Την αντιδρασή τους στο κλείσιμο των ναών εκφράζουν με ανοικτή επιστολή προς τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας οι ιερείς της μητρόπολης Λεμεσού και τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν λόγω κορωνοϊού.
Η επιστολή :
Από την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου τέθηκαν σε ισχύ τα νέα αυστηρά μέτρα για τις Επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Ανάμεσα σ’ αυτά και το κλείσιμο των ναών για δεύτερη φορά. Οι ιερείς των δύο επαρχιών βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε μια θλιβερή πραγματικότητα, την οποία καλούμαστε να διαχειριστούμε· μια πραγματικότητα η οποία αφ’ ενός μεν μας προκαλεί βαθύτατο πόνο, αφ’ ετέρου δε μας φέρνει για μια ακόμη φορά σε δύσκολη θέση έναντι των πιστών, οι οποίοι εν μέσω όλων αυτών των πρωτόγνωρων δεδομένων που ζούμε ζητούν τη βοήθεια και τη στήριξη της Εκκλησίας.
Θα θέλαμε, ως εκ τούτου, να σας μεταφέρουμε με πολλή ειλικρίνεια κάποιες σκέψεις μας.
Η Εκκλησία δεν είναι απλώς και μόνον ένας κοινωνικός ή ένας φιλανθρωπικός θεσμός. Είναι ένα πνευματικό νοσοκομείο, ένα πνευματικό θεραπευτήριο, στο οποίο καταφεύγει ο ταλαιπωρημένος και πολλαπλά τραυματισμένος άνθρωπος, για να αναζητήσει πνευματική θεραπεία, παρηγοριά κι ελπίδα. Ο άνθρωπος, επίσης, δεν είναι μονάχα μια βιολογική μονάδα, αλλά μια ψυχοσωματική οντότητα. Δεν έχει μονάχα βιολογικές και βιοτικές ανάγκες, αλλά έχει και πνευματικές ανάγκες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να νοιαζόμαστε μόνο για τη σωματική του υγεία, αλλά και για την πνευματική και ψυχική του υγεία.
Οι πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώνουμε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού ασκούν τέτοια ψυχολογική πίεση στους ανθρώπους, ώστε ψάχνουν εναγωνίως από κάπου να πιαστούν. Όλοι μας νοιώθουμε κόπωση, ανασφάλεια, πόνο και θλίψη και όλοι μας αναζητούμε παρηγοριά και ελπίδα. Πού θ’ αναζητήσουμε, όμως, αυτή την παρηγοριά κι αυτή την ελπίδα, αν όχι στον Πανάγαθο Θεό, στην Εκκλησία και τα Ιερά Μυστήριά της; Ερωτούμε λοιπόν: Όπως κανένας δεν διανοείται να κλείσει τις υπεραγορές, τις φρουταρίες, τα περίπτερα, για να μη στερηθούν οι άνθρωποι τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους, όπως κανένας δεν διανοείται να κλείσει τα νοσοκομεία, τις κλινικές, τα ιατρεία, για να προστατεύεται η σωματική υγεία των ανθρώπων, όπως κανένας δεν διανοείται να κλείσει τις τράπεζες, γιατί θα στραγγαλιστεί η οικονομική δραστηριότητα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα έπρεπε κανένας να διανοείται να κλείσει τους ναούς, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να διατηρούν την πνευματική τους υγεία και να εξασφαλίζουν την πνευματική τους τροφή.
Κανένας δεν διαφωνεί ότι πρέπει να υπάρχουν μέτρα και στους ναούς, όπως υπάρχουν σ’ όλους τους κοινόχρηστους χώρους. Όπως, όμως, με τα απαραίτητα μέτρα μπορεί κανείς να πάει στην υπεραγορά, στην τράπεζα, στον γιατρό του κ.ο.κ., με τα ανάλογα μέτρα θα έπρεπε να μπορεί να πάει και στον ναό, για να λειτουργηθεί, να κοινωνήσει, να προσευχηθεί, ν’ ακούσει έναν παρηγορητικό λόγο.
