Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανείων, ακόμη και των Βαΐων (ή του Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Κύρια παραδοσιακά μουσικά όργανα που συνοδεύουν τα κάλαντα είναι το τρίγωνο, το λαούτο, το νταούλι η τσαμπούνα, η φλογέρα κ.ά.
Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα “Χρόνια Πολλά” το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Σχετική μ’ αυτό είναι και η παρασκευή “κουλούρας” ονομαζόμενη “κολλίκι” (Βέροια) ή “κουλιαντίνα” (Σιάτιστα) και εξ αυτών οι φέροντες αυτά ονομάζονται “Κουλουράδες” ή “Φωτάδες”
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται κάποιες φορές επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.
Επίσης και η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζονται “Κάλαντα” (Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας) με εξαίρεση τη νήσο Μήλο που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό (π.χ. ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού) δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες η παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες είναι και οι σχετικές “μαντινάδες” της Κρήτης ή “κοτσάκια” της Νάξου με σκωπτικό επίσης χαρακτήρα που ψάλλονται ως “κάλαντα”.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ
Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες,
κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας
Χριστοῦ τὴν θεία γέννησιν
νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας. Χριστὸς γεννᾶται σήμερον
ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται,
χαίρει ἡ φύσις ὅλη. Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται,
ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων,
ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν
καὶ ποιητὴς τῶν ὅλων. Πλῆθος ἀγγέλων ψάλλουσι
τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις»
καὶ τοῦτον ἄξιόν ἐστι
ἡ τῶν ποιμένων πίστις. Ἂν εἶστε ἀπὸ τοὺς πλούσιους,
φλωριὰ μὴν τὰ λυπᾶστε,
ἂν εἶστε ἀπὸ τοὺς δεύτερους,
ξηντάρες καὶ ζολότες
κι ἂν εἶστ᾿ ἀπὸ τοὺς πάμφτωχους
ἕνα ζευγάρι κότες. Καὶ σᾶς καληνυχτίζομε,
πᾶτε νὰ κοιμηθῆτε,
ὀλίγον ὕπνο πάρετε,
πάλι νὰ σηκωθῆτε, στὴν ἐκκλησιὰν νὰ τρέξετε
μὲ ἄκραν προθυμίαν
καὶ τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀκούσετε
τὴν Θείαν λειτουργίαν.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Χριστούγεννα πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
γιὰ ἐβγᾶτε, δέστε, μάθετε, πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι ἀναθρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν᾿ οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες
καὶ τὸ μελισσοχόρταρο τὸ λούζουντ᾿ οἱ κυράδες. Κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ γαϊτανοφρύδα, κυρὰ μ᾿ ὅταν στολίζεσαι νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησιά σου,
βάζεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀγκάλι
καὶ τὸν καθάριο αὐγερινὸ τὸν βάζεις δαχτυλίδι. Ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἤρθαμε νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, μόνο σᾶς ἀγαπούσαμε κι ἤρθαμε νὰ σᾶς δοῦμε·
ἐδῶ ποὺ τραγουδήσαμε πέτρα νὰ μὴ ραγίσει
κι ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ πολλοὺς χρόνους νὰ ζήσῃ. Δῶστε μας καὶ τὸν κόκορα, δῶστε μας καὶ τὴν κότα,
δῶστε μας καὶ πέντ᾿ ἕξ᾿ αὐγά, νὰ πᾶμε σ᾿ ἄλλη πόρτα.
ΠΟΝΤΟΥ
Χριστὸς γεννέθεν, χαρὰ στὸν κόσμον,
ἀκαλὴ ὥρα καλή ση μέρα,
ἀκαλὸν παιδίον ὀψὲς γεννέθεν,
ψὲς γεννέθεν, οὐράνεστάθεν.Τὸν ἐγέννησεν ἡ Παναΐα,
τὸν ἀνέσταισεν Ἀειπαρθένος.
Ἐκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν,
ἐκατῆη στὸ σταυροδρόμιν. Ἔρπαξαν ἀτὸν οἱ σκύλ᾿ Ἑβραῖοι,
σκῦλ᾿ Ἑβραῖοι καὶ μίλ᾿ Ἑβραῖοι.
