Eίναι κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είτε από βαθειά πίστη, είτε από ηρωισμό ή “κουζουλάδα” προχωρούν σε πράξεις που γράφουν ιστορία με μόνο όπλο την ψυχή τους…Ενας τέτοιος ήταν και ο παπα- Λευτέρης Νουφράκης από τις Αλώνες Ρεθύμνου που υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιερέας στη Β΄ Ελληνική Μεραρχία, τη μία από τις δύο Μεραρχίες που συμμετείχαν στις αρχές του 1919 στο «συμμαχικό» εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία. Αυτός όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τέλεσε την τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά. Σύμφωνα με τη “Μηχανή του Χρόνου” την ιστορία του διέσωσε ο Αντώνης Στιβακτάκης όπως την άκουσε από τον παππού του, ο οποίος υπηρετούσε στην ίδια μεραρχία. Η Μεραρχία στο δρόμο προς την Ουκρανία, στάθμευσε στην Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη τότε βρισκόταν υπό «συμμαχική επικυριαρχία», ύστερα από το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών με επικεφαλής τον παπα Λευτέρη, μαζί με τον ταξίαρχο Φραντζή, τον ταγματάρχη Λιαρομάτη, τον λοχαγό Σταματίου και τον υπολοχαγό Νικολάου είχαν συμφωνήσει να βγουν στην πόλη και να λειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά, η οποία ήταν ακόμη τζαμί. Η τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφιά έγινε 466 χρόνια μετά την Άλωση της Πόλης το 1919 , από τον παπα-Λευτέρη Νουφράκη Κρητικό που υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιερέας στη Β’ Ελληνική Μεραρχία. Επιβιβάστηκαν στη βάρκα ενός Ρωμιού της Πόλης και αποβιβάστηκαν στην προκυμαία. Ο βαρκάρης τούς οδήγησε στην Αγια-Σοφιά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Τούρκος φύλακας κάτι πήγε να πει, όμως τον καθήλωσε στη θέση του το άγριο βλέμμα του ταξίαρχου Φραντζή. Μπήκαν μέσα με ευλάβεια κάνοντας το σταυρό τους. Ο παπα-Λευτέρης ψιθύρισε με μεγάλη συγκίνηση: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς Ναόν Άγιόν σου εν φόβω…». Εντοπίζει το χώρο στον οποίο βρισκόταν το Ιερό και η Αγία Τράπεζα. Βρίσκει ένα τραπεζάκι, το τοποθετεί σ’ εκείνη τη θέση, ανοίγει την τσάντα του, βγάζει όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία, φορά το πετραχήλι του και αρχίζει. Δείτε τι ακριβώς συνέβη στο βίντεο της Μηχανής του Χρόνου: Η Αγιά Σοφιά την ώρα της λειτουργίας είχε αρκετούς Τούρκους και κάποιους Έλληνες της Πόλης που βρέθηκαν εκεί. Παρακολουθούσαν με συγκίνηση τη λειτουργία, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους. Ένα όνειρο δεκάδων γενεών Ελλήνων έχει γίνει πραγματικότητα. Η Θεία Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά έχει ολοκληρωθεί. Ο παπα-Νουφράκης και οι τέσσερις αξιωματικοί είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο πλοίο. Η Εκκλησία όμως είναι γεμάτη Τούρκους, οι οποίοι έχουν αρχίσει να γίνονται επιθετικοί. Είναι έτοιμοι να τους επιτεθούν, όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζεται με την ακολουθία του και διατάζει να τους αφήσουν να φύγουν. Δεν ήταν σοφό, ούτε και προς το συμφέρον της πατρίδας του να σκοτώσουν πέντε Ρωμιούς αξιωματικούς μέσα στην Αγια-Σοφιά. Ο παπα-Νουφράκης και οι άλλοι αξιωματικοί βγαίνουν από την Αγια-Σοφιά και κατευθύνονται προς την προκυμαία, όπου τους περιμένει η βάρκα. Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολουθεί, σηκώνει ένα ξύλο, ορμά και χτυπά τον παπα-Νουφράκη στον ώμο. Ο ταγματάρχης Λιαρομάτης και ο λοχαγός Σταματίου τον αφοπλίζουν. Μπαίνουν στη βάρκα και σε λίγο βρίσκονται πάνω στο ελληνικό πολεμικό πλοίο. Ακολούθησε διπλωματικό επεισόδιο και οι «σύμμαχοι» διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον Βενιζέλο, ο οποίος αναγκάστηκε να επιπλήξει τον παπα Λευτέρη Νουφράκη. Όμως κρυφά επικοινώνησε μαζί του και «τον επαίνεσε και συνεχάρη τον πατριώτη ιερέα, που έστω και για λίγη ώρα ζωντάνεψε μέσα στην Αγια-Σοφιά τα πιο ιερά όνειρα του Έθνους μας». Το κείμενο ολόκληρο που έγραψε ο Αντώνης Στιβακτάκης με βάση όσα του διηγήθηκε ο παππούς του . Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ηρακλείου Κρήτης «ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» την 3/6/1998.
