«Οσα αναφέρονται για τη μή χρήση μάσκας είναι γεννήματα φαντασιακών παρερμηνειών και συνωμοσιολογιών, τα οποία είναι ξένα και μακράν από κάθε γνήσια και ανόθευτη εκκλησιαστική εμπειρία». O Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος σε συνέντευξή του στην “ΚτΟ” στρέφεται κατά όλων εκείνων που αρνούνται να φορέσουν μάσκα. Οσο για τους κληρικούς που επίσης εμφανίζονται “ως αρνητές”, υποστηρίζει ότι «θα πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είναι αυτόνομοι μέσα στο σώμα της Εκκλησίας αλλά έχουν την αναφορά τους στον επίσκοπό τους και αυτός στη Σύνοδο της Εκκλησίας. Ουδεμία λοιπόν διαφοροποίηση είναι αποδεκτή από το εκκλησιαστικό σώμα».
-Τελικά θα φοράνε ή όχι μάσκα οι πιστοί στους ναούς;
Η χρήση μάσκας με σκοπό την προστασία και την προφύλαξη του κάθε πιστού, κυρίως από τον διπλανό του, εντός του ιερού ναού, είναι απαραίτητη και αναγκαία. Η χρήση της καθορίζεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και αυτός είναι συγκεκριμένος, η προστασία της υγείας και της ανθρώπινης ζωής από την απειλή του θανατηφόρου κορωνοϊού. Ούτε ο Χριστός, ούτε η Εκκλησία μπορεί να αποτελέσει πρόκληση και αφορμή διασποράς του θανάτου και της φθοράς στην ανθρώπινη κοινωνία και στον άνθρωπο.
-Και οι αρνητές χρήσης της μάσκας; Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και κάποιοι κληρικοί.
Καμία παρερμηνεία ή θεολογική κατοχύρωση υφίσταται, η οποία να δικαιολογεί την άρνηση χρήσης της μάσκας. Οι οποιεσδήποτε κατά καιρούς εκφρασθείσες “νεοβαρλααμικές” δοξασίες δεν απηχούν καμία επίσημη θέση της Εκκλησίας και δεν βρίσκουν έρεισμα στη γνήσια θεολογική και πατερική παράδοση. Οσα αναφέρονται για τη μη χρήση μάσκας είναι γεννήματα φαντασιακών παρερμηνειών και συνωμοσιολογιών, τα οποία είναι ξένα και μακράν από κάθε γνήσια και ανόθευτη εκκλησιαστική εμπειρία.
Οι κληρικοί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είναι αυτόνομοι μέσα στο σώμα της Εκκλησίας αλλά έχουν την αναφορά τους στον επίσκοπό τους και αυτός στη Σύνοδο της Εκκλησίας. Ουδεμία λοιπόν διαφοροποίηση είναι αποδεκτή από το εκκλησιαστικό σώμα, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τη Σύνοδο, άλλως κινδυνεύουμε να εκφυλιστούμε σε ένα εκκλησιαστικό μόρφωμα προτεσταντικού τύπου, όπου ο καθένας θα κάνει μία δική του ομάδα με συγκεκριμένη ιδεολογία, και το οποίο θα μας οδηγήσει σε διάλυση της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος.
Η οποιαδήποτε διαφοροποίηση, είτε φιλελεύθερη, είτε συντηρητική, από τις συνοδικές αποφάσεις και μάλιστα κληρικών, έχει ολέθριες συνέπειες στην ίδια την ενότητα της Εκκλησίας. Εκτός εάν επιδιώκουν κάτι τέτοιο, δηλαδή τη διάσπαση της ενότητος της Εκκλησίας και της συνοχής Της, αυτοί οι οποίοι υποκινούν τέτοιου είδους αντιδράσεις.
