Αρχική » Η Θεία Εὐχαριστία το «είναι» της Εκκλησίας

Η Θεία Εὐχαριστία το «είναι» της Εκκλησίας

από christina

 

 

Toυ Εὐστρατίου Λ. Ἀδάμη

«Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου ὃ καί παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν.   ὁσάκις γάρ ἂν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε , τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε , ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ».

(Α’ Κορ. 11, 23-26).

Α. Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς κέντρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας .

Ἀπό τά ἀρχαιότερα ἤδη κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας μαρτυρεῖται ὅτι κέντρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἦταν ἀνέκαθεν τό θεοσύστατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού ἀποτελεῖ τόν βασικό καί ἀμετάθετο πυρήνα τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Σύμφωνα μάλιστα μέ τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, καμία τελετή δέν εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ χωρίς τή θεία Εὐχαριστία , πού ἀποτελεί τήν κορύφωση καί ἐξασφαλίζει τήν τελείωση ἤ καί τήν πληρότητα τῶν ἄλλων μυστηρίων . Ὁ ἴδιος μάλιστα ἱερός συγγραφέας χαρακτηρίζει τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς «τελετῶν τελετή» . Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες καί τά ἱερά μυστήρια τελοῦνται, προκειμένου νά προετοιμάσουν τούς πιστούς γιά τή μετοχή τους στό Μυστήριο τῶν μυστηρίων, ἤτοι στή θεία Εὐχαριστία καί συνδέονται μέ αὐτήν κατά τρόπο ἄμεσο καί ὀντολογικό.

Βεβαίως, ἡ ἀντίληψη περί τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὡς κέντρου ὅλων τῶν ἱερῶν μυστηρίων, μαρτυρεῖται ἐπίσης σαφῶς καί κατά τή νεώτερη πατερική παράδοση, κυρίως δέ ἀπό δύο μεγάλους καί σπουδαίους ἑρμηνευτές τῆς λειτουργικῆς πράξεως, ὅπως οἱ ἅγιοι Νικόλαος Καβάσιλας καί Συμεών Θεσσαλονίκης. Πράγματι, γιά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ἀποτελεῖ ὄχι μόνο πηγή τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργημάτων, ἀλλά καί τό κέντρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἀφοῦ μέσῳ τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἐπιζητούμενη μακαριότητα: «Τοῦτο τῆς ζωῆς τό πέρας, οὗ γενομένοις οὐδενός ἤδη δεήσει πρός τήν ζητουμένην εὐδαιμονίαν». Ἐπισημαίνει δέ ὅτι τό ἱερό θυσιαστήριο «πάσης ἐστίν ἀρχή τελετῆς»  καί ἀποτελεῖ τήν «κρηπίδα» καί «ρίζα»  τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί τό «κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν». Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης δέν διστάζει νά ὁμολογήσει τό δέος του ὅταν ἀναφέρεται στή θεία Εὐχαριστία, τήν ὁποία θεωρεῖ ὡς «μόνη πασῶν τελετῶν τελετή»  . Ἐξαίροντας μάλιστα τή σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου ἐπισημαίνει ὅτι, ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ «ἕνωσις Θεοῦ μεθ’ἡμῶν, θέωσις ἡμῶν, ἁγιασμός, χάριτος πλήρωμα, ἔλλαμψις, ἀποτροπή παντός ἑναντίου. Χορηγία παντός ἀγαθοῦ» και χαρακτηρίζει τό μυστήριο ὡς: «μυστήριο μυστηρίων, καί ἁγίων ἁγιασμός, καί ὅντως ἁγίων ἅγιον, καί τελετῶν ἁπασῶν τελετή, καί τελετάρχης τε καί τελεστική» .

Στό πλαίσιο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ ὅτι μέ τόν ὄρο «μυστήρια» ὀνομάζονται οἱ θεοσύστατες ἐκεῖνες τελετές, πού ἀποτελοῦν τά αἰσθητά σημεῖα τῆς θείας Χάριτος καί εἶναι ἀπαραίτητες γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου . Καλοῦνται «θεοσύστατες», διότι συστάθηκαν εἴτε ἄμεσα ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο καί Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν Ἐνανθρώπισή Του (ὅπως λ.χ. τό Βάπτισμα καί ἡ θεία Εὐχαριστία), εἴτε ἔμμεσα διά τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι βασιζόμενοι στούς λόγους καί στίς πράξεις τοῦ Διδασκάλου τους καθώς καί στόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁδηγήθηκαν στήν πλήρη καί τελεία κατανόηση ἤ καί ἀποκάλυψη αὐτῶν .

Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι, ἐφόσον τά μυστήρια συστάθηκαν ἤ καί ὁρίσθηκαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὡς αἰσθητά ἤ καί κτιστά μέσα χορηγήσεως τῆς θείας Χάριτος, τότε ἡ χρήση τους ἤ καί ἡ τέλεσή τους εἶναι ὄχι μόνο ὀντολογικά ἀναγκαῖα, ἀλλά καί σωτηριολογικά ἀπαραίτητη. Σύμφωνα δέ μέ τόν μέγα μυστικό θεολόγο τῆς λειτουργικο-πνευματικῆς ζωῆς Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ Χριστός, μέ τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο ἄνοιξε τήν πύλη τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους καί κατά τήν ἀνάληψή Του στόν Θεό Πατέρα δέν θέλησε νά τήν κλείσει καί μέσῳ τῶν ἱερῶν μυστηρίων ἔρχεται καί πάλι ἀπό τόν Πατέρα στούς ἀνθρώπους: «Ταύτην τήν ὁδόν ὁ Κύριος ἔτεμεν εἰς ἡμᾶς ἐρχόμενος, καί ταύτην ἀνέωξε τήν πύλην, εἰσελθών εἰς τόν κόσμον, καί εἰς τόν Πατέρα ἀνελθών, οὐκ ἠνέσχετο κλεῖσαι, ἀλλ’ ἐξ ἐκείνου διά ταύτης ἐπιδημεῖ τοῖς ἀνθρωποις» . Συνεπῶς, τά «θεῖα καί υπερφυῆ χαρίσματα», ὅπως ἀποκαλεῖ τά ἱερά μυστήρια ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης , ἀποτελοῦν θυρίδες, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες κατέρχεται ὁ Χριστός, ὡς Ἥ λι ος τῆς Δικαιοσύνης καί φωτίζει τόν σκοτεινό τοῦτο κόσμο (14). Παρέχονται δέ, προφέρονται καί τελοῦνται μόνο στήν Ἐκκλησία (15) καί διά τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού σημαίνει ὅτι «ἐκεῖ ὅπου τελοῦνται τά μυστήρια ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐκκλησία»  καί δεικνύουν τ ή φανέρωση τῆς καινῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Β. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ .

