλοι να συνεργασθούμε για το κοινό καλό και για την προώθηση των καλώς νοουμένων συμφερόντων το Τόπου μας. Και είμαι βέβαιος ότι με αυτό συμφωνεί και η ελληνική Κυβέρνηση, πού επιμελώς όχι μόνο έχει αποφύγει, προς τιμήν της, κάθε παρέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας, αλλά και συνεχίζει την διαμορφωμένη ήδη παράδοση της προηγούμενης συνεννόησης με την Ι. Σύνοδο προκειμένης της λήψεως οιουδήποτε μέτρου πού αφορά στην Εκκλησία.
Είναι μεγάλη ανάγκη για την Εκκλησία, αφού νοικοκυρέψει πρώτα τα του οίκου της, να αποκαταστήσει αμέσως την επαφή της με την κοινωνία, να ενεργοποιήσει τις πνευματικές της δυνάμεις, να σκύψει ως Καλός Σαμαρείτης προς τον “περιπεσόντα εις τους ληστάς” σύγχρονο άνθρωπο, να του χαρίσει την εικόνα μιας Εκκλησίας με φιλάνθρωπο πρόσωπο, Μάνας και όχι Μητρυιάς. Στα πλαίσια αυτής της πανστρατιάς αποβλέπουμε με εμπιστοσύνη στην ακαδημαϊκή Θεολογία, που πλουτίζει πνευματικά το λαό μας. Ο δύο Θεολογικές μας Σχολές και οι πανεπιστημιακοί μας δάσκαλοι κατέχουν κεντρική θέση στην καρδιά μας. Γνωρίζουμε ότι καμία ενέργεια μας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει αν δεν έχει θεολογικό υπόβαθρο και πατερική συναίνεση. Γι’ αυτό και προσδοκούμε με ενδιαφέρον τη συμμετοχή και των Σχολών μας αυτών στην ανανεωτική μας προσπάθεια.
Τα κοινωνικά μας εξ άλλου προβλήματα πολλαπλασιάζονται κάθε μέρα. Η ανεργία κτυπάει την πόρτα εκατομμυρίων ανθρώπων και μάλιστα νέων, ρατσισμός και ξενοφοβία απειλουν με αλλοτρίωση την παράδοσή μας, πολλοί νέοι μας παραδίδονται βορά στη χρησιμοθηρία και στον καιροσκοπισμό. Χρειάζεται μια τολμηρή προσέγγιση των προβλημάτων των νέων και μια συνειδητή επαφή με τον κόσμο, χωρίς να διατρέξουμε τον κίνδυνο της εκκοσμίκευσης του λαϊκισμού. Μέσα στα πλαίσια αυτά θα κινηθούμε, με τη βοήθεια του Θεού, προς 5 βασικούς άξονες:
Εσωτερική αναδιοργάνωση πνευματική, διοικητική, ποιμαντική, ιεραποστολική της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια μεγάλη προσπάθεια αναβάθμισης της θ. λατρείας, ενίσχυσης της ιεραποστολής, καθιέρωσης της επιμόρφωσης, αποστήριξης της εκκλ. εκπαίδευσης, εξασφάλισης στελεχών, καλλιέργειας της επικοινωνίας με χρήση των σύγχρονων μέσων της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, υιοθέτηση συστημάτων εγγυήσεων χρηστής διαχείρισης, καλλιέργειας των εκκλ. Τεχνών, αναδιοργάνωσης της ενορίας και αναδιάρθρωσης της στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Νεολαία και προβλήματά της. Με ρωμαλεότητα και τόλμη οφείλουμε να καταπιασθούμε ουσιαστικά με τα προβλήματα της Νεολαίας μας. Δείχνοντας αγάπη στα παιδιά μας, τα πλησιάζουμε με ταπείνωση, “μή παροργίζοντές” τα, αλλά μιλώντας τους με ειλικρίνεια, με πίστη, με πειθώ, με ενάργεια, με επίγνωση. Τα μεγάλα προβλήματα της νεολαίας μας, τα ναρκωτικά, το ΑΙDS, ο αλκοολισμός, ο παρασιτισμός, η ανεργία, η βία, το έγκλημα, η έλλειψη στοργής, η απουσία της οικογενειακής θαλπωρής, η ανάγκη για ψυχαγωγία, όλα αυτά απαιτούν προσευχή, προσοχή, συναντίληψη, αγάπη, επιμονή. Και πέραν τούτων εκπαίδευση των ελληνοπαίδων. Η Μητέρα Εκκλησία έχει τα μέσα, θεία και ανθρώπινα, για να επιληφθεί και επιτύχει.
