Γεννήθηκε στη Φλαβία Νεάπολη της Σαμάρειας (σημερινή Ναμπλούς) (την αρχαία Συχέμ) στις αρχές του 2ου αιώνα. Γιος ελληνόφωνων μη Ιουδαίων (πιθανώς Ρωμαίων παγανιστών), έλαβε ευρεία φιλοσοφική μόρφωση από τις σχολές του στωικισμού, της περιπατικής, του πυθαγορισμού και του πλατωνισμού. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στις σχολές της Γάζας και των Αθηνών.
Στην αρχή εθνικός,( ήταν ειδωλολάτρης ) αργότερα ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, μετά από συζήτηση με έναν γέροντα-πιθανώς στην Αθήνα περί το 135 μ.Χ. Αυτός ήταν που του συνέστησε να διαβάσει τα βιβλία των προφητών και των αποστόλων. Όταν πήγε στη Ρώμη, παρέδωσε στον τότε αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο απολογία της χριστιανικής του πίστης. Εκεί ίδρυσε δική του σχολή, συνδυασμένη με τη λατρευτική πράξη. Οι μαθητές του ήταν ολιγάριθμοι, κυρίως μικρασιατικής και ιδίως φρυγικής καταγωγής. Μεταξύ αυτών ήταν ο Τατιανός και πιθανώς ο Ειρηναίος.
Συνελήφθη για την πίστη του και, αφού βασανίστηκε, αποκεφαλίστηκε περίπου το 165 μ.Χ., επί εποχής Μάρκου Αυρηλίου. Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι εκτιμούν τη σύλληψή του προκάλεσε ο κυνικός φιλόσοφος Κρήσκης για λόγους αντιζηλίας . Εορτάζεται ως άγιος από την Ορθόδοξη, την Καθολική και τη Λουθηρανική Εκκλησία την 1η Ιουνίου. Στο κοιμητήριο της Πρίσκιλλας στη Ρώμη βρέθηκε η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο του, με την επιγραφή: Μ(άρτυς) Χ(ριστού) (Ι)ΟΥCTINOC.
Κατά τον Ιουστίνο η πλήρης και αιώνια αλήθεια είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Η χάρη του Θεού παραχώρησε σπέρμα της αλήθειας αυτής τόσο στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όσο και στους Έλληνες φιλοσόφους.Ετσι, οτιδήποτε διατυπώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και δεν περιέχει αντιφάσεις αλλά είναι αληθές, είναι χριστιανικό. Η επιλεκτική αυτή στάση καθοριζόταν από την πεποίθηση κατοχής της αλήθειας στην πληρότητά της.
Η στάση του απέναντι στην Ελληνική φιλοσοφία απηχεί το πνεύμα της εποχής που χαρακτηριζόταν από έναν εκλεκτικισμό. Έτσι αναγνωρίζει την σπουδαία ηθική διδασκαλία των στωικών, αλλά απορρίπτει τις υλιστικές, μοιραλατρικές και πανθεϊστικές τους αντιλήψεις. Επίσης απορρίπτει την διδασκαλία του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής από τη φύση της και όχι από τον Θεό και ότι μπορεί να μεταβεί σε άλλα σώματα.
Υιθετώντας τις διδασκαλίες του Πλάτωνα για τον Θεό, τον χαρακτηρίζει άρρητον, ανωνόμαστον, εν τοις επουρανιοις μένοντα, δημιούργησε τον κόσμο από άμορφη ύλη. Συγκεκριμένα ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο διά μέσου ενός άλλου, κατώτερου Θεού, μέσω του οποίου μας αποκαλύφθηκε. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από την καλοσύνη του για τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι θα καταστούν αθάνατοι εφόσον με τα έργα τους αποδειχθούν αντάξιοι της δωρεάς του, που είναι ο κόσμος. Στην αθανασία μετέχουν και η ψυχή και το σώμα, αφού μετά τον φυσικό θάνατο θα αναστηθούν και τα ανθρώπινα σώματα.Θα υπάρξουν δύο αναστάσεις νεκρών: με τη Δευτέρα Παρουσία η πρώτη των δικαίων και μια καθολική μετά από χίλια χρόνια, οπότε θα λάβει χώρα και η τελική κρίση. ανάλογα με τις πράξεις του καθενός.
Πολλά από τα έργα του Ιουστίνου έχουν χαθεί. Τα έργα που φέρουν το όνομά του και έχουν διασωθεί ως τις ημέρες μας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
– Εκείνα που είναι αδιαμφισβήτητης γνησιότητας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δύο Απολογίες του. Η πρώτη απευθύνεται στον Αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή και στους δύο θετούς γιους του, τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Λεύκιο Βέρο, ενώ η δεύτερη, συνταγμένη λίγο αργότερα, απευθύνεται στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο και στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Εδώ ο Ιουστίνος, επικαλούμενος τη φωνή του δικαίου, ανασκευάζει τις κατά των χριστιανών κατηγορίες, επειδή μόνον αυτοί σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία διώκονται για τα θρησκευτικά του φρονήματα. Ταυτόχρονα προβάλει το οικουμενικό μήνυμα της χριστιανικής διδασκαλίας. Τα έργα αυτά επηρέασαν τους Τατιανό και Αθηναγόρα ενώ ο Ευσέβιος το εγκωμιάζει. Επίσης ο Προς Τρύφωνα Ιουδαίον Διάλογος, που θεωρήθηκε η αρχαιότερη χριστιανική αυτοβιογραφία, παρουσιάζεται ένας διάλογος μεταξύ του Ιουστίνου και του Ιουδαίου Τρύφωνα. Επικεντρώνεται στην υπεροχή της χριστιανικής διδασκαλίας έναντι των αρχαίων φιλοσοφικών συστημάτων και του μωσαϊκού νόμου.
– Εκείνα που είναι αμφίβολης γνησιότητας. Για αυτά τα έργα υπάρχει αντιλογία μεταξύ των ερευνητών όσον αφορά το αν είναι συγγραφέας τους ο Ιουστίνος. Εντούτοις, υπάρχει συμφωνία όσον αφορά τον χρόνο συγγραφής τους, ο οποίος πιστεύεται ότι δεν ξεπερνά τον 3ο αιώνα. Τέτοια έργα είναι τα εξής: Προς Έλληνας, Λόγος Παραινετικός Προς Έλληνας, Περί Μοναρχίας, Προς Διόγνητον, αποσπάσματα από το έργο Περί Αναστάσεως, καθώς και άλλα μικρότερα αποσπάσματα. Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία των απαρχών της υμνογραφίας θα είχε το έργο του Ψάλτης, το οποίο θα περιείχε πιαθνώς ύμνους δικούς του.
– Τα έργα που αναμφίβολα δεν γράφτηκαν από τον Ιουστίνο και θεωρούνται νόθα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα εξής: Έκθεσις της Ορθής Πίστεως (αποδίδεται στον Θεοδώρητο), Αποκρίσεις Προς τους Ορθοδόξους Περί Τινων Αναγκαίων Ζητημάτων, Ερωτήσεις Χριστιανικαί Προς τους Έλληνας, Ερωτήσεις Ελληνικαί Προς τους Χριστιανούς, Προς Ζήνα και Σερήνο και Ανατροπή Δογμάτων Τινων Αριστοτελικών. Για τα δύο τελευταία δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το χρόνο συγγραφής τους, ενώ τα υπόλοιπα είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν μετά την Σύνοδο της Νίκαιας.