Εἶναι βεβαίως γνωστό ὅτι, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἀπέφυγε, γιά εὐνόητους λόγους, νά διατυπώσει ἤ καί νά ἐκφράσει ἕναν πλήρη καί αὐθεντικό λογικό ἤ καί δογματικό ὁρισμό τοῦ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας (, ἀφοῦ κατά τόν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνο «μυστήριον» , ἀλλά ἀποτελεῖ καί «πλοῦτο ἀνεξιχνίαστο» . Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, δέν δύναται νά γίνει λογικά κατανοητή ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ, παρά μόνο μέ τή χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ τό μυστήριο δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται μέσῳ τῆς πίστεως. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, στήν ἑρμηνεία τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς λέγει: «Ἄρα μυστήριον τοῦτο μάλιστα ἐστιν, ὅ πανταχοῦ μέν κηρύττεται, οὐ γνωρίζεται δε παρά τῶν οὐκ ὀρθήν ἐχόντων γνώμην∙ ἐκκαλύπτεται δε οὐκ ἀπό σοφίας, ἀλλ’ ἀπό Πνεύματος ἁγίου, καθόσον ἡμῖν δέξασθαι δυνατόν» .

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἐπιχείρησε ἤδη ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή, μέ σκοπό νά γίνει λογικά προσεγγίσιμη ἡ νέα ἐν Χριστῷ πραγματικότητα, νά ἐκφράσει ἤ καί νά ἑρμηνεύσει, κυρίως μέσῳ τῆς χρήσεως εἰκόνων, συμβόλων, ἁγιογραφικῶν παραστάσεων ἤ καί μεταφορικῶν περιγραφῶν, τό ἀνερμήνευτο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἔννοιες ὅπως: σῶμα Χριστοῦ, λαός Θεοῦ, ἄμπελος, κοινωνία πιστῶν, κιβωτός, ποίμνιο λογικῶν προβάτων, νύμφη κλπ. . Ὥστόσο, ὁ ὁρισμός πού χρησιμοποιήθηκε περισσότερο γιά νά ἀποδώσει ἀκριβέστερα τό μυστηριακό χαρακτήρα καί τό σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς τόσο ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τούς μεγάλους θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί ἀπό τούς ὀρθοδόξους θεολόγους εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σώματος Χριστοῦ» .

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἐκφράζει τήν ἄρρηκτη σχέση καί τήν ὀντολογική ἑνότητα μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κατά τήν ὁμόφωνη ἀποστολική καί πατερική παράδοση, ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη προσλήφθηκε στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτό λειτουργεῖ ὡς προέκταση τοῦ «σώματος Χριστοῦ» μέ τή μυστική ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ μακραίωνου ἱστορικού βίου της . Ἔτσι, στό ἕνα καί μοναδικό αὐτό αἰώνιο ἱστορικό σῶμα, «ὅ ἐστίν ἡ Εκκλησία» , πού κεφαλή ἔχει τόν ἴδιο τόν Χριστό (27), ἑνώνονται ὡς μέλη ὅλοι οἱ ἐπί γῆς βαπτισμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι δύνανται νά βιώσουν τή νέα σχέση μέ τόν Θεό, μέ τόν συνάνθρωπο καί τό περιβάλλον: «ἕν σῶμα γινόμεθα καί μέλη φησίν, ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ, καί ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» .

Βεβαίως, ἡ διαχρονική αὐτή ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν ὀντολογική σχέση καί ἑνότητα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας ἐκφράσθηκε, προβλήθηκε καί καλύφθηκε ρητά καί μέ πλήρη σαφήνεια στήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016) . Πράγματι, ὅπως ἐπισημαίνεται στίς πρώτες παραγράφους τῆς Ἐγκυκλίου τῆς Συνόδου, ἡ Όρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, πιστή στήν ὁ μόφωνη ἀ ποστολική παράδοση καί μυστηριακή ἐ μπειρία, ἀφ’ἑνός μέν ταυτίζεται ὀντολογικά μέ τή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἤτοι μέ τό αἰώνιο ἱστορικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ἑτέρου δε, ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποτελεῖ πρόγευση και βίωση τ ῶ ν Ἐ σχάτων ἐ ν τ ῇ θεί ᾳ Ε ὐ χαριστί ᾳ καί ἀ ποκάλυψη τ ῆ ς δόξας τ ῶ ν μελλόντων.