Ἀς σ᾿ ἀρχοντικὰ κι ἀσ᾿ σὴν καρδίαν,
γαῖμαν ἔσταξεν, φλογὴν κι ἂσ᾿ ἐφάνθεν. Ὅπου ἔσταξεν κι᾿ ἐμυροστάθεν,
ἐμυρισ᾿ ἀτὸν ὁ κόσμος ὅλος.
Νὰ μυρίσ᾿ ἀτὸν κι ἐσύ ἀφέντα,
ἐκατῆη στό σταυροδρόμιν.Ἔμπα σὸν νουντὰν κι᾿ ἔλα σὴν πόρτα, ἔξου στέκουν τά παλληκάρια. Ἔβγαλ᾿ τον κισὲ καὶ δὸς παράδας
ἔξου στέκουν τά παλληκάρια. Καί θυμίζουν Στὸν νοικοκύρην,
νοικοκύρην καὶ βασιλέαν.
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Καλὴν ἐσπέραν ἄρχοντες κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει. Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων, οἱ οὐρανοί ἀγάλλονται, χαίρει κι ἡ φύσις ὅλη. Ἐκ τῆς Περσίας ἔρχονται τρεῖς Μάγοι μὲ τὰ δῶρα,
ἄστρον λαμπρὸν τοὺς ὁδηγεῖ, χωρίς νὰ λείψῃ ὥρα. Γονατιστοὶ τὸν προσκυνοῦν καὶ δῶρα τοῦ χαρίζουν, σμύρνα, χρυσὸν καὶ λίβανον, Θεὸν τὸν εὐφημίζουν. Καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθέν, Προφήτου Ἡσαΐου,
μετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεμίου. Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραμᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει, παραμυθήν οὐκ ἤθελεν, ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει. Ἰδοὺ ὅπως σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν, τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Γέννησιν τὴν ἁγίαν. Χρόνους πολλοὺς νὰ χαίρεσθε, πάντα εὐτυχισμένοι,
σωματικῶς καὶ ψυχικῶς νὰ εἶσθε πλουτισμένοι.
ΣΜΥΡΝΗΣ
Καλὴν ἐσπέραν ἄρχοντες κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει.
Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων. Κερὰ ψηλή, κερὰ λιγνή, κερὰ καμαροφρύδα.
Κερά μ᾿ ὅταν στολίζεσαι νὰ πᾶς στὴν ἐκκλησία.
Ἔχεις καὶ κόρην ἔμορφη ποὺ δὲν ἔχει ἱστορία. Μῆδε στὴν πόλη βρίσκεσαι, μῆδε στὴν Καισαρεία.
Ἔχεις καὶ γιὸν στὰ γράμματα, ὑγιὸν εἰς τὸ ψαλτήρι.
Νὰ τὸν ῾ξιώσει καὶ ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχῆλι.
ΣΑΜΟΥ
Σένα σοῦ πρέπει ἀφέντη μου καρέκλα καρυδένια
γιὰ ν᾿ ἀκουμπᾶ ἡ μέση σου ἡ μαργαριταρένια. Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου στὰ πεύκια νὰ κοιμᾶσαι,
νὰ πίνεις, νὰ δροσίζεσαι καὶ πάλι ἀφέντης νἆσαι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Καὶ πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν᾿ ἀρματώσεις,
καὶ τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ νὰ τὰ μαλαματώσεις.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Πολλά ῾παμε τ᾿ ἀφέντη μας, ἂς ποῦμε τσῆ κυρᾶς μας·
κυρὰ ψιλή, κυρὰ λιγνή, κυρὰ μαυροματοῦσα,
πὤχεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθη
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ τὤχεις καμπανοφρῦδι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Ἂν ἔχεις κόρη ἔμορφη, βάλ᾿την νὰ μᾶς κεράσει,
νὰ τῆς ῾φχηθοῦμε ὅλοι μας, ν᾿ ἀσπρίσει, νὰ γεράσει.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
Κι ἂν ἔχεις γυιὸ στὰ γράμματα, βάλτονε στὸ ψαλτήρι,
νὰ τ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ βάλει πετραχήλι.