-Θα μπορούσε ποτέ η Εκκλησία να δεχθεί αλλαγή του τρόπου μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας;
Στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας κατά καιρούς έχουν εφαρμοστεί διάφοροι τρόποι μετάδοσης και μετάληψης της Θείας Κοινωνίας, γιατί ο οποιοσδήποτε τρόπος δεν είναι καθοριστικός του γεγονότος αυτού καθαυτού της συμμετοχής στη Θεία Κοινωνία. Ο σημερινός τρόπος μετάδοσης και μετάληψης έχει καθιερωθεί ως ο “παραδεδομένος” και η οποιαδήποτε αλλαγή του δεν μπορεί να είναι μεμονωμένη απόφαση κάποιου προσώπου και μάλιστα υπό πίεση. Η οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει να είναι απόφαση της Εκκλησίας και δεν υποδεικνύεται ούτε υπαγορεύεται από οποιονδήποτε, αλλά μόνο από τη Σύνοδο, η Οποία και κατέχει τα κριτήρια εκείνα με τα οποία θα αποφασίσει ως προς τον χρόνο για την εφαρμογή ενός άλλου τρόπου μετάδοσης και μετάληψης της Θείας Ευχαριστίας.
Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο σωστά η Ιερά Σύνοδος, τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου όσο και της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποφάσισαν ότι το θέμα της Θείας Κοινωνίας και του τρόπου μετάδοσης και μετάληψης είναι αδιαπραγμάτευτο, γιατί το κακό που θα προκληθεί από μία τέτοια αλλαγή θα είναι περισσότερο επιζήμιο για την ίδια την Εκκλησία και για το σκάνδαλο που θα προκαλέσει στα πιστά μέλη Της. Τέτοιου είδους αλλαγές και τροποποιήσεις δεν γίνονται σε καιρούς κρίσεων!!!
-Πάντα ακούμε για αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και όλα παραμένουν απλές προθέσεις εδώ και δεκαετίες. Υπάρχει κάποια προοπτική;
Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι σαν τα κάρβουνα, «όταν είναι σβηστά σε λερώνουν και όταν είναι αναμμένα σε καίνε». Αυτό συμβαίνει πάρα πολλές δεκαετίες. Δεν έχει ακόμα βρεθεί ένα modus vivendi για να απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα: Τι εννοούμε όταν λέμε εκκλησιαστική περιουσία; Πόση είναι αυτή η περιουσία; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τόσο την Εκκλησία όσο και την Πολιτεία και όταν αρχίζει η συζήτηση στο θέμα αυτό αποδεικνύεται ότι και για τους δύο θεσμούς είναι terra incognita.
Εάν δεν υπάρξουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορούμε να ομιλούμε για αξιοποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας. Μόνο με μία κτηματογράφηση συστηματική όλης της υφιστάμενης εκκλησιαστικής περιουσίας και την εκτίμησή της θα μπορέσουμε να μεταβούμε και στην αξιοποίησή της. Δυστυχώς τίποτε μέχρι και σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί, εκτός κάποιων νομοθετικών ρυθμίσεων, και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας πραγματοποιείται αποσπασματικά, ευκαιριακά και χωρίς κάποιο σκοπό συγκεκριμένο.
-Αυτή την περίοδο εμφανίζεται παράλληλα με την υγειονομική κρίση και μία κρίση οικονομική. Αυτή η οικονομική κρίση έχει επιπτώσεις και στο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας;
Είναι αλήθεια ότι κάθε κρίση, οποιασδήποτε μορφής, έχει και άλλες αλυσιδωτές κρίσεις, με ισχυρό αντίκτυπο στην κοινωνία και στους πολίτες της.
Ανάλογες επιπτώσεις έχει η διαφαινόμενη κρίση και στα οικονομικά των ενοριών, η οποία δημιουργεί αντίστοιχες δυσκολίες στην άσκηση του κοινωνικού έργου και λειτουργήματος της Εκκλησίας.
Πιστεύω όμως με μία καλή διαχείριση, η οποία γινόταν πάντοτε, τα προβλήματα θα αντιμετωπισθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
-Ποιο μήνυμα πρέπει να στείλει η Εκκλησία στους πιστούς Της και κυρίως στους νέους ανθρώπους, με αφορμή την κρίση που διέρχεται η Ελληνική Κοινωνία εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού;
Σε λίγο καιρό θα μιλάμε για μία κοινωνία, προ και μετά κορωνοϊού, κι αυτό γιατί αρχίζει να δημιουργείται ένα νέο μοντέλο κοινωνικών σχέσεων και επικοινωνίας, το οποίο έχει και αντίστοιχα αποτελέσματα, οδυνηρά και επώδυνα, για τις διανθρώπινες και διαπροσωπικές σχέσεις, στην κοινωνία, στην οικογένεια, στη σχολική κοινότητα, στις κοινωνικές συμπεριφορές. Το οδυνηρό αποτέλεσμα αυτής της αναθεώρησης των σχέσεων οδηγεί τους ανθρώπους σε μία απομόνωση, οι συνέπειες της οποίας έχουν να κάνουν και με υπαρξιακές καταστάσεις.