Πράγματι, ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σώματος Χριστοῦ» βασίζεται σέ ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ θείας Οἰκονομίας καί συνδέεται ἄμεσα μέ τό γεγονός τῆς θείας Ἐνανθρωπίσεως. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ Χριστός, κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, «Οὐρανοῦ σῶμα οὐκ ἀνέλαβε, Ἐκκλησίας δε σάρκα ἀνέλαβεν» , ἐνῶ κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι «πᾶσα ἡ Ἐκκλησία» . Συνδέεται δε ἄμεσα ἐπίσης καί μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Λυῶνος: «ἡμῶν δέ σύμφωνος ἡ γνῶμη τῇ εὐχαριστίᾳ, καί ἡ εὐχαριστία …βεβαιοῖ τήν γνώμην… Προσφέρομεν δέ αὐτῷ τά ἴδια, ἐμμελῶς κοινωνίαν καί ἕνωσιν ἀπαγγέλοντες, καί ὁμολογοῦντες σαρκός καί πνεύματος ἕγερσιν. Ὡς γάρ ἀπό γῆς ἄρτος προσλαμβανόμενος τήν ἔκκλησιν τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι κοινός ἄρτος ἐστίν, ἀλλ’εὐχαριστία, ἐκ δύο πραγμάτων συνεστηκυῖα, ἐπιγείου τε καί οὐρανίου∙ οὔτω καί τά σώματα ἡμῶν μεταλαμβάνοντα τῆς εὐχαριστίας, μηκέτι εἶναι φθαρτά, τήν ἐλπίδα τῆς εἰς αἰῶνας ἀναστάσεως ἔχοντα» .

Βεβαίως, ἡ ὀντολογική αὐτή ἕνωση μεταξύ σώματος καί κεφαλῆς δέν στηρίζεται σέ κοινωνικά, ἱστορικά ἤ καί ἠθικά κριτήρια, ἀλλά ἀποτελεί καρπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» καί διά τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καθιστᾶ τήν Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλά μόνο ὀργανισμό ἀληθείας καί ἀγάπης, πού κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ εἰκόνα Θεοῦ καί καλεῖται σέ κοινωνία , ἀλλά κατεξοχήν «οἶκον πνευματικόν», «ἱεράτευμα ἅγιον», ὅπου προσφέρονται «πνευματικάς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ» . Στό πλαίσιο αὐτό, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος, στήν ἀντιγνωστική θεολογία του, κατά τήν ὁποία ἀναπτύσσει τόν ρόλο τῆς συνεργίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή διηνεκῆ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ και στή συνέχεια τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας «ἄχρις οὖ ἄν ἔλθῃ»  διακηρύττει: «Ὅπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ εἶναι καί τό ἅγιο Πνεῦμα, καί ὅπου εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί κάθε χάρις» ( Ubi enim Ecclesia , ibi et Spiritus Dei ; et ubi Spiritus Dei , illic Ecclesia et omnis gratia ) (38).

Γ. Ἡ θεία Εὐχαριστία τό κατεξοχήν μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς κέντρο ὅλων τῶν μυστηρίων, εἶναι τό κατεξοχήν «μυστήριο τοῦ Χριστοῦ» (39). Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό κατεξοχήν μυστήριο ἑνώσεως τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος εἶναι δυνατή ἀποκλειστικά καί μόνο στό ἕνα καί μοναδικό αἰώνιο ἱστορικό σῶμα τοῦ Χριστού, ἤτοι στό δημιουργικῶς προσληφθέν, ἁγιασθέν, θεωθέν, σταυρωθέν, ἀναστάν, ἀναληφθέν στούς οὐρανούς καί καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός σῶμα τοῦ Χριστοῦ  . Στό πλαίσιο αὐτό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος συνδέει τ ή θεία Εὐχαριστία τόσο μέ τό Μυστικό δεῖπνο, ὅσο καί μέ τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ: «Πάρεστιν ὁ Χριστός, καί νῦν ἐκεῖνος ὁ τήν τράπεζαν διακοσμήσας ἐκείνην, οὖτος καί ταύτην διακοσμεῖ νῦν. Οὐδέ γάρ ἄνθρωπος ἐστι ὁ ποιῶν τά προκείμενα γενέσθαι σῶμα καί αἵμα Χριστοῦ, ἀλλ’αὐτός ὁ σταυρωθεῖς ὑπέρ ἡμῶν Χριστός», ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός συνέστησε τή θεία Εὐχαριστία κατά τό Μυστικό δεῖπνο, «τῇ νυκτί ᾗ  παρεδίδετο» , ἤτοι λίγο πρίν συλληφθεῖ καί σταυρωθεῖ.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι, ὅλη ἡ δράση τῆς ἔνσαρκης παρουσίας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν μία προετοιμασία γιά τήν ἱερή ἐκεῖνη στιγμή, πού συντελέσθηκε κατά τό Μυστικό δεῖπνο, ἤτοι τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς πρώτης θείας Εὐχαριστίας, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστός προσέφερε τό σῶμα καί τό αἵμα Του πρίν ἀπό τή θυσία Του στό Γολγοθά  καί ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές Του νά κάνουν καί αὐτοί τό ἴδιο γιά νά συνεχίζεται στήν Ἐκκλησία Του, διά μέσου τῶν αἰώνων, «ἄχρις ο ὗ ἄν ἔλθῃ» στή δεύτερη ἔνδοξη παρουσία Του. Ὡστόσο, διάφοροι προβληματισμοί καί ἀμφισβητήσεις ἀναπτύχθηκαν στό διάβα τῆς ἱστορίας, καθ’ ὅσον ἀφορᾶ στή σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς πρώτης Εὐχαριστίας, πού τελέσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ δείπνου καί τῆς θείας Εὐχαριστίας πού τελεῖται στούς ναούς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ὁ Χριστός τέλεσε τή θυσία Του «ἐφάπαξ»  καί συνεπῶς ἡ θυσία Του δέν ἐπαναλαμβάνεται.