Πως βρέθηκαν οι Έλληνες στην Ουκρανία
Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση η Ουκρανία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της. Έπειτα από μερικές εβδομάδες ,τα Σοβιέτ έκαναν την εμφάνισή τους και τον Ιανουάριο του 1918 είχαν φτάσει στο Κίεβο. Μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ- Λιτόφσκ με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Γεωργίας, της Λιθουανίας και της περιοχής της Κουρλάνδης, η Τουρκία αποκτούσε τα εδάφη της Αρμενίας και η Γερμανία καταλάμβανε την Εσθονία, τη ΒΔ Λευκορωσία κ.ά., η Ουκρανία ζήτησε την παρέμβαση των Γερμανών του Ανατολικού Μετώπου, που εκτόπισαν τα Σοβιέτ και όρισαν κυβέρνηση της αρεσκείας τους, που κατέρρευσε μετά την ανακωχή του Νοεμβρίου 1918. Στην Ουκρανία υπήρχαν 500.000 ένστολοι Γερμανοί. Εν αναμονή του επαναπατρισμού τους δημιουργήθηκε κενό εξουσίας, το οποίο καλύφθηκε από Ουκρανούς εθνικιστές και ‘’Λευκούς Ρώσους’’. Οι ‘’Λευκοί Ρώσοι’’ γνωστοί και ως ‘’Λευκή Φρουρά’’ (Garde Blanche) σε αντίθεση με την ‘’Ερυθρά Φρουρά’’ των μπολσεβίκων ήταν οπαδοί του τσαρικού καθεστώτος, που μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων δημιούργησαν εθελοντικά σώματα για την ανατροπή τους. Έπειτα πρόσφεραν την υποστήριξή τους στους Συμμάχους, που ανέδειξαν ηγέτες τους και χρηματοδοτούσαν τη στρατιωτική τους δράση. Πάντως οι Ουκρανοί εθελοντές και οι ‘’Λευκοί Ρώσοι’’ άλλες φορές συμμαχούσαν εναντίον των μπολσεβίκων, άλλες είχαν διαμάχες μεταξύ τους και άλλες διαγκωνίζονταν για το ποιος θα επικρατήσει σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο. Ο σημαντικότερος ηγέτης των αντικομμουνιστών ήταν ο Στρατηγός Anton Ivanovich Denikin, επικεφαλής 4.000 ανδρών. Από την άλλη πλευρά οι μπολσεβίκοι οργανώνονταν. Έχοντας περίπου 1.000.000 άνδρες ο ‘’Ερυθρός Στρατός’’ υπό την ηγεσία του Τρότσκι, συνεπικουρούμενος από ένα δίκτυο κατασκόπων, πληροφοριοδοτών, ‘’συμπαθούντων’’ κλπ., θεωρούσε ιερό καθήκον την επικράτηση σε όλα τα μέτωπα.
Οι επικεφαλής των Ουκρανών ζήτησαν από τους Δυτικούς την εσπευσμένη αποστολή στρατευμάτων στα εδάφη τους φοβούμενοι την προέλαση των μπολσεβίκων. Ωστόσο, η κοινή γνώμη αλλά και η πολιτικοί των συμμάχων ήταν διχασμένοι: ‘’Ποτέ δεν υπήρξε συντονισμός προσπαθείας ούτε ενότης σκοπών (των Συμμάχων εναντίον των μπολσεβίκων). Μερικοί εκ των Συμμάχων έκλινον υπέρ του πολέμου, άλλοι υπέρ της ειρήνης και εντός της ιδίας χώρας υπεστηρίζοντο τάσεις αντίθετοι’’ (Κων/νος Σεκελλαρόπουλος, ‘’Η Σκιά της Δύσεως, Ιστορία μιας Καταστροφής’’ Αθήνα 1960, Β’ Έκδοση).
