Του Θεοδώρου Καλμούκου | Εθνικός Κήρυκας
Ο πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Βολουδάκης σε συνέντευξή του στον «Ε.Κ.» συζητά με τον δικό του τρόπο και προσέγγιση τα διαμειφθέντα στην Εκκλησία λόγω κορωνοϊού.
Είχε ομιλήσει με θάρρος και παρρησία δημόσια, εκφράζοντας την αντίθεσή του για το κλείσιμο των ναών τόσο προς τους πολιτικούς ηγέτες, όσο και την Ιεραρχία.
Είναι προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων Αθηνών, υπηρετεί σ’ αυτόν από Διάκονος το 1971 μέχρι σήμερα.
Εχει σπουδάσει Θεολογία και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, έχει διατελέσει Διευθυντής του Εκκλησιαστικού Λυκείου Αθηνών. Είναι συγγραφέας δέκα βιβλίων και πλειάδας άρθρων. Είναι έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.
Ιδού η συνέντευξη:
«Εθνικός Κήρυκας»: Ποιες οι σκέψεις σας για την φετινή Μεγάλη Εβδομάδα και Πάσχα στην Ελλάδα και γενικότερα στον Κόσμο;
π. Βασίλειος Βολουδάκης: Η ατμόσφαιρα της ψυχής μου και προ της Μεγάλης Εβδομάδος και κατά την Μ. Εβδομάδα και το Πάσχα συνόδευε τον Χριστό μας στην Καθοδό Του στον Αδη!
Οσο είμαι εις θέσιν να γνωρίζω από την επικοινωνία μου (άμεση ή μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) με χιλιάδες ανθρώπους από όλο τον Κόσμο, ήταν και εκείνων η ίδια, ή και πολύ χειρότερη, αν σκεφτείτε ότι υπήρχαν άνθρωποι που έπαιρναν ηρεμιστικά για να μπορέσουν να ισορροπήσουν και να κοιμηθούν.
Οπως έλεγε κάποιος ψυχίατρος, δεν μπορούσε να βρει στα φαρμακεία ηρεμιστικά για τους ασθενείς του διότι είχαν εξαφανισθεί από ένα πρωτοφανές κύμα ανθρώπων, που τα είχαν λόγω του εγκλεισμού τους ανάγκη, χωρίς να τα έχουν ποτέ δοκιμάσει στο παρελθόν.
Ζοφερή ατμόσφαιρα, ζόφος στην ψυχή. Πρωτοφανής κατάσταση για τους Χριστιανούς μας σε ολόκληρη δισχιλιετία.
«Ε.Κ.»: Εκφράσατε και μάλιστα με δυνατή φωνή την αντίθεσή σας στο κλείσιμο των ναών και των απαγορευτικών μέτρων. Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς τα πράγματα και πώς;
π. Βασίλειος Βολουδάκης: Πιστεύω πως θα μπορούσαν να ήσαν από την αρχή τα πράγματα διαφορετικά και η αντιμετώπισή τους.
Εάν ένας απλός Πρεσβύτερος κατάλαβα εξ αρχής πού οδηγούσαν οι κυβερνώντες το πράγμα, ανακοινώνοντας ότι ο κορωνοϊός έχει ιδιαίτερη εμμονή με τα μέταλλα και τα τζάμια, πολύ περισσότερο έπρεπε να το αντιληφθούν εκείνοι, που έχουν την κορυφαία ευθύνη της Πνευματικής Καθοδηγήσεως του λαού.
Από τότε είχα ανακοινώσει στο εκκλησίασμά μας, δηλαδή, πολύ προ των απαγορευτικών μέτρων, ότι στοχεύουν οι κυβερνώντες στη Θ. Κοινωνία και στην προσκύνηση των Εικόνων, άλλως δεν έχει νόημα.
Κανείς δεν ασπάζεται τα τζάμια των παραθύρων του ή τα μέταλλα! Εν συνεχεία, ακούσθηκαν λόγια «σημαδιακά» από πολιτικούς εντός και εκτός Ελλάδος, ότι ο ιός αυτός «ήρθε για να μείνει» και ότι «θα αλλάξει τα πάντα στη ζωή, που μέχρι τώρα γνωρίζαμε»!
Τι σημαίνουν αυτά; Εχουν σχέση με την ιατρική και την προστασία της υγείας;
Μια εξέλιξη της μέχρι χθες γνωστής γρίπης θα φέρει τα πάνω κάτω στην ανθρωπότητα; Οχι, βέβαια. Πρόκειται για ένα δόλιο πολιτικό παιχνίδι, με το οποίο κάποιοι, εδώ και χρόνια επιδιώκουν να εγκαταστήσουν μια πρωτοφανή παγκόσμια δικτατορία.