Πράγματι, οἱ προβληματισμοί αὐτοί ἀντιμετωπίσθηκαν καί ἀποκρούσθηκαν, μέ ἐντυπωσιακό μάλιστα τρόπο, ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τίς θεόπνευστες εὐχαριστιολογικές ἀναλύσεις τους, οἱ ὁποῖες καί βασίσθηκαν στήν εὐχαριστιακή ἐμπειρία, πράξη καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ κατεξοχήν «διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας» (45) καί τῆς θείας Εὐχαριστίας ( ma î tre ) (46) Ἰωάννης Χρυσόστομος τόνισε ὅτι, γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου στήν Ἐκκλησία, μολονότι χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τό πνεῦμα καί ἡ γλῶσσα τοῦ ἱερέα (47), ἐντούτοις, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας πραγματώνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἤτοι ἀπό τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό ἅγιο Πνεῦμα, ὕστερα ἀπό τήν Ἐπίκληση τοῦ ἱερέα (48) στέλλεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ, ἐπεμβαίνει καί μεταβάλλει τά τίμια δῶρα, τόν ἄρτο καί τόν ο ἶ νο σέ σῶμα καί α ἷ μα Χριστοῦ: «κατάπεμψον τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· τό δέ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου. Ἀμήν· μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν» (49), ὥστε νά προσαχθοῦν στό αἰώνιο καί οὐράνιο θυσιαστήριο, γιά νά γίνουν δεκτά ἀπό τόν «μέγα Ἀρχιερέα» (50) τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας καί νά ἑνωθοῦν μέ τό αἰώνιο ἀναληφθέν σῶμα Του, χωρίς ὅμως αὐτά νά ἀπομακρυνθοῦν τοπικά ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα.

Ἔτσι, ἡ θεία Εὐχαριστία δέν ἀποτελεῖ ἕνα τύπο ἤ μία εἰκόνα (51), οὔτε βεβαίως μία ἐξωτερική ἀναπαράσταση, μία ἁπλή ἀνάμνηση ἤ καί μυστηριακή ὑπενθύμιση τοῦ τελευταίου δείπνου τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές Του, ἀλλά συνέχεια καί μετοχή στή μία καί μοναδική ἱλαστήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τά καθαγιασμένα, ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, τίμια δῶρα, ἤτοι ὁ ἄρτος καί ὁ ο ἶ νος τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀληθινά, ρεαλιστικά καί πραγματικά τό τεθεωμένο σῶμα καί α ἷ μ α τοῦ Χριστοῦ : «Οὐκ ἔστι τύπος ὁ ἄρτος καί ὁ ο ἶ νος τοῦ σώματος καί τοῦ Χριστοῦ (μή γένοιτο), ἀλλ΄ αὐτό τό σῶμα τοῦ Κυρίου τεθεωμένον αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος∙ Τοῦτο μού ἐστι, οὐ τύπος τοῦ σώματος, ἀλλά το σῶμα∙ καί οὐ τύπος τοῦ αἵματος. ἀλλά τό α ἷ μ α» (52).

Συνεπῶς, πρόκειται γιά τήν ἴδια πάντοτε εὐχαριστία, πού σέ τίποτε δέν διαφέρει ἀπό τήν πρώτη πού τελέσθηκε κατά τή διάρκεια τοῦ Μυστικοῦ δείπνου, ἀφοῦ ὁ πραγματικός ἱερουργός κάθε εὐχαριστίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός: «ὁ τότε ταῦτα ποιήσας ἐν ἐκείνῳ τῷ δεῖπνῳ οὖτος καί νῦν αὐτός ἐργάζεται. ἡμεῖς ὑπηρετῶν τάξιν ἔχομεν∙ ὁ δέ ἁγιάζων αύτά καί μετασκευάζων αὐτός» (53). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ βεβαιότητα καί ἡ ἀλήθεια τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί α ἷ μ α Χριστοῦ βιώνεται σαφῶς μέσῳ τῆς μετοχῆς στό μυστήριο, ἤτοι μέσῳ τῆς πίστεως καί κατά τρόπο πνευματικό καί ὄχι μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, ἀφοῦ ὁ ἀναληφθείς στούς οὐρανούς Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού, οἰκονομικῶς καί συγκαταβαίνων τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἐνεργεῖ τό εὐχαριστιακό μυστήριο μέ ἄρτο καί ο ἶ νο «ἵνα μή ἀποστρέφωνται οἱ πολλοί τόν ἀρραβώνα τῆς αἰωνίου ζωῆς καί δυσχεραίνωσι σάρκα καί α ἷ μ α βλέποντες» (54).

Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποδεικνύεται πώς ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀποτελεῖ μυστηριακή μετοχή στή μία καί μοναδική ἱλαστήρια θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὅπου τά ἐπί μέρους μέλη (55)ἑνώνονται μεταξύ τους καί μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί συγκροτοῦν τό ἕνα σῶμα (56). Ἔτσι, ἐκπληρώνεται ὁ σκοπός, ἡ ἀποστολή καί ἡ τελείωση τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι τό «συνέρχεσθαι ἐν Ἐκκλησίᾳ» (57), ἤτοι ἡ ὀντολογική πραγμάτωσή της ὡς σώματος Χριστοῦ, ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία. Ἄλλωστε, ὁ ὄρος «ἐκκλησία» προέρχεται ἐτυμολογικά ἀπό τό ρῆμα ἐκκαλέω-ῶ καί σημαίνει τή συνέλευση τοῦ λαοῦ, ἤτοι τή σύναξη τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (58), πού πιστεύει στόν ἐνσαρκωμένο, «Πνεύματος ἁγίου δυνάμει ἐν τῇ τῆς Παρθένου μήτρᾳ διαπλασθέντα» (59) Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἀποδέχεται Αὐτόν ὡς τέλειο Θεό καί ὡς τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔλαβε «δούλου μορφήν» (60) καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος.