Βάλτε μας κρασὶ νὰ πιοῦμε καὶ τοῦ χρόνου νὰ σᾶς ποῦμε. (δίς)
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ
Aὕτη εἶναι ἡ ἡμέρα,
ὅπου ἦρθ᾿ ὁ Λυτρωτῆς,
ἀπὸ Μαριὰμ Μητέρα,
ἐκ Παρθένου γεννηθείς. (δίς)
Ἄναρχος ἀρχὴν λαμβάνει,
καὶ σαρκοῦται ὁ Θεός,
ὁ Ἀγέννητος γεννᾶται
εἰς τὴν φάτνην ταπεινός. (δίς)
Ὅσοι ἔχετε στὰ ξένα,
νὰ δεχθῆτε μὲ καλό,
καὶ τοῦ χρόνου μέ ὑγεία
τό Θεό παρακαλῶ. (δίς)
ΘΡΑΚΗΣ
Χριστὸς γεννιέται, χαρὰ στὸν κόσμο,
χαρὰ στὸν κόσμο, στὰ παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
ἡ Παναγιά μας κοιλοπονοῦσε.
Κοιλοπονοῦσε, παρακαλοῦσε,
τοὺς ἀρχαγγέλους, τοὺς ἱεράρχες.
Σεῖς ἀρχαγγέλοι καὶ ἱεράρχες,
στὴ Σμύρνη πηγαίν᾿τε, μαμμὲς νὰ φέρ᾿τε.
Ἅγια Μαρίνα, ἅγια Κατερίνα,
στὴ Σμύρνη πᾶνε, μαμμὲς νὰ φέρουν.
Ὅσο νὰ πᾶνε κι ὅσο νὰ ἔρθουν,
ἡ Παναγιά μας ἠληυτηρώθη.
Στὴν κούνια τό ῾βαλαν καὶ τὸ κουνοῦσαν,
καὶ τὸ κουνοῦσαν, τὸ τραγουδοῦσαν.
Σὰν ἥλιος λάμπει, σὰ νιὸ φεγγάρι,
σὰ νιὸ φεγγάρι, τὸ παλληκάρι.
Φέγγει σὲ τοῦτον τὸ νοικοκύρη,μὲ τὰ καλά του,
μὲ τὰ παιδιά του, μὲ τὴν καλὴ τὴ νοικοκυρά του…
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Α. Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γιννιέτι (δίς)
Γιννιέται κὶ βαφτίζιτι
στοὺς οὐρανοὺς ἀπάνου (δίς)
Ὅλοι οἱ Ἀγγέλοι χαίρουντι
κι ὅλοι δοξολογιοῦντι (δίς)
Καὶ τὰ δαιμόνια σκάζουνε,
καὶ σκάζουν καὶ πλαντάζουν (δίς)
Σὲ τοῦτ᾿ τὸ σπίτι ποὔρθαμε,
μὶ μάρμαρου στρουμένου (δίς)
Β. ‘Πόψα Χριστός γεννήθηκε κι ο κόσμος δεν το νιώθει
κι ο κόσμος και τα οικούμενα κι ο βασιλιάς Ηρώδης.
Κι’ εκεί που ακούμπησε ο Χριστός χρυσό δενδράκι βγήκε
χρυσό κλωνί χρυσό δεντρί χρυσό μαργαριτάρι.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός τα κλώνια οι αποστόλοι
και τα γαρουφαλάκια του ήταν οι προφητάδες.
Που προφητούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη
κι εμείς Χριστό τραγ’δήσαμε Χριστός να μας φυλάει.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα από τα δέντρα
τόσα καλά να δώσ’ Θεός σ’αυτό το νοικοκύρη.
ΑΙΓΑΙΟΥ
Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα, στηηῆς Βη- στῆς Βηθλεὲμ τὴν πόολη,
ἐκεῖ δεντρὶ δὲν ἤτανε, δεεεντρί- δεντρὶ ξεφανερώθη.
Κι ἀνάμεσα στοὺς κλώνους του, ἀααγγέ- ἀγγέλοι κι ἀρχαγγέελοι
κι ὁ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελος ξεεεφτε- ξεφτερουγᾶ καὶ λέεει:
-Χριστέ, γιὰ δῶσ᾿ μου τὰ κλειδιὰ καιαιαὶ τὰ- καὶ τὰ χρυσὰ κλειδάκια,
ν᾿ ἀνοίξω τὸν παράδεισο, νααα μπῶ- νὰ μπῶ σὲ περιβόολι,
νὰ κόψω μῆλο δροσερό, νααὰ πιῶ- νὰ πιῶ νερὸ δροσᾶατο,
νὰ γείρω ν᾿ ἀποκοιμηθῶ σεεὲ νε- σὲ νεραντζιὰ ῾πὸ κάτω.
