Μονή Βελανιδιάς
Η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βελανιδιάς βρίσκεται 6 χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμάτας, χτισμένη σε υψόμετρο 400 μέτρων περίπου. Σύμφωνα με την ημερομηνία που αναγράφεται στο υπέρθυρο, ιδρύθηκε το 1679, ενώ η ονομασία της οφείλεται σε αιωνόβια βελανιδιά που υπήρχε στον περίβολό της.
Η Μονή διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στα χρόνια της Επανάστασης. Υπήρξε κρησφύγετο και ορμητήριο πολλών σημαντικών αγωνιστών, οι οποίοι τη χρησιμοποιούσαν και ως τόπο συνάντησης για θέματα που αφορούσαν τον Αγώνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη Μονή αυτή ξεκίνησε ένα πλήθος οπλαρχηγών και άλλων επαναστατημένων, στις 23 Μαρτίου 1821, με σκοπό να ελευθερώσουν την Καλαμάτα, κάτι που κατόρθωσαν αναίμακτα.
Η Μονή Βελανιδιάς ήταν μία από τις πολλές που ισοπέδωσε ο Ιμπραήμ (1825).
Η Ιερά Μονή Βελανιδιάς είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 350 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καλαμάτα και την προσεγγίζει κανείς από τον παλιό δρόμο Καλαμάτας – Αλαγονίας. Πληροφορίες γι’ αυτήν μας δίνει το πατριαρχικό σιγίλιο του 1727, σύμφωνα με το οποίο πρόκειται για «ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον πατριαρχικόν Σταυροπηγιακόν, εις όνομα σεμνυνόμενον της υπεραγίας ημών Θεοτόκου της κυρίας Χρυσοπηγής κατά την τοποθεσίαν Βελανιδείαν». Το καθολικό της Μονής χτίστηκε το 1679, όπως αναγράφει επιγραφή στο υπέρθυρο και τιμάται στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής. Το προσωνύμιο «Βελανιδιά» της αποδόθηκε εξαιτίας μίας αιωνόβιας δρυός, η οποία ξεριζώθηκε από τον μεγάλο σεισμό του 1884.
Η Μονή Βελανιδιάς έχει πλούσια ιστορία, κυρίως κατά τα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια. Εδώ κατέφυγαν πολλοί αγωνιστές για να σωθούν ή να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους, κλέφτες κι αρματολοί τη μετέτρεψαν σε ορμητήριό τους, ενώ σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας και ο Νικηταράς έκαναν τακτικά τις συσκέψεις τους εδώ για θέματα του Αγώνα. Η Μονή αυτή συνέβαλε επίσης στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, της πρώτης ελληνικής πόλης που απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό: Στις 23 Μαρτίου του 1821, αγωνιστές και οπλαρχηγοί ξεκίνησαν από τη Μονή Βελανιδιάς και κατόρθωσαν να απελευθερώσουν την πόλη χωρίς να γίνει μάχη. Το μοναστήρι αυτό είχε ενεργό ρόλο και κατά τη γερμανική κατοχή, όταν αποτέλεσε καταφύγιο του ΕΛΑΣ και των επαναστατικών ομάδων του Ταϋγέτου: αποτέλεσμα αυτού ήταν οι Γερμανοί να το βομβαρδίσουν και να το καταστρέψουν ολοσχερώς το 1943.
Το μοναστήρι ξεκίνησε να λειτουργεί ως ανδρικό, από το 1966 όμως λειτουργεί ως γυναικεία μονή. Στη διάρκεια της ύπαρξής του υπέστη καταστροφές σε διάφορες φάσεις, όπως το 1825 από τον Ιμπραήμ, το 1943 από τους Γερμανούς όπως είδαμε, και σε νεότερους χρόνους, το 1986 με τον μεγάλο σεισμό της Καλαμάτας, οπότε χρειάστηκε ριζική ανοικοδόμηση. Γιορτάζει κάθε χρόνο την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα, ενώ στις 23 Μαρτίου, ημέρα της επετείου της απελευθέρωσης της Καλαμάτας, από εδώ ξεκινάει η ιερή φλόγα που καταλήγει στην πλατεία 23ης Μαρτίου, όπου την υποδέχονται πανηγυρικά.