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος «μέγας Ἀρχιερέας» τῆς ἀνθρωπότητας, εἰσῆλθε μία γιά πάντα στά ἅγια τῶν ἁγίων ὄχι γιά νά προσφέρει θυσίες, ἀλλά γιά νά θυσιάσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του, προσφέροντας στόν ἄνθρωπο τό δικό Του α ἷ μ α (61). Μέ τή θυσία Του αὐτή «ἐκτρέφει καί θάλπει» (62) ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τόν τρόπο αὐτό κατανοεῖται καί ὁ διπλός σκοπός τῆς Ἐνανθρωπίσεώς Του, ἤτοι νά θυσιασθεῖ ἀφ’ ἑνός μέν «ἱνα ἁγιάσῃ διά τοῦ ἰδίου αἵματος τόν λαόν» (63), ἀφ’ ἑτέρου δέ «ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συνεγάγῃ εἰς ἕν» (64).

Δ. Προϋποθέσεις τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, πρίν ἀναληφθεῖ ἐν δόξῃ στούς οὐρανούς καί ἀποκατασταθεῖ στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπου καί ἐξῆλθε (65), εἶχε διαβεβαιώσει τούς μαθητές καί Ἀποστόλους Του γιά τή διηνεκῆ παρουσία Του ἕως τῆς συντελείας τοῦ κόσμου (66). Στό πλαίσιο αὐτό, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στό μυστηρίο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί προϋποθέτει τή συγκέντρωση ἤ τή φυσική παρουσία ἑνός ἀριθμοῦ μελῶν τοῦ σώματος, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τόν λόγο Του: «οὖ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (67). Βεβαίως, αὐτό πού ἔχει σημασία, δέν εἶναι τό ποσοτικό κριτήριο, ἤτοι ἄν ὁ ἀριθμός τῶν μελῶν εἶναι μικρός, μεγάλος ἤ ἐλάχιστος, ἀλλά τό καθ’ἑαυτό γεγονός τῆς συνάξεως εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τήν οὐσία τῆς λειτουργικῆς συνάξεως, διότι ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν μέ τόν ἐπίσκοπο ἤ τόν πρεσβύτερο καί τῆς ἀπό κοινοῦ ἀναφορᾶς τους στόν Θεό (68).

Ἔτσι, γιά τήν τέλεση τῆς «φρικωδεστάτης τελετῆς» (69), ἤτοι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἀσφαλῶς ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τοῦ ἐπισκόπου, εἰς τόπον και τύπον Χριστοῦ (70), ἀφοῦ «μηδείς χωρίς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (71) καί τίποτε δέν γίνεται δίχως τή δική του γνώμη: «μηδέν δε ποιείτω τό σύνολον ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου, μηδέ τινι διδότω τι ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης» (72) ἤ τοῦ πρεσβυτέρου, οἱ ὁποῖοι συνεχίζουν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἤτοι τῆς ἀδιάκοπης καί συνεχοῦς διαδοχῆς τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως (73). Πράγματι, τόσο ὁ ἐπίσκοπος, πού εἶναι «εἰκών Ἰησοῦ» (74) καί κατά χάριν εἶναι «ὡς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς αὐτός ὁ Χριστός» (75), ὅσο καί ὁ πρεσβύτερος, μέ τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, ἔχουν λάβει τή χάρη νά τελοῦν τά ἱερά μυστήρια καί νά ποιμαίνουν τό «ἱερατικόν πλήρωμα» (76), ἤτοι τόν πιστό λαό τοῦ Χριστοῦ, ὄντες «ὑπηρέτες Χριστοῦ καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ» (77).

Στό πλαίσιο αὐτό, ἀξίζει ἐπιπλέον νά ἐπισημανθεῖ ὅτι, τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, καίτοι ἀσκεῖται στή γῆ, ἀνήκει στήν « τάξη τῶν ἐπουρανίων » (78), διότι δέν τήν καθίδρυσε « οὐκ γάρ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐκ ἀρχάγγελος, οὐκ ἄλλη τις κτιστή δύναμις, ἀλλά αὐτός ὁ Παράκλητος ταύτη διετάξατο τήν ἀκολουθίαν, καί ἔτι μένοντας ἐν σαρκί τῇ τῶν ἀγγέλων ἔπεισε φαντάζεσθαι διακονίαν» (79). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό λειτουργικό ἔργο, καίτοι ἀνήκει στήν τάξη τῶν ἐπουρανίων, ὁ Θεός δέν τό ἐμπιστεύθηκε στούς ἀγγέλους, ἀλλά στούς θνητούς ἱερεῖς ἀνθρώπους: «καί ἐξουσίαν ἔλαβον ἥν οὔτε ἀγγέλοις, οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός» (80) καί γι’ αὐτό ὀφείλουν οἱ λαϊκοί, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο, νά τούς ἀπονέμουν τή δέουσα τιμή: «Ἅ γάρ ἐγκεχείρισται ὁ ἱερεύς, Θεοῦ μόνο ἐστι δωρεῖσθαι … Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος ἐργάσθαι τι δύναται εἰς τά δεδομένα παρά Θεοῦ∙ ἀλλά Πατήρ καί Υἱός καί ἅγιον Πνεῦμα πάντα οἰκονομεῖ∙ ὁ δέ ἱερεύς τήν ἑαυτοῦ δανείζει γλῶτταν, καί τήν ἑαυτοῦ παρέχει χεῖρα . Καί γάρ οὐδέ δίκαιον ἦν διά τήν ἑτέρου κακίαν εἰς τά σύμβολα τῆς σωτηρίας ἡμῶν τους πίστει προσιόντας παραβλάπτεσθαι. Ταῦτα οὐν ἅπαντα εἰδότες, καί τόν Θεόν φοβόμεθα καί τούς ἱερέας αὐτοῦ ἐντίμως ἔχωμεν, πᾶσαν αὐτοῖς ἀπονέμοντες τιμήν» (81).