Οι Άγγλοι πολιτικοί και η αγγλική κοινή γνώμη καταδίκαζαν την εμπλοκή της χώρας τους στην Ουκρανία. Οι Η.Π.Α. διά του Γουίλιαμ Μπούλιτ, συμβούλου του προέδρου Γουίλσον, δεν μπορούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγο έπρεπε οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους, οι οποίοι προκειμένου να εδραιώσουν το καθεστώς τους, θα μπορούσαν να προβούν σε παραχωρήσεις με ειρηνικό τρόπο.
Εκείνη που είχε συμφέροντα για επέμβαση στην Ουκρανία ήταν η Γαλλία, η οποία κινδύνευε να μην εισπράξει τις ρωσικές οφειλές από δάνεια που είχε χορηγήσει στο τσαρικό καθεστώς, με απώλεια οικονομικού χώρου και με ακύρωση επανόδου στην αγορά για διάσωση κεκτημένων. Γάλλοι κεφαλαιούχοι, που είχαν πληγεί καίρια από την επανάσταση των μπολσεβίκων, πίεζαν την κυβέρνησή τους να αναλάβει πολεμική δράση. Μαζί με αυτούς και πολλοί Ρώσοι εξόριστοι στο Παρίσι, κυρίως αξιωματούχοι και στελέχη του τσαρικού καθεστώτος. Το Παρίσι αποφάσισε αρχικά να επιβάλει οικονομικό αποκλεισμό και να αποφύγει την εμπλοκή του σε πόλεμο με τους μπολσεβίκους. Τελικά όμως η Κυβέρνηση Κλεμανσό άλλαξε άποψη.
Στις 15/28 Οκτωβρίου 1928 καθορίστηκε η σύνθεση της Στρατιάς του Δούναβη με επικεφαλής τον Στρατηγό Philippe d’ Anselme. Αρχικά είχε αποφασιστεί η Στρατιά να εισβάλει στη Ρουμανία. Σταδιακά όμως επικράτησε η άποψη να σταλεί εναντίον των μπολσεβίκων. Στα τέλη του 1918 οι άνδρες της Στρατιάς εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία.
Από την αρχή ήταν σαφές ότι η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί πρόχειρα και είχε στηριχθεί κυρίως στις πληροφορίες των Ρώσων φυγάδων. Παράλληλα, στη Γαλλία επικρατούσε ένα φιλειρηνικό κλίμα από το 1917. Κανείς δεν ήθελε να πολεμήσει εναντίον ‘’εχθρών’’ με τους οποίους δεν είχε τίποτα να χωρίσει και μάλιστα σε μια άγνωστη χώρα. Κομμουνιστικές και αναρχικές ιδέες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος στους κόλπους των Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών. Το γεγονός αυτό αντισταθμιζόταν από την παρουσία μονάδων Ζουάβων (πρόκειται για κατοίκους μιας περιοχής μεταξύ Αλγερίας και Τυνησίας, οι οποίοι δεν υποτάχθηκαν ποτέ στην οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι αντίστοιχο με τους Μανιάτες) και Κυνηγών της Αφρικής στην πρώτη γραμμή.
Το Συμμαχικό Εκστρατευτικό Σώμα απαρτιζόταν από 10.000 Γάλλους, 2.900 Πολωνούς, 2.200 Λευκορώσους και 600 Γερμανούς εθελοντές.
Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας
Βλέποντας ο Κλεμανσό ότι οι δυνάμεις για την εκστρατεία ήταν ανεπαρκείς , προσέγγισε τον πρεσβευτή της χώρας μας στο Παρίσι Άθω Ρωμάνο και ζήτησε τη συμμετοχή της Ελλάδας. Κατά μία εκδοχή του έδωσε αόριστες υποσχέσεις για παροχή ανταλλαγμάτων στην Εγγύς Ανατολή. Άλλοι μελετητές έγραψαν αργότερα ότι ο Κλεμανσό υποσχέθηκε στον Ρωμάνο γαλλική συνδρομή για απόδοση της Θράκης στην Ελλάδα και ότι η γαλλική κυβέρνηση θα υποστήριζε κάθε διευθέτηση του ζητήματος της Σμύρνης υπέρ της Ελλάδας αν αυτό έμπαινε σαν θέμα από τις Η.Π.Α. ή τη Μ. Βρετανία. Ο Ρωμάνος ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, οποίος του είπε να πληροφορήσει τους Γάλλους ότι ο Ελληνικός Στρατός ήταν στη διάθεσή τους για να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε αποστολή.Προσφέρθηκε μάλιστα να στείλει ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού (τρεις μεραρχίες), ευελπιστώντας σε ανταπόδοση από τους Γάλλους, αν και είχε έντονες αμφιβολίες για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Ο Βενιζέλος, ανέφερε χαρακτηριστικά σε επιστολή του στον Ε. Ρέπουλη: «Εύχομαι να μην γίνει τελικώς η εκστρατεία αυτή, διότι το έργον εν Ρωσία εμφανίζεται δυσκολότερον και κινδυνωδέστερον ή όσον αρχικώς υπετίθετο, δια τούτο δε και αντιτίθεται εις αυτό μέρος της κοινής γνώμης. Άλλως τε η εκδηλωθείσα προθυμία ημών, όπως μετάσχωμεν δι’ ενός Σώματος Στρατού της εκστρατείας ταύτης… ήδη μοι δίδει δικαιώματα τινα ες ευμενεστέραν κρίσιν των δικαίων μας».