Το είπε ο Ροκφέλερ το 2010, το σχεδίασαν με μελέτη στο Γερμανικό Κοινοβούλιο το 2012, το επανέλαβε πρόσφατα ο Κίσινγκερ και αρκετοί Ελληνες πολιτικοί.
Φώναζαν και φωνάζουν κορυφαίοι γιατροί σε όλο τον κόσμο, μίλησε και ο διαπρεπής καθηγητής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, κ. Ιωάννης Ιωαννίδης, λέγοντας ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη απάτη του αιώνος», το φωνάξαμε και εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις, αλλά ματαίως!
Υπερίσχυσε και στις αποφάσεις της Εκκλησίας η εικόνα που θέλησαν οι πολιτικοί να επικρατήσει για την 7η παραλλαγή της γρίπης, που εστέφθη κορωνοϊός!
Αν δεν είχε γίνει πιστευτή η Πολιτεία από την Ιεραρχία και είχαν καλέσει οι Ιεράρχες διαπρεπείς αλλά όχι κρατικοδιαίτους γιατρούς, για να μάθουν την αλήθεια, η Εκκλησία θα είχε διαφωτίσει τον λαό για τα όντως συμβαίνοντα και δεν θα τολμούσε καμιά επίγεια δύναμη να της θέσει σε διαθεσιμότητα το Αυτοδιοίκητό της, ούτε, βεβαίως, θα είχαν κλείσει οι Ναοί.
«Ε.Κ.»: Μήπως θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος της Θείας Μεταλήψεως; Αλλωστε επί αιώνες η μετάληψη γινόταν με τον τρόπο που κοινωνούν οι ιερείς μέχρι σήμερα.
π. Βασίλειος Βολουδάκης: Δεν πρέπει να αλλάξει ο τρόπος της Θ. Μεταλήψεως σε καμία περίπτωση.
Και αν ακόμη υπήρχε πνευματικός λόγος για να αλλάξει η πρακτική της χρήσεως της Αγίας Λαβίδος, θα ήταν, αν μη τι άλλο, μεγάλη αδιακρισία και βεβηλότητα, αν γινόταν αυτό τώρα, που η κυβέρνηση ουσιαστικά αρνείται το Μυστήριο με μισόλογα πολύ, όμως, εύγλωττα, συσχετίζοντας τη Θεία Κοινωνία με το σάλιο και το μέταλλο, που διαδίδουν τον ιό.
Ακόμη περισσότερο, δεν πρέπει να αλλάξει, εφ’ όσον ούτε πνευματικός λόγος υπάρχει, ούτε πρακτικά εξυπηρετεί η επαναφορά της χωριστής Θ. Μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Η Εκκλησία μας έχει καθιερώσει από 12 αιώνων και πλέον τη Θ. Κοινωνία των πιστών με την Αγία Λαβίδα για πνευματικούς αλλά και πρακτικούς λόγους.
Πνευματικά ωφελεί η χρήση της Λαβίδος, σε εποχές -ιδίως- όπως η δική μας, όπου οι άνθρωποι έχουν ισοπεδώσει τα πάντα, έχει μειωθεί ο σεβασμός τους, ακόμη και προς τα Θεία και η θρησκευτικότητά τους έχει αναμιχθεί με δεισιδαιμονία, διότι κρατά άψαυστο το Μυστήριο, ανέγγιχτο, υποδηλώνοντας εν τη πράξει στους ανθρώπους ότι πρέπει να σταθούν με ιδιαίτερη ευλάβεια.
Στις ασεβείς ημέρες μας, όχι μόνο δεν πρέπει να λαμβάνουν οι μεταλαμβάνοντες τη Θ. Κοινωνία στα χέρια τους, αλλά πρέπει να καθιερώσουμε ώστε και το αντίδωρο να δίδεται απ’ ευθείας από τον Λειτουργό στο στόμα του πιστού, για να επανεύρει την ιερότητά του το αντίδωρο και όχι να «αρπάζεται» από τους εκκλησιαζομένους και άλλος να το ρίχνει στις τσέπες του, άλλος να το ρίχνει στο πάτωμα και ούτω καθεξής.
Αλλά και πρακτικά δεν εξυπηρετεί η κατάργηση της αγίας Λαβίδος, λόγω του πλήθους των προσερχομένων. Σε παλαιότερες του 8ου αιώνος εποχές, η Εκκλησία λειτουργούσε κατ’ εξοχήν με την «ακρίβεια» και σπάνια με την «οικονομία».
Ετσι, εκκλησιάζοντο μεν πολλοί, αλλά όταν ελέγοντο «τα Κατηχούμενα» αλλά και το «Τας Θύρας, τας Θύρας εν σοφία πρόσχωμεν», αποχωρούσαν εκείνοι που είχαν επιτίμιο να μην κοινωνήσουν.