Βεβαίως, οἱ ἱερεῖς, ἔχοντες βαθιά συνείδηση τῆς χαρισματικῆς ἐξουσίας πού φέρουν, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὁποιαδήποτε κοσμική ἐξουσία (82), ὀφείλουν νά ζοῦν μέ ἀγγελική καθαρότητα, προκειμένου νά διακονοῦν τό ἱερό αὐτό ἔργο καί νά τελοῦν ἀξίως τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ιερέας, πρίν ἱερουργήσει τό μέγα μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, θά πρέπει μόνος του, ἀπό τό προηγούμενο ἑσπέρας, νά προετοιμάζεται πνευματικά καί σωματικά. Ὀφείλει νά φροντίζει νά ἀπαλλάσσεται ἀπό αἰσθήματα πού διώχνουν τήν ἀγάπη, νά καθαρίζει τήν καρδιά του ἀπό πονηρούς λογισμούς, νά νηστεύει ἀπό τροφές καί νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως ἕως καί τήν ὥρα τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου: «Μέλλων ὁ ἱερεύς τήν θείαν ἐπιτελεῖν Μυσταγωγίαν, ὀφείλει προηγουμένως μέν κατηλλαγμένος εἶναι μετά πάντων καί μή ἔχειν τι κατά τινος· καί καρδίαν δέ, ὅση δύναμις, ἀπό πονηρῶν τηρῆσαι λογισμῶν, ἐγκρατεύεσθαί τε μικρόν ἀφ’ ἑσπέρας καί ἐγρηγορηκῶς διάγειν μέχρι τοῦ τῆς Ἱερουργίας καιροῦ» (83).

Ἀσφαλῶς, δέν ὑφίσταται κάποιος διαχωρισμός μεταξύ κλήρου καί λαοῦ. Οἱ κληρικοί δέν διαφέρουν ἐξουσιαστικά ἀπό τό λαό, παρά μόνο λειτουργικά, ἀφοῦ κληρικοί καί λαϊκοί, ποιμένες καί ποιμαινόμενοι εἶναι «ἀλλήλων μέλη» (84), ὁμότιμα μεταξύ τους, σύνδουλοι Θεοῦ (85) καί συναπαρτίζουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τό ἕνα καί μοναδικό ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, «ὅ ἐστίν ἡ Ἐκκλησία»: «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν πρός δε τόν Χριστόν πάντες πρόβατα. Καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ἑνός τοῦ ἄνω ποιμένος ποιμαίνοντα ι» (86). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, κληρικοί καί λαϊκοί συναποτελοῦν συγχρόνως παιδιά καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί μετέχουν ἀπό κοινοῦ στήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (87), διότι αὐτός πού ἁγιάζει δέν εἶναι ὁ ἱερέας πού τελεῖ τό μυστήριο, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «ὅ τε γάρ ἁγιάζων καί οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνός πάντες· δι’ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν λέγων· ἀπαγγελῶ τό ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε, καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ’ αὐτῷ, καί πάλιν˙ ἰδοὺ ἐγώ καί τά παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ θεός. ἐπεί οὖν τά παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καί αὐτός παραπλησίως μετέσχεν τῶν αὐτῶν, ἵνα διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου τοῦτ’ ἔστιν τόν διάβολον, καί ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διά παντός τοῦ ζ ῆ ν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (88). Συνεπῶς, κλήρος καί λαός, πού συναποτελοῦν παιδιά καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, κοινωνοῦν τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί μέ τόν εὐχαριστιακό αὐτό τρόπο συνθέτουν τό ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ θεία Εὐχαριστία τελεῖται γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἤτοι γιά ὁλόκληρο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτό ἡ παρουσία τοῦ ἐπισκόπου ἤ τοῦ πρεσβυτέρου εἶναι ἀναγκαῖα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐπικεφαλής τοῦ λαοῦ, προέρχεται ἀπό τό λαό, ἀνήκει στό λαό, προσεύχεται γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ καί τίς δικές του, ἑνώνει τό λαό καί ἐκπροσωπεῖ τό λαό στό Θεό. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου ἤ τοῦ πρεσβυτέρου συνιστᾶ ἔκφραση τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νά γεφυρωθεῖ τό χάσμα ἀνάμεσα στό κτιστό καί τό ἄκτιστο, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (89). Ἀναγκαῖα ὅμως εἶναι ἐπίσης καί ἡ παρουσία τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ κατεξοχήν ἔργο τοῦ λαοῦ ( λαός= λεῖτον ἤ λήϊτον + ἔργο ). E ἰδικά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ συμμετοχή στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δέν ἀποτελεῖ μία ἁπλή ἀτομική θεώρηση, ἀλλά σημεῖο κοινωνίας μεταξύ τῶν πιστῶν πού ἀπαιτεῖ βεβαίως φυσική παρουσία καί προσωπική μετοχή.

Ὑπό τό πρίσμα αὐτό, ὅλες οἱ εὐχές, οἱ αἰτήσεις καί οἱ δεήσεις πού ὁ ἱερέας ἀναγινώσκει καί ψάλλει εἶναι σέ πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ( Πάτερ ἡμῶν, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, Σοί εὐχαριστοῦμεν Κύριε κ.ἄ. ), ἐνῶ κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας πραγματώνεται ἕνας ὑπέροχος ὑμνολογικός διάλογος μεταξύ τοῦ ἱερέα καί τοῦ λαοῦ. Πράγματι, ὁ λαός ἀπαντᾶ τό «Ἀμήν» στίς ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα, τό «Κύριε, ἐλέησον» στά εἰρηνικά, τό «Παράσχου Κύριε» στίς αἰτήσεις, τό «καί μετά τοῦ πνεύματός σου» στίς εὐλογίες, τό «ἔχομεν πρός τόν Κύριον» στήν προτροπή «ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας», τό «Ἀληθῶς Ἀνέστη» στό «Χριστός Ἀνέστη» κ.ἄ. Συνεπῶς, ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἕνας διάλογος ἀγάπης καί εἰρήνης μεταξύ τοῦ ἱερέα καί τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καθορισμένους ρόλους καί ἡ θυσία πού πραγματώνεται προσφέρεται γιά ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».