Η Εκκλησίας λοιπόν θα κληθεί να αναλάβει όχι μόνο έναν ρόλο υποστηρικτικό σε επίπεδο ψυχολογικό των ανθρώπων -αυτό τον ρόλο θα τον ασκήσουν και άλλοι- αλλά για να δώσει ελπίδα και προοπτική στους ανθρώπους και κυρίως στους νέους, οι οποίοι βιώνουν και θα βιώσουν ακόμη μια απέλπιδα κατάσταση. Πρέπει λοιπόν η Εκκλησία με τον κηρυγματικό της λόγο και με την έκφραση αγάπης και αποδοχής να δώσει νόημα και περιεχόμενο ελπιδοφόρο σε μια προοπτική μέλλοντος.
Από το βάθος της λειτουργικής της εμπειρίας και της παράδοσής της θα πρέπει να αναζητήσει τα στοιχεία εκείνα πάνω στα οποία θα στηρίξει και θα προβάλει την διδασκαλία της ως ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ζωής και όχι ως κάποιο απολιθωμένο ιδεολόγημα.
-Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτή την περίοδο πιέζεται από την τουρκική ηγεσία. Τελευταία ο Πρόεδρος της γείτονος χώρας προχώρησε σε κινήσεις που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα ορθοδόξων μνημείων, όπως της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας, με τη μετατροπή τους σε μουσουλμανικά τεμένη.
Το όλο ζήτημα δεν είναι μόνο εκκλησιαστικό αλλά σε ένα πρώτο επίπεδο είναι πολιτιστικό και σε ένα δεύτερο καθαρά πολιτικό. Οι συγκεκριμένες αποφάσεις και κινήσεις υποδεικνύουν ένα νέο μοντέλο πολιτικό της γείτονος χώρας, ως το ζητούμενο, το νέο-οθωμανικό, με το οποίο η Τουρκία επιδιώκει να έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στο εσωτερικό της αλλά και στον υπόλοιπο μουσουλμανικό χώρο της Μ. Ανατολής. Η αντικατάσταση του κεμαλικού μοντέλου με ένα μοντέλο προ-κεμαλικό, οθωμανικού τύπου, συνεπάγεται και μία θεοκρατική αντίληψη διακυβέρνησης. To σημαντικό όμως είναι ότι αυτός ο εκδηλούμενος πολιτιστικός επαρχιωτισμός και η πολιτιστική ανωριμότητα, με τη μετατροπή μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε μία λειτουργική σμίκρυνση εξυπηρέτησης αναγκών της μουσουλμανικής θρησκείας, υποδεικνύει και μια εμφωλεύουσα τάση αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο γεωπολιτικά, γεω-ενεργειακά και γεωφυσικά, όσο και σε επίπεδο πολιτιστικό και θρησκευτικών μειονοτήτων στο εσωτερικό των δύο χωρών. Και να μην ξεχνάμε ότι ακόμη και ενώπιον του πρ. Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Τούρκος Πρόεδρος κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, έθεσε το θέμα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης. Δεν πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι το έτος 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης και αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι στο μυαλό του Τούρκου Προέδρου. Ο χρόνος αυτός είναι αρκετά εγγύς.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει μάθει να επιβιώνει μεταξύ “συμπληγάδων”. Για να μπορέσει όμως να αντέξει θα πρέπει να αισθάνεται ότι γύρω του έχει φίλους οι οποίοι το στηρίζουν και το ενισχύουν, γιατί μόνο τότε μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες και τις δοκιμασίες και να ανταποκριθεί στη σπουδαία πνευματική και οικουμενική παρουσία του.