Στις μετέπειτα εποχές και ιδίως στην εποχή μας, που έχει καθιερωθεί η «οικονομία» ακόμη και για τους κληρικούς και έχει εξοβελισθεί η «ακρίβεια», προσέρχονται στη Θ. Κοινωνία πλήθη ανεξέλεγκτα πνευματικώς, ανεξομολόγητα πλειστάκις, οπότε πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των μεταλαμβανόντων.
Φαντασθείτε πόσο πολύ περισσότερος χρόνος θα απαιτείτο (πέραν του πνευματικού λόγου που προανέφερα), για την χωριστή Θ. Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
«Ε.Κ.»: Ποια απάντηση θα μπορούσε να δώσει κάποιος σε Ελληνοαμερικανούς δεύτερης, τρίτης γενιάς επιστήμονες, επιχειρηματίες οι οποίοι λέγουν ότι πιστεύουμε, αλλά έχουμε δυσκολία να κοινωνήσουμε με τον τρόπο τους κοινού κοχλιαρίου (λαβίδας);
π. Βασίλειος Βολουδάκης: Η απάντηση είναι πολύ απλή και λογική τόσο, που δεν χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τη Θεολογία στην απάντησή μας. Συμφωνούμε, νομίζω όλοι, πως ό,τι δεν αντέχει στη λογική, αδύνατον να ανθέξει στη Θεολογία.
Η Θεολογία δίνει προεκτάσεις στη Λογική, δεν την παρακάμπτει: Ας θυμηθούμε την προτροπή του Θεού μας να τον αγαπήσουμε και «εξ όλης της διανοίας μας».
Η απάντηση, λοιπόν, στον δισταγμό των νέων Ελληνοαμερικανών είναι: Αγαπητέ μου, αν νομίζεις ότι η Θ. Κοινωνία, δεν μπορεί να εμποδίσει να σε μολύνουν τα μικρόβια του κορωνοϊού ή οποιουδήποτε ιού, τότε τι την χρειάζεσαι;
Σε τι μπορεί να σου χρησιμεύσει; Διότι, βεβαίως, αν κανείς αποδεχτεί ότι η Θεία Κοινωνία του μεταδίδει μικρόβια και τον αφήνει απροστάτευτον, πώς είναι δυνατόν να πιστέψει πως θα του προσφέρει κάτι καλό ψυχικά και σωματικά;
«Ε.Κ.»: Πώς απαντάτε σε όσους ερωτούν γιατί ο π. Βασίλειος δεν υπακούει και δεν πειθαρχεί στην Εκκλησιαστική του Αρχή και τους κυβερνητικούς υπευθύνους;
π. Βασίλειος Βολουδάκης: Εκ της πνευματικής μου ανατροφής αλλά και εκ πεποιθήσεως νομίζω ότι ανήκω σε εκείνους που υπακούουν στην Εκκλησία.
Εχουμε, μάλιστα, ιδρύσει από του έτους 1987 Σύλλογο με τίτλο «Ενότης Ορθοδόξου Εκκλησιαστικής Υπακοής», γι’ αυτό και είμαι κατηγορηματικά εναντίον των λεγομένων αποτειχίσεων και των ψευτοπαλληκαρισμών.
Ωστόσο, διατηρώ στο ακέραιο την υποχρέωσή μου ως μέλος του «Συνεδρίου του Επισκόπου» μου (στην περίπτωσή μου του Αρχιεπισκόπου) κατά τον Αγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρον, να εκφράζω με παρρησία τη γνώμη μου, ασχέτως αν είναι σύμφωνη με τη γραμμή εκείνου ή της Ιεραρχίας, διότι η ευθύνη μου -όπως και κάθε κληρικού- είναι μεγάλη, δεδομένου ότι δεν λογοδοτώ μόνο στην επίγεια Ιεραρχία αλλά, κυρίως, «στον Μόνον και Μεγάλον Αρχιερέα» Χριστόν.
Μη λησμονείτε ότι κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομον «ου πολύ το μέσον Επισκόπου και πρεσβυτέρου». Η μόνη μεταξύ τους διαφορά είναι ότι δεν χειροτονούν οι Πρεσβύτεροι και «κατά τούτο θεωρούνται ότι υπερτερούν οι Αρχιερείς έναντι των Πρεσβυτέρων».
Οσο για την αντίθεσή μου με τους κυβερνητικούς υπευθύνους είναι ο λόγος προφανής. Οχι μόνο εξαπατούν τον λαό με μια απλή γρίπη, που την παρουσιάζουν ως τη λοιμική νόσο όλων των εποχών, αλλά και γιατί εισήλθαν στην Περιοχή του Θεού, αρπάζοντας διά της βίας «και τα του Θεού» ως δικαιοδοσία του Καίσαρος!