Η Αγία Μονή
Βορειανατολικά του χωριού Νέα Εκκλησούλα και σε απόσταση τεσσάρων (4) χιλιομέτρων είναι κτισμένη η Αγία Μονή, «το μοναστήρι του Κολοκοτρώνη», γιατί αυτός φρόντισε για την ανοικοδόμησή του τα έτη 1822 και 1825 μετά την καταστροφή της από τους Τούρκους.
Πρώτη αναφορά της μονής σαν Νέα Μονή έχουμε το 1322 σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Ολόκληρο το οικοδόμημα της μονής είναι λιθόκτιστο σε σχήμα παραλληλόγραμμο. Πάνω από τη θολωτή της είσοδο είναι επιγραφή με το όνομα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και αριστερά εντοιχισμένες πλάκες και αρχιτεκτονικά μέλη που μεταφέρθηκαν από το αρχαίο θέατρο της Μεγαλόπολης. Το καθολικό, μαυρισμένο από τις καταστροφές, ανήκει στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής και είναι αγιογραφημένο από λαϊκό ζωγράφο του 18ου αιώνα. Είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 15 Αυγούστου.
Ενα έγγραφο του Θ. Κολοκοτρώνη
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εις τη “Διήγησιν των συμβάντων της Ελληνικής Φυλής” (Απομνημονεύματα, σελ. 2829), αφηγείται: «Μια φορά επήγα εις το πανηγύρι της Αγίας Μονής, αυτό το μοναστήρι ήτον μεγάλο και εχαλάσθη εις την πρώτην Τουρκιά όταν επέρασα, ήταν μια μάνδρα χαλασμένη και σκεπασμένη εκκλησιά με κλάδους δένδρων, τότε έταξα ότι: Παναγιά μου, βοήθησέ μας να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα μας από τον Τύραννο και να σε φκιάσω καθώς και ήσουν πρώτα».
Αυτό συνέβη το 1803. Ο Θεός επέτρεψε και η Πατρίδα ελευθερώθηκε και ένα από τα πρώτα μελήματα του Κολοκοτρώνη, είκοσι χρόνια μετά το τάμα του (1823), ήταν να επισκευάσει την εκκλησία και να την κάνει δική του ιδιοκτησία. Αφηγείται πως το 1833 «επήγα εις την Τριπολιτζά, αποκεί επήγα εις ένα πανηγύρι της Αγίας Μονής, όπου επήγαινα κάθε χρόνο, ότι είναι ιδιοκτησία μου» (σελ. 257).
Πρόσφατα, στο Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου ανακαλύφθηκε ένα έγγραφο του ίδιου του Στρατηλάτη του 1821 που -άγνωστο ως τώρα- αναφέρεται στην Αγία Μονή και δείχνει την πολλή ευσέβειά του και τον σεβασμό της μνήμης των γονέων του. Το παραθέτω αυτούσιο:
Προς την Σεβ. και Ιεράν Σύνοδον του Βασιλείου της Ελλάδος
Εις την πεδιάδα της Μεγαλουπόλεως ήτον ερείπιον εκκλησίας, επ’ ονόματι της υπεραγίας Θεοτόκου τιμωμένης και Αγίας Μονής καλουμένης.
Ο υποφαινόμενος κατά τα 1823 ανήγειρεν αυτήν δι’ ιδίων εξόδων εκ βάθρων, οικοδομήσας και μικρόν οικίσκον, και προς καθημερινήν δοξολογίαν της Θεοτόκου διόρισα και τακτικόν Ιερέα, τον εις τα πέριξ χωρία ενορεύοντα.
Κατά τα 1825 ότε οι Αραβες εις την Πελοπόννησον εισέβαλον, όχι μόνο την εκκλησίαν έκαυσαν, αλλά τα πάντα κατέστρεψαν, ώστε ηναγκάσθην και αύθις να τα οικοδομήσω, προσθέσας και μικρόν, νεόφυτον εξ ιδίων μου αμπελώνα.