Ο Ελληνικός Στρατός στην Ουκρανία
Η αποστολή ανατέθηκε στο Α’ Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, το οποίο μόλις είχε αποκαταστήσει την ελληνική κυριαρχία στην Ανατολική Μακεδονία. Υπήρχε, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, ενθουσιασμός μεταξύ των αξιωματικών και των οπλιτών. Ορισμένοι όμως συγγραφείς, κυρίως της Αριστεράς, κάνουν λόγο για πολλές αρνήσεις συμμετοχής στην εκστρατεία, που καλύφθηκαν με την κλήση εθελοντών από τις άλλες μονάδες. Πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί (μεταξύ των οποίων και ο Νικόλαος Πλαστήρας) και αρκετοί οπλίτες, προσφέρθηκαν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία.
Για την επιβίβαση στα γαλλικά πλοία που περίμεναν, ορίστηκαν το λιμάνι των Ελευθερών στην Καβάλα και ο όρμος του Σταυρού στις εκβολές του Στρυμόνα. Κι ενώ τα πάντα ήταν έτοιμα, η τμηματική θαλάσσια μεταφορά καθυστέρησε πολύ και απαιτήθηκε τελικά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών (1/14 Ιανουαρίου-21 Μαρτίου/3 Απριλίου), για να ολοκληρωθεί με πλοία της Γαλλικής Ναυτικής Μοίρας της Ανατολής.
Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία, ξεκίνησε με την απόβαση από τα πλοία «Νορμανδία» και «Τίγρις», του 34ου Συντάγματος Πεζικού στις 21 Ιανουαρίου 1919. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, αποτελούνταν από την II Μεραρχία (1ο, 7ο και 34ο Σύνταγμα), την XIII Μεραρχία (2ο και 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων) και την III Μεραρχία που παρέμεινε σε επιφυλακή στην Καβάλα και τελικά μετακινήθηκε απευθείας στην Μικρά Ασία. Υπήρχαν επίσης δύο μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού καθώς και διάφορες μη μεραρχιακές μονάδες ,υπό τη διοίκηση του Στυλιανού Γονατά. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, συγκροτούσαν 23.551 άνδρες.
Φιλιπ Ντ’ ΑνσελμΠολλές μονάδες όμως, έφτασαν στη μεσημβρινή Ρωσία χωρίς τα μεταφορικά τους μέσα (ημιόνους, μουλάρια δηλαδή, ας μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στο 1919), τα πολυβόλα τους ή και τα απαραίτητα παρελκόμενά τους (τρίποδες κλπ), καθώς και τα άλογα των στελεχών.
Οι ελληνικές δυνάμεις, τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α’ Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών του Στρατηγού L’ Anselme, η δύναμη της οποίας είχε αυξηθεί σημαντικά.
Οι μπολσεβίκοι, παρέταξαν απέναντί τους 217.000 άνδρες, που είχαν καταφέρει να νικήσουν τους Ουκρανούς εθνικιστές. Οι δυνάμεις αυτές είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στις περιοχές του Κιέβου, του Χαρκόβου και της Βίνιτσας (όλα σχεδόν τα στοιχεία αυτής της ενότητας, προέρχονται από το δίτομο έργο του Δρα Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949»).