Καὶ σᾶς καληνυχτίζουμε, πεεεσέ- πεσέτε κοιμηθῆητε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε κι ἐεευθύς- κι εὐθὺς ὡς σηκωθῆητε,
στὴν ἐκκλησία τρέξετε ὅοολοι- ὅλοι μὲ προθυμίιαν
καὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀκούσετε τηηη θεὶ- τὴ θεία λειτουργία.
ΚΡΗΤΗΣ
Καλὴν ἑσπέραν ἄρχοντες κι ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θεία γέννηση νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.
Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ᾿ ἡ φύσις ὅλη.
Ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται, ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων
ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ ποιητὴς τῶν ὅλων.
Κερὰ καμαροτράχηλη καὶ φεγγαρομαγούλα
καὶ κρουσταλλίδα τοῦ γιαλοῦ καὶ πάχνη ἀπὸ τὰ δέντρα,
ἀποὺ τὸν ἔχεις τὸν ὑγυιὸ τὸ μοσχοκανακάρη
λούζεις τον καὶ στολίζεις τον καὶ ῾ς τὸ σκολειὸ τὸν πέμπεις.
Κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδειρε μ᾿ ἕνα χρυσὸ βεργάλι
καὶ ἡ κυρὰ δασκάλισσα μὲ τὸ μαργαριτάρι.
Εἴπαμε δὰ γιὰ τὴν κερά, ἂς ποῦμε γιὰ τὴν βάγια:
Ἄψε βαγίτσα τὸ κερί, ἄψε καὶ τὸ διπλέρι
καὶ κάτσε καὶ ντουσούντιζε εἴντα θὰ μᾶς ε-φέρεις,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ χοιρινὸ κομμάτι,
γι᾿ ἀπάκι, γιὰ λουκάνικο, γιὰ ἀγριμιοῦ κομμάτι,
κι ἀπὸ τὸν πίρο τοῦ βουτσιοῦ νὰ πιοῦμε μία γεμάτη.
Κι ἀπὸ τὴν μαύρη ὄρνιθα κανένα αὐγουλάκι
Κι ἂν τό ῾χει κάμει ἡ γαλανὴ ἂς εἶναι ζευγαράκι.
Κι ἀπὸ τὸ πιθαράκι σου λάδι ῾να κουρουπάκι
κι ἂν εἶναι ἀκροπλιάτερο βαστοῦμε καὶ τ᾿ ἀσκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα,
καὶ φέρε καὶ γλυκὸ κρασὶ νὰ πιοῦν τὰ παλληκάρια.
Κι ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα ἄσπρη μου περιστέρα,
ἀνοίξατε τὴν πόρτα σας νὰ ποῦμε καλησπέρα.
Δῶστε μας γιὰ τὸν κόπο μας, ὅτι ῾ναι ὁ ὁρισμός σας
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.
Καὶ εἰς ἔτη πολλά!
ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Σήμερο οἱ μάγοι ἔρχονται στὴ χώρα τοῦ Ἡρῴδη.
Καὶ ὁ Ἡρῴδης ταραχθεὶς ἔγινε θηριώδης.
Κράζει τοὺς μάγους καὶ ρωτᾷ: -Μάγοι ποῦ θὲ νὰ πᾶτε;
Στῆς Βηθλεὲμ τὸ σπήλαιο, τὴν πόλη τὴν Ἁγία.
Π᾿ ἐκεῖ γεννάει τὸ Χριστὸ ἡ Δέσποινα Μαρία.
ΚΑΡΠΑΘΟΣ
Καλήν εσπέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση
να πω στ” αρχοντικό σας .
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεεμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρε η φύσης όλη .
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων .
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγει
χωρίς να λείψει ώρα .
Έφτασαν στην Ιερουσαλήμ
με πόθο ερωτούσι
πού εγεννήθη ο Χριστός
να πάν να τον ευρώσι .
Δια Χριστόν ως ήκουσε
ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε
κι έγινε θηριώδης .
Διατί πολλά φοβήθηκε
δια τη βασιλεία
μην του τη πάρει ο Χριστός
και χάσει την αξία.