Πατρίδα και Γένος. Η Εκκλησία αισθάνεται να έχει από την ιστορία το ρόλο να συντρέχει το έθνος. Χωρίς να αμφισβητεί κανενός το ανάλογο ενδιαφέρον δικαιούται, χάρις στις περγαμηνές πού διαθέτει, να ενδιαφέρεται για το μέλλον αυτού του λαού, πού είναι λαός της. Η γλώσσα, η παιδεία, οι αλησμόνητες Πατρίδες, η ιστορία, η οικογένεια, οι θεσμοί, το δημογραφικό πρόβλημα, οι πολύτεκνες οικογένειες, τα ιδανικά, οι αξίες, οι ξένοι πού ζουν στην πατρίδα μας, οι πρόσφυγες, αποτελούν πεδίο δράσεως και της Εκκλησίας πού όχι μόνο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αλλά και συντρέχει ανάλογες προσπάθειες του κράτους ή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η προστασία του περιβάλλοντος και η εξασφάλιση ευφορίας της γης, ώστε και οι επόμενες γενηές να μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά της γης, είναι από τις εκρηκτικές προτεραιότητες.
Κοινωνική μέριμνα. Είναι ο μεγάλος τομέας της αγάπης, στον οποίον η Εκκλησία ήδη τώρα μεσουρανεί, με ποιότητα προσφοράς, με ανιδιοτέλεια, με ιδρύματα προστασίας ανθρώπων κάθε κατηγορίας, με παροχές οικονομικές και άλλες, με ποιμαντική μέριμνα για αναξιοπαθούντες, για τη στήριξη ενός συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης, για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, των ατόμων με εδικές ανάγκες, για την επέκταση του θεσμού των ενοριακών ιδρυμάτων, για την προστασία των κοινωνικά αποκλεισμένων.
Νεώτερες επιστημονικές κατακτήσεις. Θέματα βιοηθικής και γενετικής τεχνολογίας, η ευθανασία, η τεχνητή γονιμοποίηση, η κλωνοποίηση, οι μεταμοσχεύσεις κλπ. είναι νέα θέματα με ηθικές παραμέτρους. Η Εκκλησία καλείται ήδη να διατυπώσει την άποψη της. Όλοι θέλουν να την ακούσουν. Πρέπει να ανταποκριθούμε.
Με όσα σας είπαμε περιεγράψαμε με κάθε δυνατή συντομία τους κύριους άξονες περί τους οποίους θα θελήσουμε να κινηθούμε, συν Θεώ, κατά την άσκηση των Πρωθιεραρχικών μας καθηκόντων, με την συμπαράσταση των αγίων αδελφών Αρχιερέων. Παρακαλούμε τους ακροατές των λόγων μας να θελήσουν να μας συναγωνισθούν με τις προσευχές τους και με την παροχή της ευπρόσδεκτης συναντίληψής των. Αναγνωρίζουμε την προσωπική μας σμικρότητα αλλά και το μέγεθος εκείνου πού ως Εκκλησία εκπροσωπούμε. Ο λαός μας δικαιούται να ελπίζει. Φέρνουμε το μήνυμα της άνοιξης και της αυτοπεποίθησης. Μπορούμε να ζήσουμε και να προκόψουμε. Μπορούμε να δώσουμε το πνευματικό μας στίγμα. Δικαιούμεθα να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον. Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία αξίζουν και μπορούν το καλύτερο. Κάτω από την προστατευτική ομπρέλα των ας κινήσουμε ως λαός για μια νέα προσπάθεια καταξίωσης. Μακρυά μας τα συμπλέγματα μειονεξίας. Η Ορθοδοξία είναι Ανάσταση. Η νεολαία μας αξίζει την αγάπη και την προσοχή μας. Η ανατολή της νέας χιλιετίας, η συμπλήρωση δηλ. 2000 χρόνων από τη Γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού, πού είναι ένα ορόσημο στην ιστορία του κόσμου, μας βρίσκει όλους προσηλωμένους με το βλέμμα της ψυχής προς το μέλλον. Ο εορτασμός της επετείου εδώ στην Ελλάδα, θα πρέπει να είναι λαμπρός και ξεχωριστός για το μήνυμα πού κομίζει και που μας αφορά όλους. Καθώς δε πλησιάζει και το έτος 2004 με την Ολυμπιάδα στην Αθήνα, θα επιληφθούμε κι εμείς ως Εκκλησία για την προβολή σε παγκόσμιο επίπεδο της πνευματικής κληρονομιάς μας και της πανανθρώπινης πρότασης για ζωή πού ως Ελληνορθόδοξοι εκπροσωπούμε.