Κατά τα 1833, ότε διά διατάγματος Βασιλικού και της Ιεράς Συνόδου διελύθησαν πολλά Μοναστήρια, απεδίωξαν και τον παρ’ εμού εις την ρηθείσαν εκκλησίαν διορισθέντα Ιερέα, όθεν επειδή και τα ρηθέντα οικοδομήθησαν δι’ εξόδων μου, και ως εκ τούτου λογίζονται ιδιοκτησία μου, παρακαλώ την Σεβ. και Ιεράν Σύνοδον να διατάξη όπου ανήκει, διά να εγκριθή ο παρ’ εμού παρουσιασθησόμενος Ιερεύς, όστις τρεφόμενος εξ ιδίων μου θέλει εύχεται εις τον Θεόν και την υπεραγίαν Θεοτόκον υπέρ των ψυχών των τεθνηκότων Γονέων μου.
Εύελπις εις την εκπλήρωσιν της δικαίας ταύτης αιτήσεώς μου, υποσημειούμαι ευσεβάστως
Ο ευπειθέστατος
Θ. Κολοκοτρώνης
Την 15ην Αυγούστου 1835
Εν Αθήναις
Η Ιερά Σύνοδος ενέκρινε το αίτημα του Θ. Κολοκοτρώνη. Από το ίδιο Αρχείο πληροφορούμαστε ακόμα ότι το 1835 εφημέρευαν στην Αγία Μονή οι ευλαβείς Ιερομόναχοι της διαλελυμένης Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, Γαλακτίων και Θεοδόσιος. Σήμερα η Αγία Μονή έχει προσαρτηθεί ως διαλελυμένη στην ενορία του Αγίου Νικολάου του χωριού Εκκλησούλα Μεγαλοπόλεως.
Mονή Τιμίου Προδρόμου
Στο φαράγγι του Τάνου, κοντά στο χωριό Περδικόβρυση, βρίσκεται ένας από τους πλέον προβεβλημένους τόπους λατρείας της Πελοποννήσου. Το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου που είχε ίσως τη μεγαλύτερη προσφορά στον Αγώνα του 1821. Η φυσική του οχύρωση η οποία ενισχύθηκε και με τεχνική πάνω στον βράχο, το μετέτρεψε σε απόρθητο φρούριο. Ο χείμαρρος, οι σπηλιές-ασκηταριά των βράχων, τα χωριά Σίταινα και Καστάνιτσα, η άλλη Τσακωνιά, απλώνονται στα πόδια του ιερού βράχου δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο, έργο ανθρώπων και φύσης.
Το μοναστήρι φαίνεται ότι ιδρύθηκε κατά το 1700 από τον Κωνσταντή Τροχάνη. Κατά την επαναστατική περίοδο βοήθησε με κάθε τρόπο τον αγώνα των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου.
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ η μονή έγινε χώρος όπου οι Ελληνες αντιστέκονται, προσπαθώντας να κρατήσουν ζωντανή την υπόθεση της επανάστασης: επιτίθενται στους Τούρκους όταν βρίσκουν ευκαιρία και αμύνονται με επιτυχία όταν αυτοί αντεπιτίθενται. Δύο φορές οι Τούρκοι την περίοδο εκείνη προσπαθούν να καταλάβουν τη μονή, χωρίς όμως να τα καταφέρουν.
Με την απελευθέρωση αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση, αφού δέκα χρόνια μετά η μονή διαλύεται, με την περιουσία της να περιέρχεται στο εκκλησιαστικό ταμείο. Λίγο πριν διαλυθεί, το μοναστήρι ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Καποδίστρια για την ανέγερση σχολείων, προσφέροντας 750 Φοίνικες.