ΣΥΡΟΥ
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει ] 2x
Οι ουρανοί αγάλλονται και χαίρ’ η φύσις όλη ] 2x
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εω φάτνη των αλόγων ] 2x
Ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων ] 2x
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το Δόξα Εν Υψίστοις ] 2x
Και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις ] 2x
ΚΥΠΡΟΥ
Καλήν επέραν άρκοντες
τζ “ αν είναι ορισμός σας
Χριστού την Θείαν γέννηση
να πω… να πω στ “ αρχοντικό σας
Χριστός γεννιέται σήμερα
στης Βηθλεέμ την πόλιν
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί- μαζί κι φύσης όλη
Γεννιέται μες το σπήλαιον
στην φάντη των αλόγων
ο Βασιλιάς των ουρανών
τζι” ο πλα… τζι” ο πλάστης ημάς όλων
Αντζέλοι εις στον ούρανον
ψάλλουν το « εν υψίστοις »
τζιαί κάτω φανερώνεται
εις στους βοσκούς ο κτίστης
Που την Περσίαν έρκουνται
τρεις μάγοι με τα δώρα
έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο… τους οδηγεί στην χώρα
Τζιαί μπένουν μες το σπήλαιον βρίσκουν την Θεοτόκον
τζιαί κράτεν στες αγγάλες της
τον α… τον άγιον της τόκον
Γονατιστοί τον προσκυνούν
τζιαί δώρα του χαρίζουν
σμύρναν, χρυσόν τζιαί λίβανον,
Θεόν-Θεόν τον ευφημίζουν
Χριστίανοι σας είπαμεν
ούλην την ιστορίαν
του Ιησού μας του Χριστού
την γέ… την γένναν την αγίαν
Δώστε τζιαί για τον κόπον μας
ότ ΄ είναι ορισμός σας
τζιαί ο Θεός μας ο Χριστός
ναν πα… ναν πάντα βοηθός σας
Χρόνια πολλά να να ζήσετε
νά στε ευτυχισμένοι
τζιαί στο κορμίν τζιαί στην ψυσσιήν
να σα… να σάστεν πλουμισμέμοι
ΙΚΑΡΙΑΣ
Α. Για σένα κόρη όμορφη
ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα
για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Αν έχεις κόρη όμορφη
βάλε τη στο τσιμπίδι,
και κρέμασε την αψηλά
να μην τη φαν οι ψύλλοι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
καράβια `ν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα
να ‘ναι μαλαματένια.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Για σένα κόρη όμορφη
ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα
για να σου ευχηθούμε.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε
φέρτε μας κρασί να πιούμε.
Β. Καλώς τα τα Χριστούγεννα καλώς και τις σχολάδες
όπου γεννήθηκε ο Χριστός και λούζονται οι κυράδες.
Καλώς τα τα Χριστούγεννα θα ρθεί και ο Αης Βασίλης
όπου απόσπειρε ο ζευγάς ψάλλει το πετραχείλι.
Για πλάστε τα χριστόψωμα Χριστός μας εγεννήθη
για αυτό και μεις τα πλάσαμε για του Χριστού τη νίκη.
Τα άγια Χριστούγεννα της φαμελιάς τραπέζι
όπου το βλόησε ο Χριστός με το δεξί του χέρι.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας τα κλειδαμπαρωμένα
και δώστε μας τον κόπο μας κι ας είναι ευλοημένα.
Δώστε κι εμάς τον κόπο μας ποιος είναι ο ορισμός σας
Χριστού η θεία γέννηση να μπει στ’ αρχοντικό σας.
ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ (Μ. ΑΣΙΑ)
Χριστούγεννα -πρωτούγεννα, πρώτη, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Εβγάτε νιοι και μάθετε, που ο, που ο Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι ανατρέφεται, με μέ-, με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρων οι άρχοντες, το γά-, το γάλα οι αφεντάδες,
και το μελισσοβότανο, το λού-, το λούζονται οι κυράδες.
Σ΄ αυτό το σπίτι πούρθαμε, τα ρα-, τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σα ξανάρθομε, νάναι, νάναι μαλαματένια.
Σ’ αυτά τα σπίτια πούρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραΐσει,
κι ο νοικοκύρης κ’ η κερά, χίλια, χιλιά χρονιά να ζήσει.
Πολλά ‘παμε τ’ αφέντη μας, ας που, ας πούμε της κεράς μας,
κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά, κερά καμαροφρύδα,
έχεις και κόρην όμορφη, που δε, που δεν έχει ιστορία,
μηδέ στη πόλη βρίσκεται μηδέ, μηδέ στη Καισαρεία.
