Λαθεμένα χαρακτηρίζει τα βήματα της Διακοματικής Επιτροπής της Βουλής για τη Θράκη ο μητροπολίτης Αλεξανδρυπόλεως κ.Άνθιμος.Στην ομιλία του με αφορμή την προτομή του μητροπιλίτη Διδυμοτείχου μακαριστού Νικηφόρο Αρχαγγελίδη.
Κατηγόρησε ευθέως την επιτροπή πως με τις θεσμικές της παρεμβάσεις θα διχάσουν την τοπική κοινωνία.Με τη θέση αυτή όπως είπε συμφωνούν και οι τέσσερις μητροπολίτες της περιοχής αλλά και οι μουφτηδες.
Η ομιλία του κ. ‘Ανθιμου
Ὁ σεβ. Μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίουκύριός μας, Κύριος Δαμασκηνός, προσκάλεσε ὅλους μαςσήμερα, ἄρχοντες, ἀρχομένους, κλῆρο, λαό, ἐντεῦθεν καὶμακρόθεν. Μᾶς συγκέντρωσε γύρω ἀπὸ ἕνα σκοπό: τὴνὀφειλόμενη τιμὴ καὶ τὴν πρέπουσα εὐγνωμοσύνη στὸνἀοίδιμο μητροπολίτη κυρὸ Νικηφόρο Ἀρχαγγελίδη.Βεβαίως, «τιμῶντες τὸν τιμώμενο τιμῶμεν τὸν τιμῶντα» καὶ περιποιεῖ ξεχωριστὴ τιμὴ γιὰ τὸν ποιμενάρχη νὰ τιμᾶ τὸν προκάτοχό του, ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, γιὰ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία του, γιὰ τὸ ἦθος, γιὰ τὸ ὕφος, γιὰ τὸν τρόπο καὶ τὸν κόσμο του. Ἐπειδή, πράγματι· τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Νικηφόρος,ἕνας δικός μας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔζησε μαζί μας, ἔδρασε δημόσια, πάλεψε μὲ τὸ ἦθος του, ἐξέφρασε τὸ ὕφος του,ἀγωνίστηκε μὲ τὸν τρόπο του καὶ ἀνέδειξε τὸν κόσμο του.Ὁπότε, ὁ σεβ. Δαμασκηνός, σήμερα, μᾶς ζητεῖ νὰ πράξουμε
ὅπως οἱ καλοὶ ἀρχαιολόγοι, νὰ σκάψουμε βαθειὰ γιὰ νὰ βροῦμε καὶ νὰ συνθέσουμε σπαράγματα, προκειμένου, στὴσυνέχεια, νὰ ἀποκαλύψουμε τὸ ρόσωπο, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἱεράρχη, τὸν ἑβρίτη, τὸν θρακιώτη. Ὥστε μὲ λόγια, μὲ μνῆμες καὶ βιώματα, μὲ ἐμπειρίες καὶ στοιχεῖα νὰ σμιλεύσουμε στὸ τέλος τὴν προτομή του. Ὅμως, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ σκάψουμε πολὺ βαθειά. Τὸν Νικηφόρο δὲν θὰ τὸν βροῦμε στὶς λάσπες καὶ στὰ χώματα. Τὸν Νικηφόρο θὰ τὸν δοῦμε ὅταν σηκώσουμε τὸ βλέμμα μας ψηλὰ καὶ ἀτενίσουμε τὸν περικαλλὴ τοῦτο Ναὸ καὶ τότε θὰ καταλάβουμε τὸ ὅραμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπιδίωξή του. Προσωπικά, τὸν ἐνθυμοῦμαι ὡς Ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας μου στὴν Ἀλεξανδρούπολη, νὰ ἔρχεται στὸ σπίτι μου, ὅπως καὶ στὰ
σπίτια ὅλων τῶν ἐνοριτῶν τῆς Ἁγίας Κυριακῆς συνεργαζόμενος γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ, γιὰ τὴν ἔγερση τοῦ ζήλου τῶν κατοίκων, γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ φρονήματος τῶν ἐνοριτῶν καὶ γιὰ τὴν συμμετοχική τους δράση στὰ δρώμενα τῆς συνοικίας. Ἤμουν, τότε, λίγο μικρότερος καὶ λίγο μεγαλύτερος ἀπὸ 10