Μονή Αγίων Αναργύρων
Πολύ κοντά στα χωριά Βασσαράς, Βέροια και Τσίντζινα υπάρχει το αρχαιότερο μοναστήρι της Λακωνίας. Σ’ ένα μοναδικής ομορφιάς οροπέδιο και αφού προηγηθούν τέσσερα χιλιόμετρα χωματόδρομου, ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στον εντυπωσιακό όγκο της μονής των Αγίων Αναργύρων («Κοσμά και Δαμιανού μετά της μητρός αυτών Θεοδότης») με τις βαριές ξύλινες πόρτες, τα πολλά κελιά και τα σήμαντρα. Ενα κτηριακό συγκρότημα το οποίο ανακαινίζουν και ενισχύουν βήμα-βήμα οι 7 μοναχοί με υπομονή και αγάπη. Τα δύο λυκόσκυλα που γαβγίζουν μέσα από έναν περιφραγμένο κήπο, δείχνουν ότι εκεί στη μέση του πράσινου οροπεδίου με τα πολλά χαραγμένα μονοπάτια ο κόσμος απέχει αρκετά…
Το μοναστήρι, που έχει συνδεθεί με όλα τα σημαντικά γεγονότα της περιοχής, έχει χτιστεί στο ύψωμα Σταματήρα του Πάρνωνα, σε υψόμετρο χιλίων περίπου μέτρων.
Η ύπαρξη της μονής ως λατρευτικού χώρου χρονολογείται από το 881 μ.Χ., όπως προκύπτει από τον βίο του Οσίου Ηλία του Νέου ή Σικελιώτη, ο οποίος για ένα διάστημα ασκήτευσε στην περιοχή. Σχεδόν τριακόσια χρόνια αργότερα καταγράφεται μία δεύτερη μαρτυρία για την ιστορία της, που είναι το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου το 1293, όπου κατοχυρώνονται τα εκκλησιαστικά όρια της μητροπόλεως Μονεμβασίας. Το μοναστήρι έλαβε το σταυροπηγιακό προνόμιο από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη.
Η ζωή της μονής έχει περάσει διάφορες φάσεις ακμής και παρακμής. Το 1685 πλήττεται από τους Βενετούς του Μοροζίνι και στη συνέχεια καταστρέφεται από Τούρκους αλλά ανασυγκροτείται σύντομα, αφού το 1711 ειδικοί τεχνίτες φτιάχνουν ξυλόγλυπτο τέμπλο που διατηρείται μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την παράδοση της περιοχής, και εδώ κατά τον 17ο αιώνα λειτουργούσε κρυφό σχολειό ως την απελευθέρωση. Η σημαντική θέση της Μονής για την ευρύτερη περιοχή αποδεικνύεται και από την ύπαρξη πατριαρχικών σιγιλίων (Γαβριήλ του Γ΄ το 1707 και Γρηγορίου του Ε΄ το 1798 και το 1819).
Αξιόλογος είναι και ο κανονισμός λειτουργίας της. Στο σιγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄, ορίζεται: «… ίνα έχωσι κοινοβιακήν την πολιτείαν τοσούτον εις τα της τροφής αναγκαία όσον και εις τα λοιπά πάντα, μηδενός τούτων ίδιον τι έχειν νομίζοντος, αλλά πάντα… κατ’ έθος αποστολικόν συνδιάζοντες,… μηδέποτε γυναίκας εισέρχεσθαι, ου μένειν και συνασκείσθαι εν τω αυτώ μοναστηρίω ει μη μόνον τη ημέρα της πανηγύρεως και τότε χάριν προσευχής και προσκυνήσεως… εν είναι το πουγγείον…».
Σε περιόδους ακμής -και όχι μόνο- το μοναστήρι είχε αναπτύξει σημαντική φιλανθρωπική δράση. Σε όλες τις δύσκολες στιγμές για τον λαό της περιοχής, προσφέρει καταφύγιο και τρόφιμα, κυρίως κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Σημαντική είναι η συμβολή της στην Επανάσταση του 1821, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα λειτούργησε ως καταφύγιο πεινασμένων, διωκομένων αλλά και γνωστών αγωνιστών. Μάλιστα οι μοναχοί συμμετέχουν προσωπικά στις μάχες και σε έξι απονέμονται τιμητικά αριστεία.
