Γλραφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης
Μετά το μαρτυρικό τέλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου ξεκινά τη δράση Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Στην Καπερναούμ αρχίζει να κηρύσσει το κήρυγμα μετανοίας, γιατί με Αυτόν ήλθε η Βασιλεία του Θεού, που σημαίνει ότι στον κόσμο τον βουτηγμένο στο σκότος της αμαρτίας και της αγνωσίας του Θεού ανέτειλε πια το φως Εκείνου – «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».
Η αντιστοιχία καταρχάς είναι προφανής. Οπως με το βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό το νερό από κοινό νερό που ήταν γίνεται αγιασμός και φωτισμός των ανθρώπων και της κτίσεως, έτσι και η Γαλιλαία των εθνών, με την εκεί εγκατοίκηση του Κυρίου φεύγει από το σκοτάδι της αμαρτίας και ζει το φως της παρουσίας του Θεού. Διότι ο Κύριος αποτελεί το φως του κόσμου, όπως το απεκάλυψε: «Εγώ φως εις τον κόσμο ελήλυθα» και «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».
Το φως του Θεού είναι η χάρη του Θεού, όχι δηλαδή κάτι από τον Θεό, αλλά ο Ιδιος ο Θεός – η κοινή ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας – που εξαλείφει ολοκληρωτικά το πνευματικό σκοτάδι. Κι αυτό το σκοτάδι δεν υφίσταται ως κτίση, δηλαδή δεν είναι μία αντικείμενη, ισάξια δύναμη απέναντι στο φως του Θεού, αλλά υπάρχει ως απουσία του Θεού: όπου ελλείπει ο Θεός, η κτίση αλλοιώνεται πορευόμενη αντίθετα προς τη φυσική της λειτουργία. Το πνευματικό σκοτάδι συνιστά με άλλα λόγια ανωμαλία, αφού όλα έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό, για να λειτουργούν μέσα στο φως Του και να αυξάνουν με Εκείνον. Ο άνθρωπος θέλησε απ’ αρχής να ματαιώσει τη σχέση του με τον Θεό, συνεπώς βρέθηκε στην έλλειψη του φωτός Του, άρα στο σκοτάδι. Και ήλθε ο Χριστός ως «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον», οπότε όποιος πια στρέφεται προς τον Χριστό φωτίζεται γινόμενος «όλος φως και όλος μάτια».
Η στροφή προς το φως συνιστά το γεγονός της μετανοίας. Το κήρυγμα του Χριστού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», ήταν η κλήση Του προκειμένου ο άνθρωπος να βρει και πάλι τον φυσικό του «τόπο» και να αρχίσει να ζει αληθινά. Γιατί το σκοτάδι της αμαρτίας είναι ζωή εν θανάτω, μία μη ζωή, έστω κι αν κανείς υφίσταται βιολογικά. Κι αυτή είναι η τραγωδία του απίστου στον Χριστό ανθρώπου: έχει το όνομα του ζωντανού, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκρός. Και πέραν της ζωής αυτής: Αιώνια, ζωή εν θανάτω! Υπαρξη ανυπαρξίας ως ζωή στερημένη του φωτός του Θεού.
Η μετάνοια λοιπόν ως στροφή προς τον Θεό, κατά το παράδειγμα του ασώτου της παραβολής, κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στην ύπαρξή του την ανατολή του φωτός Του. Και σημάδια της φωτοχυσίας αυτής είναι κατά τον Παύλο ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθοσύνη, πραότητα, πίστη, εγκράτεια. Οπου επισημαίνονται οι καταστάσεις αυτές, ιδίως η αγάπη, εκεί σημαίνει ότι το φως του Θεού έχει αρχίσει να θερμαίνει την ύπαρξη του μετανοούντος ανθρώπου, οπότε δεν μιλάμε για μετάνοια ως θεωρία, αλλ’ ως εμπειρία και βίωμα. Από την άλλη κατανοούμε ότι όπως έχουμε διαβαθμίσεις στην παρουσία του επιγείου φωτός – αυγή, πρωινός ήλιος, λαμπρός μεσημεριανός – ανάλογα έχουμε και την παρουσία του Θεού στον άνθρωπο – η αγιότητα διαβαθμίζεται.
Και βεβαίως η καθαρτική και φωτιστική μετάνοια έχει χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος δέχεται την κλήση του Θεού προς ένταξη στην Εκκλησία, εν μετανοία γίνεται διά του φωτισμού του βαπτίσματος μέλος Χριστού, κι όλος ο αγώνας του έκτοτε είναι να διακρατεί και να αυξάνει τη χαρισματική αυτή κατάσταση μέχρι την ατέλεστη τελειότητα θέωσής του, δηλαδή να λειτουργεί στον κόσμο τούτο ως ένας άλλος Χριστός – η αέναη βίωση του γεγονότος της μετανοίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσο αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει στην ψυχή και το σώμα μας ώστε και με μόνη τη ζωή μας να είμαστε οδοδείκτες προς τον Θεό για τους συνανθρώπους μας; Πόσο τελικά ζούμε πράγματι μετανοημένοι; Γιατί είναι τραγικό ο ήλιος να έχει ανατείλει πάνω από δύο αιώνες κι εμείς να ζούμε στο σκοτάδι, με την παγωνιά της κακίας.