Τελειώνοντας, απευθύνομαι εδικά στους Νέους της Πατρίδας μας και τους λέγω: Παιδιά μου, χρυσά της Ελλάδος παιδιά. Είσθε το καμάρι το Γένους, δαφνοστεφανωμένη απαντοχή μας. Όμως σας πονέσαμε πολύ με την υποκρισία μας και σας ευτελίσαμε μέσα σας την έννοια το χρέους. Σας χρεώνουμε τις παρεκτροπές σας, ενώ είμαστε οι ηθικοί αυτουργοί των. Σας στερήσαμε την αγάπη, σας αφήσαμε έρμαιους στα κύματα του κατακλυσμού της Βαβυλώνας. Σας αναγκάσαμε να ζείτε σ’ ένα κόσμο απάνθρωπο, ανηλεή και ανοικτίρμονα. Σας υποδείξαμε να ακολουθήσετε δρόμους, πού εμείς δεν βαδίζαμε. Σας αφαιρέσαμε την πίστη και την ελπίδα. Γκρεμίσαμε από μέσα σας κάθε ιδανικό. Κι όμως λέμε ότι σας αγαπάμε. Σεις, με την οξύνοιά σας καταλάβατε την ασυνέπειά μας. Και μας εγκαταλείψατε. Δεν μας εμπιστεύεστε πια, δεν θέλετε να ζήσετε στον κόσμο πού εμείς σας ετοιμάσαμε. Και στραφήκατε στην αναζήτηση της χίμαιρας μέσ’ απ’ τα ναρκωτικά, στην επιβεβαίωση σας μέσ’ από τη βία. Παιδιά μου, σήμερα αυτός πού σας ομιλεί, παίρνει πάνω του την ευθύνη για τις απέναντι σας αμαρτίες όλης της γενηάς του, και σας ζητά συγγνώμη. Θέλει όμως ταυτόχρονα να σας πει πώς καμιά αμαρτία δική μας και καμιά αστοχία δική σας δεν μπορεί να σας κλείσει το δρόμο προς την καταξίωση. Τα αδιέξοδα πλήθυναν. Τώρα η αδυσώπητη ανάγκη σας καλεί σε απόφαση. “Όταν αλύπητη βαρειά ξεσπά η ανάγκη και προστάζει, ανάξιος είναι όποιος διστάζει” (Κ. Παλαμάς). Υπάρχει ένας χώρος πού δεν θα σας προδώσει ποτέ. Είναι ο χώρος της Εκκλησίας. Ελάτε σ’ αυτόν, ελάτε στην πίστη, ελάτε στο Χριστό. Θα βρείτε ό,τι έχετε χρόνια τώρα στερηθεί. Και μαζί την αληθινή ελευθερία, την αληθινή δικαιοσύνη, την αληθινή αλήθεια. Ο Αναστάς Χριστός, παιδιά μου, να είναι μαζί σας.
“Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών. Αμήν”.