χρονῶν καὶ ὁμολογῶ ὅτι στὴ μορφή του προσομοίωσα τὴν ἰδική μου ἱερατικὴ ζωή. Στὴ συνέχεια τὸν ἀντέγραφα, ὅσο μοῦ ἐπετρέπετο καὶ ἦταν ἐφικτό, ὅμως τώρα, συχνὰ τὸν ἀναπολῶ, καθὼς βιώνω ὅσα ἔζησε, ὅσα πάλεψε καὶ ὅσα πόνεσε. Ὑπῆρξε ἕνας εἰλικρινὴς ἱερεύς, γι’αὐτὸ καὶ στηλίτευε ὅσα τὸν
πονοῦσαν στὰ ἐκκλησιαστικὰ περιβάλλοντα. Ἦταν τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του, γι’ αὐτὸ καὶ ποτὲ δὲν τὸν ἄκουσε κανένας νὰ παινεύεται. Ἐκφραζόταν ἄμεσα καὶ αὐθόρμητα γιὰ ὅλους, μέχρι παρεξηγήσεως, γι’ αὐτὸ καὶ ἀντιμετώπιζε τὶς ἀδικίες μὲ ταπείνωση καὶ στωϊκότητα. Ὑπῆρξε ρομαντικὸς θρακιώτης, γι’
αὐτὸ καὶ τὰ προσφυγικὰ γονίδια τὸν στιγμάτιζαν παντοειδῶς. Ὑπῆρξε ἕνας ἀνυπόκριτος ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἄντεχε συμβιβασμοὺς καὶ ὑποκρισίες. Ἢ μᾶλλον, νὰ πῶ ἀλήθεια·ὑποκρινόταν πολλὲς φορές, ὅταν ἔκρυβε πίσω ἀπὸ σκληρὰ λόγια τὴν καλή του πρόθεση καὶ τὴν μαλακή, σὰν βαμβάκι
καρδιά του. Τὸν θυμό μας τὸν ἔγραφε στὴν ἄμμο, ἐνῶ τὴν ἀγάπη μας τὴν χάραζε στὴν πέτρα. Ἤξερε νὰ συγχωρεῖ, γνώριζε νὰ κατανοεῖ καὶ νὰ παραβλέπει. Προσπάθησε γιὰ πάρα πολλὰ καὶ πέτυχε ὄχι λίγα. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωή· ὅμως, ζεῖ μέσα μας. Πῆγε «στὰ μέρη τοῦ Χριστοῦ»· ὅμως, δὲν λησμονήθηκε. Μᾶς
λείπει· ὅμως, σκοντάφτουμε στὰ ἴχνη τῆς διαβάσεώς του. Τὸν ἐξαγγέλει τιμητικὰ σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τὸν θυμᾶται εὐγνωμόνως ἡ τοπική μας κοινωνία.
Ὅμως, γιὰ νὰ μὴ συνεχίσει νὰ δυσθυμεῖ ὁ Νικηφόρος Ἀρχαγγελίδης, ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μᾶς ἀκούει, ὅπως πάντα ἔκανε
ὅταν τὸν ἐπαινοῦσαν, ἂς φέρω τὸν λόγο στὸ σήμερα. Ἀφοῦ·τότε οἱ ἔπαινοι ἔχουν ἀξία, ὅταν διδάσκουν αὐτοὺς ποὺ ἐπαινοῦν.
Ἀλήθεια! εἶπα παραπάνω ὅτι «…τὸν τιμᾶμε ὡς Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνία», γι’ αὐτὸ πεῖτε μου σᾶς παρακαλῶ, ἆρα γε,
θὰ μποροῦσε ἕνας Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Ἑλλάδα, σήμερα, νὰ ζεῖ ἀποστασιοποιημένος ἀπὸ τὰ ζητήματα
τῶν πιστῶν, ζητήματα πέραν τῶν λεγομένων καθαρῶς πνευματικῶν; Ὁπωσδήποτε ὄχι! ἐπειδὴ ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου δὲν διχάζεται, δὲν διαιρεῖται σὲ πνευματικὴ καὶ ὑλική, σὲ ψυχικὴ καὶ σαρκική, σὲ ἀνώτερη καὶ κατώτερη. Ἕνας καὶ μοναδικὸς εἶναι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδιαίρετος καὶ
ἀδιάσπαστος, μὲ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἀξία. Ἱερὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ ὅταν πεινάει. Ἅγιος,
ὅταν μετανοεῖ, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁμαρτάνει. Πολίτης τοῦ οὐρανοῦ εἶναι, ἀπὸ τότε ποὺ διατρίβει καὶ ἐπιπολάζει στὴ γῆ.