Ο ηγούμενος της μονής Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Γρουμπός (1900-1964) κατάφερε να την ανακαινίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Συγκεκριμένα, αναστήλωσε το κωδωνοστάσιο του Καθολικού, έκτισε το παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων (με έργα του Φώτη Κόντογλου) και ανήγειρε εκ βάθρων τον παλιό μετοχιακό ναό της Αναλήψεως του Σωτήρος στην κορυφή της Σταματήρας. Δυστυχώς παρά την προσφορά, το μοναστήρι σήμερα δεν έχει περιουσία και πολύτιμα κειμήλια, καθώς στο πέρασμα της ιστορίας λεηλατήθηκαν και κλάπηκαν. Οσο για τον ναό της μονής είναι μονόχωρος και έχει αγιογραφηθεί από την οικογένεια των Κακαβάδων από το Ναύπλιο. Κατά τον Φώτη Κόντογλου, οι μορφές των αγίων «έχουν έντονον λαϊκήν πνοήν, ασκητικήν λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών…».
Μονή Επάνω Χρέπας
Η Ιερά Μονή Επάνω Χρέπας βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων δυτικά της Τρίπολης, κοντά στον μικρό οικισμό του Περιθωρίου. Η θέση της μονής προσδιορίζεται πάνω στην παρειά των νότιων διακλαδώσεων του Μαινάλου, σε υψόμετρο περίπου 1.280 μέτρων. Βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα προς τον κάμπο της Τρίπολης.
Ο χώρος όπου έχει κτιστεί η μονή έχει μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει τις διαβάσεις του Μαινάλου προς τη Γορτυνία μέσω των χωριών του Φαλάνθου. Εκεί έχουν διαδραματιστεί σοβαρά πολεμικά γεγονότα, στα οποία η μονή της Παναγίας της Επάνω Χρέπας χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο προστασίας.
Η μονή είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και έχει μείνει γνωστή ως «Μονή της Επάνω Χρέπας». Η ονομασία Επανωχρεπίτισσα προέρχεται από το όνομα του πλησιέστερου βουνού του Μαινάλου επί του οποίου είναι κτισμένη η μονή.
Το τελευταίο σιγίλιο που σώζεται είναι του Γρηγορίου Ε΄ τον Μάρτιο του 1798, από περικοπή του οποίου μπορούμε να οδηγηθούμε στην εικασία ότι το προηγούμενο σιγίλιο είχε εκδοθεί επί Γαβριήλ Δ΄ (1780-1785), δηλαδή μετά τα Ορλωφικά. Αν πριν από αυτό είχε εκδοθεί άλλο, αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί. Το σιγίλιο του Ιερεμία Β΄, του 1581, πιθανώς να είναι το δεύτερο στη σειρά από τα σιγίλια που εκδόθηκαν:
Σε απογραφή των Ενετών πριν από το 1715, η μονή Επάνω Χρέπας με τα μετόχια της είχε: τρεις ναούς, 19 κελιά ή οικίες, 123 αμπελώνες χέρσους, 9 ελιές, 2 βοσκοτόπους. Στο μοναστήρι φυλάσσονται αρκετά έγγραφα εκ των οποίων και ορισμένα τουρκικά, που παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή της μονής. Επίσης, φυλάσσονται έξι χειρόγραφοι κώδικες‧ δύο του 17ου, ένας του 18ου και τρείς του 19ου αιώνα.
Στα προεπαναστατικά έγγραφα καταγράφονται από το 1766 διάφορες πράξεις για αγοραπωλησίες: πράξεις αφιερωματικές, δανειστικές, διενέξεις κτηματικές κ.ά. Από ορισμένα έγγραφα συνάγεται ότι οι Τούρκοι επισκέπτονταν συχνά το μοναστήρι.
Μία σειρά ιστορικών γεγονότων που έχουν καταγραφεί στον κτητορικό κώδικα της μονής και σε έγγραφα της Ελληνικής Επανάστασης, προσδιορίζουν τον ρόλο που έπαιξε η Παναγία της Επάνω Χρέπας σε δύσκολες για τον τόπο στιγμές. Η πολιορκία της Τριπολιτσάς και η καταστροφή των επαναστατών του 1770, καθώς και η εξόντωση των Αλβανών το 1779 είναι από τα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία της μονής.