Οι Έλληνες στις πολεμικές επιχειρήσεις
Η πρώτη ελληνική μονάδα που έλαβε μέρος σε μάχη, ήταν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας, με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Ν. Ρόκα. Στις 24 και 25 Φεβρουαρίου 1919, μεταφέρθηκε στη Χερσώνα όπου απελευθέρωσε τη συμμαχική φρουρά που την πολιορκούσαν ισχυρές δυνάμεις των μπολσεβίκων και επέστρεψε μαζί της στην Οδησσό. Έπειτα, το 1ο Σύνταγμα, πήρε μέρος στην άμυνα της Μπερόζβας, όπου είχε σημαντική δράση. Το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας, με επικεφαλής του Αντισυνταγματάρχη Δ. Καμμένο, στις 24 Φεβρουαρίου πήρε μέρος στην άμυνα του Νικολάιεφ και από τις 5 ως τις 24 Μαρτίου κράτησε την κύρια γραμμή άμυνας της Οδησσού, όπου είχαν την έδρα τους οι διοικήσεις της Α’ συμμαχικής ομάδας μεραρχιών και του ελληνικού Α’ Σώματος Στρατού. Το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Χ. Τσολακόπουλο-Ρέμπελο, της II Μεραρχίας, πήρε μέρος στη μάχη της Μπερόζβκας, στη μάχη της Κρεμιδόβκας και στην άμυνα της Οδησσού.
Η σημαντικότερη συμμαχική μονάδα στην άμυνα της Κριμαίας, ήταν το 2ο Σύνταγμα Πεζικού της XIII ελληνικής Μεραρχίας, με επικεφαλής του Αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη. Μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη, στις 10 Μαρτίου. Με έδρα την πόλη αυτή, μονάδες της πήραν μέρος στις μάχες του Γιουσούν (23 Μαρτίου) και Εσκίκιοϊ Ζάμα (25 Μαρτίου) και κυρίως στην άμυνα της Σεβαστούπολης. Εκεί, από τις 2 ως τις 14 Απριλίου, οπότε και αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας, απέκρουσε αλλεπάλληλες επιθέσεις του «Κόκκινου Στρατού».
Στη Σεβαστούπολη, έλαβε χώρα κι ένα αξιοσημείωτο περιστατικό. Οι εργάτες της πόλης εξεγέρθηκαν. Μαζί τους συντάχθηκαν Γάλλοι ναύτες που είχαν στασιάσει και μάλιστα, προκάλεσαν τους οπλίτες ενός ελληνικού λόχο περνώντας από τον στρατώνα του! Ο Γάλλος διοικητής, έδωσε εντολές στους Έλληνες να διαλύσουν τη συγκέντρωση και αποκαταστήσουν την τάξη, μην διστάζοντας να κάνουν και χρήση βίας. Οι άνδρες του λόχου, βγήκαν από τον στρατώνα και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Τότε δέχθηκαν πυρά και ανταπέδωσαν, σκοτώνοντας πέντε μπολσεβίκους και τρεις Γάλλους, ενώ συνέλαβαν όσους Γάλλους συνέχιζαν να βρίζουν και να ασχημονούν. Τα κατώτερα πληρώματα των γαλλικών πλοίων, εξαγριώθηκαν και απειλούσαν με αντίποινα. Τελικά, με παρέμβαση των Βρετανών οι οποίοι είχαν στείλει ναυτικές δυνάμεις στην Κριμαία, η κατάσταση εξομαλύνθηκε.
Τα άλλα δύο Συντάγματα της XIII Μεραρχίας, το 3ο (με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Γ. Κονδύλη) και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, πήραν μέρος στην πολυήμερη μάχη του «Προκεχωρημένου Τομέα Σέρμκας» (8-21 Μαρτίου) και κάλυψε την υποχώρηση των Συμμάχων από την Οδησσό στην Βεσαραβία.
Μετά την απόφαση των Συμμάχων να εκκενώσουν την Οδησσό στις 20 Μαρτίου, οι ελληνικές δυνάμεις, εκτός από το 2ο Σύνταγμα που βρισκόταν στη Σεβαστούπολη και μεταφέρθηκε στη Ρουμανία στις 14 Απριλίου, υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη πέρασαν τον Δνείστερο και τοποθετήθηκαν κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού, για την άμυνα της Βεσαραβίας από ενδεχόμενη επίθεση του «Κόκκινου Στρατου».
Το Α’ Σώμα Στρατού, με έδρα το Γαλάτσι (της Ρουμανίας), παρέμεινε στη χώρα ως τα τέλη Ιουνίου του 1919. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.
Να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ήταν οι τελευταίοι που αποχώρησαν από την Ουκρανία και μάλιστα μια μέρα μετά τους υπόλοιπους. Οι συνολικές ελληνικές απώλειες ήταν 398 νεκροί από τους οποίους 18 αξιωματικοί και 657 τραυματίες, 30 από τους οποίους ήταν αξιωματικοί.