Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης , Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης | Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας
Παρά το γεγονός ότι οι εορτασμοί για τα 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης και της περιοχής τους στον εθνικό κορμό δεν μπόρεσαν μέχρι στιγμής να πραγματοποιηθούν κατά τα προγραμματισμένα, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και των σχετικών περιοριστικών μέτρων, η Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής έδωσε ήδη το δείγμα της προσφοράς της στην τιμή της επετείου.
Μια προσφορά που θα ακολουθηθεί από πολλές και σημαντικές εκδηλώσεις, η οποία όμως αποτέλεσε πραγματικό φάρο αισιοδοξίας και πνευματικής στήριξης, στις δύσκολες μέρες κατά τις οποίες εκδηλώθηκε.
Αναφέρομαι στην έκδοση του βιβλίου της Αναπλ. Καθηγήτριας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κυρίας Ελπίδας Κ. Βόγλη, με τίτλο: «Η 14η Μαΐου της Κομοτηνής έναν αιώνα μετά ….» (Κομοτηνή 2020, έκδ. Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής, σελ. 141), που ήδη προσφέρθηκε στην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας και τη συνοδεία της, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στη Θράκη.
Πρόκειται για μία καλαίσθητη και άριστης επιμέλειας, από τον συνάδελφο Αναπλ. Καθηγητή του ίδιου Τμήματος κ. Γ. Τσιγάρα, έκδοση, μια έκδοση με απολύτως ενδεικτική και σημαντική από επιστημονική και πολιτιστική άποψη εικονογράφηση, που αναφέρεται στα γεγονότα, τις ρίζες και τα αποτελέσματά τους, δεδομένου μάλιστα ότι για την ιστορική εκείνη συγκυρία και τα συγκεκριμένη γεγονότα δεν διαθέτουμε ικανή βιβλιογραφία, ούτε επαρκή ιστορική έρευνα.
Στον πρόλογό του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμων (σ. 9-10) εξηγεί τις αφορμές και τις σκέψεις που οδήγησαν στην ανάθεση της συγγραφής και στην ανάληψη της έκδοσης του βιβλίου αυτού, υπογραμμίζοντας τόσο την ανάγκη δημιουργίας επιστημονικού και απροκατάληπτου επιστημονικού λόγου, όσο και στον ρόλο της τοπικής Εκκλησίας στην προβολή της επετείου και της σημασίας της.
Και βέβαια είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να υπάρχουν επιστημονικές εκδόσεις από εκκλησιαστικούς φορείς, δεδομένου του ρόλου που έπαιξε η Εκκλησία στην εξέλιξη της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αλλά και του ανεξερεύνητου εν πολλοίς πλούτου των εκκλησιαστικών αρχείων στον τόπο μας.
Έτσι, η Μητρόπολη Μαρωνείας εγκαινιάζει μια προσπάθεια μέγιστης σημασίας, που ευχής έργο θα ήταν να συνεχιστεί και με άλλες παρόμοιες επιστημονικές εκδόσεις.
Ήδη στις εισαγωγικές σκέψεις της στον τόμο (σ. 11-20) η κα Βόγλη αναφέρεται στην οπτική που υιοθετεί και στα ζητούμενα της σχετικής έρευνας – σε διακριτική και διακριτή αντίστιξη κάποτε με όσα έχουν προηγηθεί – οριοθετώντας τα ιστορικά και τα επιστημονικά πλαίσια στα οποία κινείται η μελέτη της.
Αναφέρεται δηλαδή στα ζητούμενα της έρευνάς της, αλλά και στην επικέντρωση της προσπάθειάς της να εξερευνηθεί πλήρως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να ενταχθεί το γεγονός της ενσωμάτωσης στο ευρύτερο διπλωματικό, στρατιωτικό, πολιτικό, εθνοτικό και γεωστρατηγικό περιβάλλον, εντός του οποίου μεθοδεύθηκε και επιτεύχθηκε.
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της μελέτης, με τίτλο «Από το Ανατολική Ζήτημα στο Θρακικό: ζητήματα ορολογίας και μεθοδολογίας» (σ. 24-37), στο οποίο η κα Βόγλη θέτει τα όρια, προσεγγίζει και αναλύει τη γενικότερη ιστορική συγκυρία και βάζει τις βάσεις ορισμένων μεθοδολογικών αρχών, υπό το φως των οποίων μπορούν τα γεγονότα να ερμηνευθούν επαρκώς.
Στη συνέχεια παρατίθεται ένα κεφάλαιο με τίτλο «Στον ‘δρόμο’ προς τη Γκιουμουλτζίνα … τα γεωγραφικά αδιέξοδα της διπλωματίας» (σ. 40-58), όπου περιγράφονται η διεθνής διπλωματική κατάσταση και οι ανάλογες συνθήκες, που αποτέλεσαν τον υπόβαθρο των γεγονότων του 1920, η ισορροπίες και οι ανακατατάξεις τους, οι συνθήκες, οι συμμαχίες και οι συμφωνίες.
Ακολουθούν τα σχετικά με το ζήτημα «Τα ‘όρια του ελληνισμού’ και η Θράκη: διλήμματα στο γύρισμα του αιώνα» (σ. 60-87) όπου εξετάζεται το πολυσυζητημένο θέμα των ορίων του Ελληνισμού όπως κατά καιρούς γίνονταν αντιληπτά, και συνακολούθως της γεωγραφικής ταυτότητας του Έξω Ελληνισμού και των επιπτώσεων που αυτές οι ζυμώσεις είχαν στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής και της αντίστοιχης κοινής γνώμης.