Ε. Εἶναι δυνατή ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας μόνο ἀπό τόν ἱερέα;

Στό σημεῖο ὅμως αὐτό τίθεται τό ερώτημα… Τί συμβαίνει στίς περιπτώσεις πού ἡ παρουσία τοῦ λαοῦ καθίσταται ἀδύνατη; Εἶναι δυνατή ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας μόνο ἀπό τόν ἱερέα;

Ἡ θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ λαοῦ καί συνεπῶς τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀδύνατον νά τελεσθεῖ δίχως τήν παρουσία πιστῶν. Ὡστόσο, δύναται νά τελεσθεῖ μέ τόν ἐλάχιστο ἀριθμό πιστῶν, ἤτοι μέ τήν φυσική παρουσία ἑνός καί μόνο λαϊκοῦ μέλους, ἀφοῦ σέ κάθε εὐχαριστιακή σύναξη, σέ κάθε τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας δέν παρίστανται μόνο ἕνα ἐπί μέρους τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ πιστῶν, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, ἤτοι ὁλόκληρο τό σῶμα Χριστοῦ (90), ὅ ἔστιν ἡ Ἐκκλησία.

Ἄλλωστε, σέ κάθε θεία Λειτουργία, ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται ὄχι μόνο γιά τούς παρόντες στήν εὐχαριστιακή σύναξη, ἀλλά καί γιά ὅσους δέν δύνανται νά παραστοῦν, ἀκόμη δέ καί γι’ αὐτούς πού δείχνουν ἐχθρική στάση ἀπέναντί της: «… Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ καί τῶν δι΄εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων καί ἐλέησον αὐτοὺς καί ἡμᾶς, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Τά ταμεῖα αὐτῶν ἔμπλησον παντός ἀγαθοῦ… Τάς συζυγίας αὐτῶν ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοία διατήρησον. Τό γῆρας περικράτησον, τούς ὀλιγοψύχους παραμυθῆσαι. Τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ τούς ὀχλομένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐλευθέρωσον. Τοῖς πλέουσι σύμπλευσον. Τοῖς ὀδοιποροῦσι συνόδευσον. Χηρῶν πρόστηθι. Ὀρφανῶν ὑπεράσπισον. Αἰχμαλώτους ρῦσαι. Νοσοῦντας ἴασαι. Τῶν ἐν βήμασι καί μετάλλοις καί ἐξορίαις καί πικραῖς δουλείαις καί πάσῃ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ καί περιστάσει ὄντων μνημόνευσον, ὁ Θεός, καί πάντων τῶν δεομένων τῆς μεγάλης σου εὐσπλαχνίας. Καί τῶν ἀγαπώντων ἡμᾶς καί τῶν μισούντων καί τῶν ἐντειλαμένων ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπέρ αὐτῶν. Καί παντός τοῦ λαοῦ σου μνήσθητι Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν καί ἐπί πάντας ἔκχεον τό πλούσιόν σου ἔλεος, πᾶσι παρέχων τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα. Ἀμήν» (91).

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, στή θεία Λειτουργία, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος πού προέρχεται ἀπό τό λαό καί ἐκπροσωπεῖ τό λαό στό Θεό ἐνσαρκώνει τό ποίμνιο, ἐνῶ ὁ πιστός φέρει τόν ρόλο τοῦ μάρτυρα ἤ καί τοῦ ἐγγυητή τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Γιά νά γίνει ὅμως καλύτερα κατανοητή ἡ ἔννοια τοῦ ἑνός «μάρτυρα», θά χρειασθεῖ νά ἀνατρέξουμε στήν μυστηριακή πρακτική τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, κυρίως τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, καί νά παρατηρήσουμε τό τυπικό τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἦταν ἀδιαχώριστο τόσο ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅσο καί ἀπό τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος (92).

Πιό συγκεκριμένα, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Ἰουστίνου τοῦ Φιλοσόφου (Β΄ αἰ.), μετά τό πέρας τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, οἱ νεοφώτιστοι ὁδηγοῦνταν στούς ἀδελφούς, ὅπου ἦταν συναθροισμένοι («συνηγμένοι εἰσί» ) στόν χῶρο τῆς εὐχαριστιακῆς λατρείας καί ἐκεῖ λάμβαναν τό Χρίσμα. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἀπηύθυναν κοινές εὐχές τόσο ὑπέρ τοῦ νεοφωτίστου, ὅσο καί ὑπέρ τῶν «ἄλλων πανταχοῦ πάντων εὐτόνως» ἀκολουθοῦσε ἀπό τόν επίσκοπο ἡ προσφορά τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας: «Ἡμεῖς δε μετά τοῦ οὕτως λοῦσαι τόν πεπεισμένον καί συγκατατεθειμένον ἐπί τούς λεγομένους ἀδελφούς ἄγομεν, ἔνθα συνηγμένοι εἰσί, κοινάς εὐχάς ποιησόμενοι, ὑπέρ τε ἑαυτῶν καί τοῦ φωτισθέντος καί ἄλλων πανταχοῦ πάντων εὐτόνως, ὅπως καταξιωθῶμεν τά ἀληθῆ μαθόντες καί δι’ἔργων ἀγαθοί πολιτευταί καί φύλακες τῶν ἐντεταλμένων εὑρεθῆναι, ὅπως τήν αἰώνιον σωτηρίαν σωθῶμεν. Ἀλλήλους φιλήματι ἀσπαζόμεθα παυσάμενοι τῶν εὐχῶν. Ἔπειτα προσφέρεται τῷ προεστῶτι τῶν ἀδελφῶν ἄρτος καί ποτήριον ὕδατος καί κράματος καί οὗτος λαβών αἶνον καί δόξαν τῷ Πατρί τῶν ὅλων διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου ἀναπέμπει καί εὐχαριστίαν ὑπέρ τοῦ κατηξιῶσθαι τούτων παρ’αὐτοῦ ἐπί πολύ ποιεῖται∙ οὗ συντελέσαντος τάς εὐχάς καί τήν εὐχαριστίαν πᾶς ὁ παρών λαός ἐπευφημεῖ λέγων, ἀμήν. Τό δέ ἀμήν τῇ Ἐβραΐδι φωνῇ τό γένοιτο σημαίνει. Εὐχαριστήσαντος δέ τοῦ προεστῶτος καί ἐπευφημήσαντος παντός τοῦ λαοῦ οἱ καλούμενοι παρ’ἡμῖν διάκονοι διδόασιν ἐκάστῳ τῶν παρόντων μεταλαβεῖν ἀπό τοῦ εὐχαριστηθέντος ἄρτου καί οἴνου καί ὕδατος καί τοῖς οὐ παροῦσιν ἀποφέρουσι» (93).

