Παρουσία κλήρου, τοπικής πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας και πιστών τελέσθηκε σήμερα το πρωί ο πανηγυρικός Όρθρος και η Αρχιερατική Θεία Λειτουργία επί τη μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρα Νικολάου του Καρπενησιώτη, του οποίου τη μνήμη η εκκλησία μας τιμά σήμερα, στον Ιερό Ναό της Παναγίας Καρπενησίου. Η εορτή του Αγίου άρχισε χθες, Τρίτη (22/9) το απόγευμα, με την τέλεση του Πανηγυρικού Εσπερινού στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Αγίου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρπενησίου κ. Γεωργίου. Φέτος, βέβαια, λόγω κορωνοϊού η λιτάνευση της εικόνας του αγίου, που πραγματοποιούνταν ανήμερα της εορτής, δεν θα γίνει.
Ποιός ήταν ο Νικόλαος
Ο Άγιος έφυγε δεκαπέντε ετών παιδί από το Καρπενήσι και πήγε στην Πόλη, για να εργασθεί μαζί με τον πατέρα του, που είχε εκεί ένα μικρό παντοπωλείο. Κοντά σ’ έναν πρακτικό δάσκαλο άρχισε να μαθαίνει την τουρκική γλώσσα, κι έξυπνος καθώς ήταν είχε μεγάλη πρόοδο. Μια μέρα ο δάσκαλος του, μπροστά σε πολλούς γενίτσαρους, τον έβαλε να διαβάσει το μάθημα, και το μάθημα ήταν ομολογία πίστεως, πως τάχα γινότανε μουσουλμάνος. Αυτό ήταν όλο· δεν μπορούσε πια να αρνηθεί πως έκαμε ομολογία και προσχώρησε στο Ισλάμ. Τον πήγανε στον κριτή, κι ο Νικόλαος με φωνές και διαμαρτυρίες υποστήριζε την αθωότητα του.
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του στις δελεαστικές προτάσεις του κριτή· «Εγώ είμαι χριστιανός και για Θεό μου πιστεύω τον Ιησού Χριστό. Για τ’ όνομα του Χριστού πεθαίνω, μα Τούρκος δεν γίνομαι». Απλά λόγια, γεμάτα πίστη. Και ποιος τα λέγει αυτά; Ένα παιδί δεκαπέντε ετών, ο Νικόλαος ο Καρπενησιώτης. Μετά την ομολογία του αυτή, ρίχτηκε στη φυλακή και βασανίστηκε 65 ημέρες χωρίς ψωμί και χωρίς νερό, και μια Δευτέρα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1672 ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Οι χριστιανοί αγόρασαν ακριβά το νεανικό σώμα και το έθαψαν στο μοναστήρι της Παναγίας στο νησί της Χάλκης. Η ιερή κάρα του Αγίου βρίσκεται τώρα στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.
Η καθιέρωση της 23ης Σεπτεμβρίου ως τοπικής θρησκευτικής εορτής του Αγίου Νικολάου του Καρπενησιώτη στην επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου έγινε το 1955, όταν δήμος και Εκκλησία απευθύνθηκαν στο αρμόδιο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.