Στις 13 Μαρτίου του 1770 οι Αλβανοί με επιδρομή άνοιξαν το μπουντρούμι της μονής, πήραν όλα τα φυλασσόμενα σκεύη της, άρπαξαν το ποίμνιο (878 πρόβατα) και σκότωσαν τον ηγούμενο Καλλίνικο.
Στις 9 Ιουνίου 1770, μετά τα Ορλωφικά, ο πασάς της Τριπολιτσάς καλεί όλους τους χωρικούς στο Περθώρι και τους μοναχούς της Επάνω Χρέπας να προσκυνήσουν, ζητώντας συγχώρεση για τα γεγονότα. Στο έγγραφο “του μεγαλοπρεπεστάτου αγά αυθέντου μουσελήμαγα Χασάν εφέντη, βεκίλη του υψηλοτάτου αυθέντου Μισίν Ζατέ Μεϊμίθ πασιά” σημειώνεται ότι: «οι κάτοικοι έχουν την έφεσιν και αγάπη διά να προσκυνήσουν και να είναι ραγιάδες, όπως και πρώτα, μα από αγνωσίαν τους αγρίεψαν. Παρά τούτο, όσοι έλθουν και κλαύσουν προσπίπτοντες εις το έλεος της κραταιάς βασιλείας, θέλουν πάρει την συγχώρησιν και θέλει είναι απείρακτοι… Και να μη λείψετε να φέρνετε και ζαερέ διά να δείξετε με το άργος την υποταγήν…».
Η μονή επέζησε κατά την Ελληνική Επανάσταση, ενώ κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες λόγω της θέσης της και της προθυμίας των μοναχών της. Παρόμοιες υπηρεσίες είχε προσφέρει και κατά τα Ορλωφικά.
Διάφορα ενθυμήματα αναφέρουν ότι η μονή λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους στις 29 Μαρτίου 1821 και ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (1821-1828) η μονή προσέφερε για ζωοτροφίες των αγωνιστών 10.000 γρόσια, για πολεμοφόδια 1.000 γρόσια, στην Πελοποννησιακή Γερουσία το 1822 ως δάνειο 1.000 γρόσια, μετρητά κατά διάφορες εποχές 1.500 γρόσια και για το νομισματοκοπείο σκεύη αξίας 1.250 γροσίων. Επιπλέον, τρείς μοναχοί μετείχαν στα πεδία των μαχών.
Παναγία Ελεούσα
Ανάμεσα στα μαντινειακά χωριά Λεβίδι και Βυτίνα βρίσκεται το χωριό του Μπεζενίκου, το οποίο -λόγω των εκάστοτε συνθηκών- φαίνεται ότι έχει μετακινηθεί αρκετές φορές. Λέγεται ότι το χωριό ήταν κτισμένο κάτω από τη μονή της Ελεούσας, κοντά στην τοποθεσία «Σπηλιά» ή «Μετόχι», όπου βρίσκονται ερείπια σπιτιών και κατάλοιπα ενός τετράγωνου κτίσματος που οι ντόπιοι τον λένε «Αγιώργη».
«Μονή των βράχων» η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα πεύκα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο στους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και στην περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826). Τα παλαιότερα χρόνια, ξεκινώντας από το χωριό, ένα μονοπάτι από το φαράγγι της Αράπισσας και μετά από τρία περίπου τέταρτα πεζοπορίας, οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της μονής. Σήμερα ένας χωματόδρομος έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού και καθιστά δυνατή την πρόσβαση με αυτοκίνητο κοντά στη μονή.
Ανηφορίζοντας προς τη μονή και πολύ κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη, βρίσκονται μέσα σε εντυπωσιακή σπηλιά τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγιάς Καταφυγιώτισσας, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την ίδρυσή της. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει κτισθεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου ακολουθώντας την κλίση του. Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών κατά χώραν.