¨Εχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν, υγιόν εις το ψαλτήρι,
να τον αξιώσει ο Θεός, να βα, να βάλει πετραχήλι.
ΑΙΓΙΝΑΣ
Καλημέρα, καλημέρα και πάντα καλημέρα
να τον καλημερήσουμε αυτόν τον νιον αφέντη
αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούν το μαύρο σου κι οχτώ το σαλιβάρι
και δέκα σε παρακαλούν αφέντη καβαλλάρη
εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
κοιμάται κύμα το φλουρί και κύμα το λογάρι
και στον αφρό του λογαριού κοιμάται νιος αφέντης.
Τονε ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
Τονε ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μη μεθύσει
Εσένα πρέπει αφέντη μου στα πεύκα να κοιμάσαι,
Με βελουδένιο πάπλωμα να μην κρυολογάσαι
Και πάλι ξαναπρέπει σου καρέκλα καρυδένια
Για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια
Και πάλι ξαναπρέπει σου στις λίρες να καθίζεις
Με το ’να χέρι να μετράς, με τ’ άλλο να δανείζεις
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
Δώστε μας και δυο τρεις κλωτσιές να φύγομ’ απ’ την πόρτα.
ΓΡΕΒΕΝΩΝ
Κόλιντα κι μέλιντα
κι μένα μπάμπου κλούρα.
Αν δε μη δώσεις κλούρα
θα πάρω τ’ θυγατέρα
θα τ’ πάω πέρα πέρα
θα στ’κόψω με τ’ μαχαίρα.
ΚΟΖΑΝΗΣ
Κόλιαντα, μπάμπουμ, κόλιαντα κι εμένα κουλιαντίνα
κι αν δεν έχεις κόλιαντα δος μας ένα σιτζιούκι
κι αν δεν έχεις κι σιτζιούκι δος μας ένα κουρίτσι
Και τι του θελς μπρε μασκαρά του θκο μου του κουρίτσι
Να του φιλώ, να του τσιμπώ, να ζισταν του βράδυ .
ΗΠΕΙΡΟΥ
Ελάτε εδώ γειτόνισσες,
και εσείς γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε,
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Να πάμε να γυρίσουμε,
και βάγια να σκορπίσουμε,
να βρούμε και την Παναγιά,
οπού μας φέρνει τη χαρά.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ. (δις)
Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
γεννιέται μες στα λούλουδα,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.
Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ,
τα σπάργανα να φτιάξουμε,
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ
Άναρχος Θεός καταβέβηκε και εν τη Παρθένω κατώκησε.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνονται
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Δεύτε εν σπηλαίω κατίδωμεν, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζουσιν άξια
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Ήκουσεν Ηρώδης το μήνυμα κι όλος εταράχθη ο δόλιος.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Πύλαι ουρανών ηνεώχθησαν, άγγελοι αυτόν ανυμνήτωσαν.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Χαίρουσα η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει, ευφραίνεται
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις Σε καταφεύγοντας
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
ΙΕΡΙΣΣΟΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να (μ)πω στ’αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρε η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
κι ο Βασιλεύς των ουρανών κι ο Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν Υψίστοις»
και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει η ώρα.
Φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός να πα’ να τον ευρώσι.
Δια Χριστόν ως ήκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε κι έγινε θηριώδης,
ότι πολύ φοβήθηκε διά την βασιλείαν
μη του την πάρει ο Χριστός και χάσει την αξίαν.
Κράζει τους μάγους και ρωτά που ο Χριστός γεννάται
στης Βηθλεέμ ηκούσθηκε ως η γραφή διηγάται.
Τους είπε να υπάγουσι και όπου τον ευρώσι
αφού τον προσκυνήσουσι να πα’ να τον ειπώσι
όπως υπάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει.
ΠΟΥΡΙ ΠΗΛΙΟΥ
Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας και τον αστέρα βλέπουν
φθάνοντες εις το σπήλαιον βλέπουν την Θεοτόκον
που βάστα στας αγκάλας της τον ακριβόν της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Την σμύρναν δε ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,
τον λίβανον-ε ως Θεόν εις όλην την αυλαίαν.