Μποροῦμε, ἆρα γε, νὰ διαστασιάζουμε τὰ θέματα καὶ νὰ περπατοῦμε τὰ ἐνδιαφέροντά μας ἀποκλίνοντα καὶ ὄχι
συγκλίνοντα; Ἔχουμε, ἆρα γε, τὴν πολυτέλεια νὰ ὑπογραμμίζουμε τὰ διαιροῦντα καὶ ὄχι τὰ ἑνοῦντα; Εἶναι
λογικὸ νὰ ξεχωρίζουμε τὰ βιώματα τῶν ἀνθρώπων σὲ ἐθνικά, σὲ κοινωνικὰ καὶ σὲ οἰκονομικά; Ἐνιαῖα δὲν εἶναι ὅλα τοῦτα;
Οἱ ἐθνικὲς ἀκαταστασίες δὲν ἐπηρεάζουν τὶς κοινωνίες καὶ δὲν ἐδαφίζουν τὶς οἰκονομίες; Οἱ κοινωνικὲς ἀναταραχὲς καὶ οἱ
οἰκονομικὲς ἀδικίες, ὅταν τελοῦνται σὲ πολυπολιτισμικὲς περιοχές, δὲν ἐπιχωριάζουν θρησκευτικὲς ἢ ἐθνικὲς
διχοστασίες; Ὅμως, νὰ ἐξηγηθῶ μὲ τρία παραδείγματα.Οἱ τέσσερεις Μητροπολίτες τῆς Θράκης ὁμιλοῦμε, γράφουμε
καὶ «περιάγουμε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν» ἐπαιτοῦντες γιὰ τὸ δημογραφικό μας πρόβλημα. Πρόβλημα ποὺ ἤδη πυορροεῖ
καὶ εἶναι τόσο ἐθνικό, ὅσο κοινωνικὸ ἀλλὰ καὶ οἰκονομικό.Ἐξηγοῦμε, urbi te orbi, τὴν ἐρρωμένη μας ἀντίδραση στὴν ἰδέα
τῆς ἐγκαταστάσεως προσφύγων καὶ παράτυπων μεταναστῶνἀνατολικὰ τοῦ Νέστου, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, θὰ
«παρέχουν πράγματα» στὴν Πατρίδα μας καὶ οἱ ἀλλαχοῦἐγνωσμένες φονταμενταλιστικὲς πράξεις τους θὰ χρεωθοῦν
ἀδίκως στοὺς ὁμοθρήσκους τους συμπατριώτες μας θρακιῶτεςμουσουλμάνους, μὲ τοὺς ὁποίους διατόρως καὶ ἐμπράκτως
διακηρύττουμε, τὴν δομημένη ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχουμεἐπιτύχει ὕστερα ἀπὸ δεκαετίες.Οἱ τέσσερεις Μητροπολίτες, χαιρετίσαμε μὲ κοινὴ ἐπιστολή,
τὴν τεράστιας σημασίας πρωθυπουργικὴ σύσταση τῆς Διακομματικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Θράκης, ὅμως, στενοχωρούμεθα μὲ τὴν ἀποτίμηση τῶν πρότριτα βηματισμῶν της, ὡς λαθεμένων. Ἀνησυχοῦμε τὸ ἴδιο μὲ τοὺς Μουφτῆδες, γιὰ τὶς φημολογούμενες θεσμικὲς
παρεμβάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ ἐπιγνώστως ἢ ἀνεπιγνώστως θὰ διχάσουν, δὲν θὰ ἑνώσουν καὶ θὰ μᾶς ρίξουν σὲ μιὰ
προτροπάδην πορεία σὲ ἐπικίνδυνες ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀτραπούς. Πολλά, «εὖ τε καὶ καλῶς κείμενα», συνέβησαν στὴ
Θράκη, ἀπὸ τὴν δημοσίευση τοῦ προηγουμένου Διακομματικοῦ Πορίσματος τοῦ 1992 καὶ ποιὸς θὰ ἀναδεχθεῖ
τὸν ἐγκέλαδο τῆς ἀνατροπῆς τους, ἀντὶ νὰ ὑποδυθεῖ τὴν ἱστορικὴ δόξα τῆς βελτιώσεώς του; Τόσο οἱ χριστιανοὶ ὅσο καὶ
οἱ μουσουλμάνοι τῆς Θράκης εἴχαμε νὰ ἐπιλέξουμε «δυοῖν θάττερον»: τὴν παράλληλη περπατησιὰ σὲ ἀποκλίνοντες
δρόμους, εὐάλωτους σὲ ἀνατολικὰ κούρσα ἢ τὸν ἀμετεώριστο καὶ ἀκλινὴ βηματισμὸ χωρὶς διακρίσεις μέσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ
εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα. Καὶ ἐπιλέξαμε τὸ δεύτερο. Ποιὸς θὰ προτείνει, τώρα, τὴν κατεδάφιση τοῦ ἡράκλειου αὐτοῦ
ἄθλου; ποιὸς θὰ καθέξει τὸν ρόλο πυρπολητή; ποιὸς θὰ χτίσει κάστρα στὴν ἄμμο; Καὶ κλείνω, διερωτώμενος καὶ πάλι: θὰ ξεχωρίσει κάποιος τὰ παραπάνω θέματα καὶ πληθὺν ἀκόμα σχετικῶν, σὲ ἐθνικά, σὲ κοινωνικά ἢ σὲ οἰκονομικά; Θὰ θεωρήσει κάποιος εἰσπήδηση σὲ ἀλλότρια χωράφια, τὴν ἀγωνία, τῶν ἑλλήνων Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἑλλήνων Μουφτήδων τῆς Θράκης, γιὰ τὶς «παρεμβολὲς πονηρευομένων»; Οἱ ὁποῖες, ἤ ἐπιδιώκουν κόλουρη σύνθεση τῆς ζεούσης πραγματικότητος ἢ ἐρείδονται ἐπὶ ἀναληθῶν προϋποθέσεων ἢ ἐπιδιώκουν λύσεις ἐμβαλωματικές. Καὶ βέβαια, περὶ ὅλων αὐτῶν, ὁπωσδήποτε ἀγρυπνοῦν φρυκτωροῦντες οἱ ἐκλεγμένοι ἄρχοντές μας «ὡς λόγον ἀποδώσοντες» στὸ Θεό, στὸ λαὸ καὶ στὴν ἱστορία καὶ στὰ χέρια τους ἐμπιστευόμαστε ἀπόλυτα τὸ ἀμετεώριστο μέλλον τῶν παιδιῶν μας καὶ τοῦ τόπου μας. Ἐπιτρέψατε, ὅμως, παρακαλοῦμε, καὶ στοὺς πνευματικούς σας διακόνους νὰ ἀγωνιοῦμε προσευχόμενοι καὶ νὰ ἐκφραζόμαστε προβληματιζόμενοι «ὑπὲρ πάντων ὑμῶν». Λοιπόν, σεβ. Ποιμενάρχα τῆς κατὰ Διδυμότειχο, Ὀρεστιάδα καὶ Σουφλί, Ἐκκλησίας, Κύριε Δαμασκηνέ, σᾶς εὐγνωμονῶ, ἐπειδὴ ὑπερακοντίζοντας τὸ ἐξαιρετικό, δυναμικό, πρότυπο καὶ πολυποίκιλο ποιμαντικό σας ἔργο, μᾶς παρείχατε σήμερα μιὰ ἐπὶ πλέον εὐλογητὴ καὶ διδακτικὴ εὐκαιρία: νὰ θυμηθοῦμε ἕναν δικό μας ἄνθρωπο, τὸν Νικηφόρο Ἀρχαγγελίδη, γιὰ τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς ἀγῶνες του, γιὰ τὰ δάκρυα καὶ τὸ φρόνημα, γιὰ τὰ ὁράματα καὶ τὶς ἐλπίδες του. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα· νὰ καθρεπτισθοῦμε ἐπάνω του καὶ ἂν μὲν δοῦμε ἐκεῖνον «ἄμεινον ἡμῶν», τότε «καλὸν τὸ μιμήσασθε», ἂν πάλι «ἡμᾶς αὐτούς», τότε «ἐφ’ ἡμῖν ἔσται τὸ πράττειν». 6 Ἀγαπητοί μου, Στὴν Ἐκκλησία, ἔτσι τιμᾶμε τοὺς προοδοιπορήσαντες. Μὲ λόγια ἀκριβῆ καὶ μὲ πράξεις συλλογικές, ἀναγνωρίζοντας τὶς δυνατὲς καὶ τὶς ἀδύνατες πτυχές τους, αὐτοελεγχόμενοι γιὰ τὴν ἰδική μας βιοτή καὶ πολιτεία, παραδειγματιζόμενοι μὲ συνέπεια καὶ τηροῦντες τὴν συνέχεια τοῦ ἰδικοῦ τους ἔργου, καὶ ἀποκαλύπτοντας τὶς προτομές τους, λατομημένες πάνω σὲ μάρμαρο καὶ ὄχι διασκορπισμένες στὸν ἀέρα. Νικηφόρου τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχου, εἴη ἡ μνήμη ἄληστος καὶ αἰωνία καὶ Δαμασκηνοῦ τοῦ Ποιμενάρχου, εἴησαν τὰ ἔτη ὡς εὔδια καὶ πλεῖστα. Ἀμήν.