Ἀπό τήν μαρτυρία αὐτή συνάγεται ὅτι τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος τελοῦνταν σέ ἀνεξάρτητο ἤ καί εἰδικό διακεκριμένο χῶρο, ἤτοι σέ βαπτιστήριο, τό ὁποῖο βρισκόταν ἀπομονωμένο ἤ καί ἐκτός τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Πράγματι, καθ’ ὅσον ἀφορᾶ στό Βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι, βασική προϋπόθεση γιά τήν τέλεσή του ἦταν ἡ βύθιση στό νερό ὁλοκλήρου τοῦ σώματος ἐντελῶς γυμνοῦ (94), ἀφοῦ τό Βάπτισμα εἶναι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «λοχεία», ἤτοι θαυμαστή γέννησις (95), γεγονός πού εὔλογα ἐπέβαλε τήν ὕπαρξη βαπτιστηρίου ἤ καί κολυμβήθρας σέ χῶρο ἀνεξάρτητο ἤ καί ἀπομονωμένο. Στόν εἰδικό αὐτό χῶρο, ἡ Βάπτιση τελοῦνταν ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος καθαγίαζε τό ὕδωρ μέ τίς ἱερές ἐπικλήσεις, ρίπτοντας σταυροειδῶς τό ἅγιο Μύρο, παρουσίᾳ τοῦ ἀναδόχου καί τριῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦσαν τόν ἐνήλικα στήν κολυμβήθρα καί στά χέρια τοῦ ἐπισκόπου, πού τόν βάπτιζε εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μετά τό πέρας τοῦ μυστηρίου, οἱ ἱερεῖς παρέδιδαν τόν νεοφώτιστο στόν ἀνάδοχο, πού εἴχε τόν ρόλο τοῦ μυημένου καθοδηγητή τῆς προσαγωγής καί μάρτυρα τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου ( 96). Ἔπειτα, ἀφοῦ οἱ ἱερεῖς καί ὁ ἀνάδοχος ἐνέδυαν τόν νεοφώτιστο, τόν οδηγοῦσαν στό χῶρο τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, ὅπου ἦταν συναθροισμένος ὁ λαός καί τούς ἀνέμενε, «ὥστε νά συνεργήσουν καί νά συνεορτάσουν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνδρός καί νά εὐχαριστήσουν τή θεία ἀγαθότητα» (97).

Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ἡ παρουσία ἑνός καί μόνο πιστοῦ εἶναι ἀρκετή γιά τήν πραγμάτωση τοῦ μυστηρίου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φυσική παρουσία ἑνός βαπτισμένου μέλους κάνει δυνατή τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας καί βεβαιώνει τό ὕψιστο γεγονός τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, σέ κάθε τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας πραγματοποιεῖται ἡ σύναξη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας («τ ῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης»), συμπεριλαμβάνεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα καί ἡ κτίση («ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου»), ὁ άνθρωπος γεύεται τήν αἰωνιότητα («ε ὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε ν ῦν  καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»), ὑπερβαίνεται ὁ χῶρος καί ὁ χρόνος («Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει»… «Σήμερον ὁ Δεσπότης τό βάπτισμα λαμβάνει»… « Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου  ὁ  ἐν ὕδασι  τήν γῆν  κρεμάσας »… « Σήμερον πᾶσα κτίσις ἀγάλλεται  καί  χαίρει, ὅτι Χριστός ἀνέστη …» ), ἱσορροπεῖται ἡ πίστη πρός τόν ἄναρχο Θεό μέ τήν ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπο (« ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὀμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» ) καί ἐκμηδενίζονται οἱ παροῦσες κοσμικές περιστάσεις («π ᾶσαν  τήν  βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν »). Σέ κάθε τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας πραγματώνεται τό μέγα μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου ὁ ἄρτος καί ὁ ο ἶ νος μεταβάλλονται ἀληθινά σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, γεγονός πού ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη ἱερή πράξη θυσιαστικῆς ἀγάπης καί προσφορᾶς, στήν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι «ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος».

Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν κατεξοχήν «κοινωνία θεώσεως» (98), ἤτοι μία πλήρη, καθολική, ἐλεύθερη καί ἐσχατολογική κοινωνία πού ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τόν Θεό. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τόν κατεξοχήν τόπο καί τρόπο τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρικῆς βιώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί σωτηρίας, ἀφοῦ ὡς «σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου»(99), ἡ Ἐκκλησία τελειώνεται ὅταν συνέρχεται γιά νά πραγματώσει τό μέγα μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας πού ἀποτελεῖ τόσο τό αἰώνιο καί ἀδιάσειστο θεμέλιό της, ὅσο τήν οὐσία καί τό «εἶναι» της. Ἔτσι, δέν δύναται νά ὑπάρξει Ἐκκλησία δίχως τή θεία Εὐχαριστία, ἀλλά οὔτε καί θεία Εὐχαριστία ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὅσοι κοινωνοῦν ἐλεύθερα καί συνειδητά τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνονται μυστικά μέ τόν Χριστό, γίνονται «σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτοῦ», «Χριστοφόροι» (100) τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί «θείας φύσεως κοινωνοί» (101).

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