Η παράδοση αναφέρει ότι η μονή της Ελεούσας ήταν πάντα πλούσια, με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολλούς μοναχούς. Διαλύθηκε το 1833 και τα κτήματά της πήραν οι μονές Κανδήλας και Κερνίτσας. Στη μονή είναι θαμμένος ο τοπικός ήρωας Αλέξης Νικολάου ή Λεβιδιώτης, ο οποίος είχε καταφύγει στη μονή με τους συγχωριανούς του στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Ιμπραήμ, όπως μαθαίνουμε από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου. Ο Φωτάκος πάλι διηγείται πως ο Λεβιδιώτης, ιππεύοντας ένα άλογο – λάφυρο από τους Αιγυπτίους – σώθηκε την τελευταία στιγμή από κάποιον που σταμάτησε το αφηνιασμένο άλογο, καθώς κάλπαζε για να ακολουθήσει τα άλογα των Αιγυπτίων που έφευγαν. Και το παράξενο είναι που η μοίρα του ηρωικού Λεβιδιώτη, τον συνδέει για τελευταία φορά και πάλι με άλογο. Συγκινητική η περιγραφή – και πάλι του Φωτάκου – του τέλους του Λεβιδιώτη: «Την δε ακόλουθον ημέραν οι Ελληνες επήγαν και εσήκωσαν του Αλέξη το σώμα και του Κουβαβά και τα επήγαν εις το μοναστήρι του Μπεζενίκου εις την Αγίαν Ελεούσαν και τα έθαψαν με τας ανηκούσας τιμάς. Ο δε Παπαναστάσης έψαλε τα νεκρώσιμα. Το δε άλογό του, το οποίον, ως είπαμεν, δεν ήθελε να υπάγη, ύστερα το επήγαν και αφού το εφόρτωσαν τα δύο πτώματα, του κυρίου του και του Κουβαβά, και αφού τα έφερεν εις το Μοναστήρι έπειτα εψόφησεν».
Το δημοτικό τραγούδι υμνεί τον θάνατο του παλληκαριού στη μάχη του Λεβιδιού, στις 15 Νοέμβρη 1826:
Τρεις περδικούλες κάθονται στον Νούδιμο στη Βρύση,
η μια τηράει το Σταχτερό, η άλλη το Μοναστήρι
κι η τρίτη ν’ η καλλίτερη μοιρολογάει και λέει:
– Πολλή Τουρκιά μάς πλάκωσε στου Λεβιδιού τον Κάμπο.
ήρθαν επάνω στη Βαρειά, στη Βρύση, στον Νενίνο.
Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναίκες με τους άντρες.
Πήρανε στάνες πρόβατα και βουκολιά γελάδια!
Και ο Αλέξης που το άκουσε πολύ του βαρυφάνη,
και του σεΐζη μίλησε και του τσαούση λέει:
– Σεΐζη, σέλωσ’ τ’ άλογο και βάλ’ του και το γκέμι,
και συ τσαούση Νικολό, μάζω τα παλληκάρια,
γρήγορα για να πιάσουμε στη Βρύση στον Νενίνο…
Μας ήρθαν Τούρκοι περισσοί, πεζούρα και καβάλα,
μας σκλάβωσαν τα’ αδέλφια μας, πήραν τα πράγματά μας.
Και τότε ξεκινήσανε από το Μοναστήρι
και βιαστικά κατέβηκαν στου Λεβιδιού τον Κάμπο,
και καταπιάστη ο πόλεμος μες του Βλαντά αποκάτω.
Πολλά γιουρούσια κάμανε ν’ οι Τούρκοι στους Ρωμαίους
και βάσταξαν τον πόλεμο ως το μεσημεράκι.
Κι ο Αλέξης μ’ άλλους δεκαοχτώ χωρίζει από τους άλλους,
τραβάει πέρα από την Μπαλιά όλο το καταράχι,
για να τους πιάσει από μπροστά πού ’ταν στενός ο δρόμος.
Μπροστά καρτέρι του ’χανε στης Κώσταινας τη Λάκκα,
ασκέρι τακτικού στρατού όλο στραβαπαράδες
και τα ταμπούρλα βάρεσαν, στη μέση τον εβάλαν,
πολλά τουφέκια του ’ριξαν κι εννιά τον εβαρέσαν
και λαβωμένος πούητανε τ’ άρματα δεν τα ρίχνει,
παρά σκοτώνει αλύπητα, ως που τον εσκοτώσαν…