Το επόμενο κομμάτι, με τίτλο «Από τον Μακεδονικό … στον παράλληλο Θρακικό Αγώνα» (σ. 90-107) αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε στον Ελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης, τις διαδοχικές πολιτικές αλλαγές και τις ανάλογες εδαφικές αναπροσαρμογές, τις προσφυγές, τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες των ομογενών μας και τις αντιδράσεις τους απέναντι στις εκάστοτε αλλαγές.
Και προετοιμάζει η ιστορική αυτή αφήγηση το επόμενο, το κύριο και τελευταίο κομμάτι του βιβλίου, που έχει τίτλο « … ‘απελευθερώσαμε’ την Κομοτηνή» (σ. 112-141), όπου γίνεται συστηματική αναφορά στα γεγονότα, τις διοικητικές και εθνολογικές παραμέτρους και συνισταμένες, στη θέση των Γάλλων, στις μεθοδεύσεις και τις βιαιότητες των Βουλγάρων που διεκδικούσαν την κυριαρχία τους στη Θράκη, και στις αντιδράσεις των συμμάχων της Ελλάδας γενικότερα, αλλά και στις άμεσες συνέπειες της ενσωμάτωσης της Κομοτηνής και της περιοχής της στο ελληνικό κράτος, που σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορική διαδρομή του τόπου.
Πράγματι, η ενσωμάτωση της 14ης Μαΐου 1920 σήμανε για την Κομοτηνή και την ευρύτερη περιοχή της, αλλά και για την Αλεξανδρούπολη που εορτάζει την ίδια μέρα την ανάλογη ενσωμάτωσή της, την απαρχή της νέας πορείας της στα όρια του ελληνικού κράτους, γι’ αυτό και τιμάται δεόντως στα «Ελευθέρια», τις τοπικές γιορτές που διοργανώνονται κατ’ έτος.
Μια γιορτή η οποία ιδρύθηκε με πρωτεργάτη τον μακαριστό Μητροπολίτη Μαρωνείας κυρό Τιμόθεο, και στην οποία η ελληνορθόδοξη παράδοση του τόπου τιμάται καταλλήλως, δεδομένου ότι κατά την παραμονή της εορτής μεταφέρεται πανηγυρικά και λιτανευτικά στον μητροπολιτικό ναό της Κομοτηνής η περίπυστη ιερή εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης, από την Ιερά Μονή Βαθυρρύακος, έξω από την πόλη, η οποία παραμένει στην Κομοτηνή για προσκύνηση καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτασμών, σκέποντας με τη χάρη Της την πόλη, την Ροδόπη και τη Θράκη ολόκληρη.
Όπως και προηγουμένως ανέφερα, το βιβλίο κοσμείται από σημαντικούς χάρτες και ιστορικές φωτογραφίες, που προέρχονται από τις συλλογές των Α. Βακιάνη, Κ. Κατσιμίγα, Χ. Χατζηπέμου και Δ. Λούπη, αλλά και από φωτογραφίες εντύπων, εφημερίδων και σημαντικών ιστορικών τεκμηρίων, που αναφέρονται στην εποχή της ενσωμάτωσης.
Και ο συνδυασμός εποπτικού υλικού, παραθέσεων από τις πηγές και κειμένων καταλήγει σε ένα άψογο αποτέλεσμα στοιχείων που αλληλοσυμπληρώνονται, ώστε να βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει την συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, αλλά και να αντιληφθεί την προέκταση των γεγονότων στο μέλλον, ως παραγόντων που συνδιαμόρφωσαν και το σημερινό πρόσωπο της πόλης, όπως και η ευρηματική σύνθεση του εξωφύλλου υπαινίσσεται.
Πρόκειται για μια από κάθε άποψη αξιόλογη μελέτη, που θα αποτελέσει – κατ’ εμέ κριτή – έργο αναφοράς στην θρακική ιστορική βιβλιογραφία, και όχι μόνο. Έργο που αναδεικνύει όχι μόνο την ιστορία και το φρόνημα της Κομοτηνής και των κατοίκων της, αλλά και την αξία των συνεργασιών, προϊόν των οποίων κατά κύριο λόγο είναι.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στην Ιερά Μητρόπολη Μαρωνείας και Κομοτηνής, και στον οτρηρό και ρέκτη Αρχιερέα της, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μαρωνείας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονα, για την ιδέα και την πραγμάτωσή της.
Η τοπική Εκκλησία στην Κομοτηνή και τη Ροδόπη στέκεται αρωγός κάθε καλής προσπάθειας τόσο τοπικών φορέων, όσο και του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, με πνεύμα ευρύ και προοπτική ελεύθερης έκφρασης του επιστημονικού λόγου, αρετές που συνδυάζονται με την σταθερή προάσπιση της παράδοσης και των αξιών που στήριξαν, και συνεχίζουν να στηρίζουν, το Γένος στην διαχρονική πορεία του.
Και είναι άξιος συγχαρητηρίων και τιμής ο Σεβασμιώτατος κ. Παντελεήμων, που καθιέρωσε αυτή την καλή πρακτική, δίνοντας νέα πνοή στις σχέσεις της Εκκλησίας με τις πιο παραγωγικές πνευματικές δυνάμεις και προσπάθειες της επαρχίας του, κάτι που πραγματικά αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, και βέβαια ευχής έργο θα ήταν να συνεχιστεί και να επεκταθεί τα χρόνια που έρχονται.