Ως Εκκλησία κάναμε απόλυτη υπακοή στα μέτρα που μας ζήτησε η πολιτεία να λάβουμε. Οι πιστοί εισέρχονταν στους ναούς με τις μάσκες, τηρούσαν τις αναγκαίες αποστάσεις και τόσα άλλα. Παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις μερίδας πιστών σ’ αυτά τα μέτρα, σφίξαμε την καρδιά μας και απαιτήσαμε πλήρη συμμόρφωση. Πιστεύαμε, λοιπόν, ότι λόγω της πιστής εφαρμογής των μέτρων δεν θα αντιμετωπίζαμε ξανά θέμα κλεισίματος των ναών. Κι όμως διαψευστήκαμε τόσο σύντομα. Δικαιολογημένα αισθανόμαστε, λοιπόν, ότι τιμωρούμαστε για τη μέχρι τούδε αγαστή συνεργασία μας με την πολιτεία.
Από τις αρχές Μαΐου που άνοιξαν οι ναοί μέχρι σήμερα κι ενώ καθ’ όλο αυτό το διάστημα χιλιάδες πιστοί προσήλθαν στους ναούς για να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, δεν είχαμε ούτε μια περίπτωση διασποράς του κορωνοϊού σε ναό. Στην περίπτωση δε της κοινότητας της Κυπερούντας, που θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί, η διασπορά του ιού, όπως από πρώτο χέρι γνωρίζουμε, σε καμιά περίπτωση δεν είχε να κάνει με τον ναό και τη λατρεία. Γιατί, λοιπόν, αυτή η βιασύνη να κλείσουν εντελώς οι ναοί; Γιατί αυτή η τραγική εικόνα μεγάλοι ναοί να λειτουργούνται άδειοι χωρίς κανένα πιστό;
Επιτρέψατέ μας να θέσουμε μερικά ακόμη ερωτήματα σχετικά με τα μέτρα που ίσχυαν πριν το κλείσιμο των ναών στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου. Όταν στις πλείστες περιπτώσεις λαμβάνονται υπόψιν τα τετραγωνικά μέτρα ενός χώρου, για να καθοριστεί ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να εισέλθουν σ’ αυτόν, γιατί αυτό δεν ίσχυσε για τους ναούς; Πώς εξηγείται σε μεγάλους ναούς που διαθέτουν 600, 800, ίσως και περισσότερα καθίσματα, να επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε 75 πιστούς; Όταν για τα θέατρα και τους κινηματογράφους, που είναι κλειστοί χώροι, επετράπη να λειτουργούν με πενήντα τοις εκατό πληρότητα, πώς εξηγείται στους μεγάλους ναούς, στους οποίους υπάρχουν τόσες πόρτες και παράθυρα που επιτρέπουν τον σωστό εξαερισμό, να επιτρέπεται η είσοδος μόνο σε 75 πιστούς;
Σε καμιά περίπτωση δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι η Εκκλησία βρίσκεται στο στόχαστρο της πολιτείας ή ότι η Εκκλησία είναι ο αδύναμος κρίκος, στον οποίο η πολιτεία εξαντλεί την αυστηρότητά της. Όλα αυτά τα ερωτήματα, όμως, που θέσαμε, μας προβληματίζουν έντονα. Γιατί η Εκκλησία και οι πιστοί ν’ αντιμετωπίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί να εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά; Κλείνοντας, σας παρακαλούμε θερμά: Αφουγκραστείτε τον πόνο και την αγωνία των ανθρώπων και δώστε τους τη δυνατότητα τουλάχιστον να κρατήσουν ζωντανή τη σχέση τους με τη μητέρα Εκκλησία και τα Ιερά Μυστήριά της, ώστε να στηριχθούν και να παρηγορηθούν.