Αφού τον προσεκύνησαν ιδού πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να παν για να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει
άλλην οδόν να πορευτούν όπου Θεός ορίζει.
Και άλλος πάλι άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
να πάρει και την Μαριάμ εις Αίγυπτον να πάει.
ΜΕΤΣΟΒΟΥ
Κόλιντα τσέλιγκα, γεια χαρά και του πασά
τζι-τζι κάκα, δώσ’ μου τα κουλάκα μη σ’πάρω τα τσουβάλκα.
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για ιδέστε, βγείτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.
Για κάνετε τον κόπο σας κι ανοίξτε το πουγκί σας
κι αν είστ’ από τους πλούσιους φλουριά μην τα λυπάστε
κι αν είστ’ από τους δεύτερους τάληρα και δραχμούλες
κι αν είστ’ από τους πάμφτωχους, ένα ζευγάρι κότες.
ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Πιδιά μ’ ήρθαν τα κόλιαντα κι όλοι να ’τοιμαστείτι
πάρτε και τις τζιομάκες σας και στουν αϊ-Λιά να βγείτι
κι απ’ τον αϊ-Λιά στον Πρόδρομο, στα τρία τα πηγάδια
εκεί θα γεν’ το σύν(τ)αγμα, θα γεν’ το συναγώγι,
εκεί θ’ ανάψ’ τις κλαδάρες, θα πούμε κι από χρόνου.
Παινέματα σε τσέλιγκα
Εδώ ’χουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
λύκους να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια.
Εσένα πρέπ’ Κωστάκη μου τσέλιγκας για να ίσι
μα κάτ’ στους κάμπους μην τα πας, στα πράσινα λιβάδια
ικεί βόσκουν τα πρόβατα κι αστοχούν τ’ αρνιά τους.
ΣΚΙΑΘΟΥ
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν επί πώλου.
Στη Βηθλεέμ εφτάσανε για να απογραφούνε,
Αυγούστου τη διαταγή να μην την παραβούνε
και πανδοχείον ψάχνανε να βρουν να κοιμηθούνε.
Γυρίσαν δω, γυρίσαν κει, δεν βρήκανε κανένα
και πήγανε στο σπήλαιο που ήταν παραπέρα.
Κι απάνω στα μεσάνυχτα ο ουρανός αστράφτει
κι η Παναγιά κοιλοπονά και για τη φάτνη ψάχνει.
Ποιμένες αγρυπνούσανε, φυλάγανε τη στάνη
ο άγγελος τους πρόσταξε να παν να δουν τη φάτνη.
Χαράν ευαγγελίζομεν, χαράν μεγάλην σφόδρα
ότι γεννήθηκε ο Χριστός στης Βηθλεέμ τη χώρα.
Ήλθαν και προσεκύνησαν Χριστόν ως Βασιλέα
κι επάνω στο κεφάλι του είδανε τον αστέρα.
Κι οι Μάγοι εξ Ανατολών ήλθαν να προσκυνήσουν,
σμύρνα, χρυσόν και λίβανο, δια να του χαρίσουν.
Στη Βηθλεέμ εφτάσανε, τον βρήκαν στην οικίαν,
καθόταν με τη μάνα του, την Παναγιά Μαρίαν.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
και Οικουμένης Βασιλιά τον αποθανατίζουν.
Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι
και όλοι μεσ’ στο κάστρο μας, να ’μαστε αγαπημένοι.
Χρόνια πολλά.
ΜΑΡΜΑΡΑ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΟΣ
Στέλνει, λαλεί τσι άρχοντες και τσι γραμματισμένοι
πού ο Χριστός θα γεννηθεί και η γραφή τι λέγει.
Κι οι άρχοντες ερεύνησαν και είπαν στον Ηρώδη
πως έμελλε να γεννηθεί στην Βηθλεέμ την πόλη.
Χιλιάδες δεκατέσσερις βρέφη μικρά φονεύει
μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στη Βηθλεέμη.
Ηρώδη κακοκέφαλε και κακομοιριασμένε
με του Θεού τη δύναμη πολέμησες καημένε.
Και από καιρού να ’στε καλά, να ’ρθούμε να σας δούμε
και τα γενέθλια Χριστού πάλε να σας τα πούμε.
Και βάλτε τα χεράκια σας μεσ’ στα βαλάντιά σας
και χαρίστε μας χάρισμα, ό,τι βαστά η καρδιά σας.