Ο Προφήτης Συμεών ήταν άνδρας σοφός, ευλαβής και δίκαιος, χωρίς όμως να γνωρίζουμε την ακριβή καταγωγή του. Ήταν ένας από τους εβδομήκοντα μεταφραστές, όπου στην Αλεξάνδρεια μεταφράζοντας την Αγία Γραφή από την εβραϊκή στην ελληνική γλώσσα, επικεντρώθηκε έντονα στο χωρίο του Προφήτη Ησαΐα «Ιδού η Παρθένος έξει εν γαστρί και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄,14).
Ένα χωρίο, στο οποίο έδειξε δυσπιστία. Σύμφωνα με την παράδοση, έχοντας στο νου τις σχετικές αμφιβολίες του και περνώντας κάποιο ποταμό, έριξε το δακτυλίδι του, λέγοντας ότι αν θα το ξανά έβρισκε, θα πίστευε όσα έγραφε η προφητεία. Φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια, διανυκτέρευσε σε κάποια πόλη μαζί με τους συνοδοιπόρους του και αγοράζοντας κάποια ψάρια για το γεύμα τους, βρήκε μέσα στην κοιλιά του δικού του ψαριού το δακτυλίδι του.
Με έκπληξη είδε ο Συμεών το παράδοξο σημείο αυτό και ως απάντηση του Θεού στην κάθε αμφιβολία του. Έλαβε δε την Θεϊκή υπόσχεση «μη ιδείν θάνατον, πριν ή αν ίδη τον Χριστόν Κυρίου» (Λκ, β΄, 26). Τότε αποφάσισε να κατευθυνθεί και να κατοικήσει στα Ιεροσόλυμα για να εκπληρωθεί η πληροφορία του Θεού, ότι θα αξιωθεί πριν τον θάνατό του να δει και να δεχθεί στην αγκαλιά του Εκείνον που τότε δεν πίστευε. Εκεί στην Αγία Γη, κάθε πρωί έμπαινε στο Ναό και προσευχόμενος ανέμενε την εκπλήρωση της Θεϊκής υπόσχεσης, καρτερώντας να δει το Θείο Βρέφος.
Ο ευλαβής Συμεών «ότε δε εκλήσθησαν αι ημέραι» (Λκ, β΄, 22), σαράντα ημέρες μετά την Γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού, πληροφορημένος από το Πανάγιο Πνεύμα πήγε στο Ναό του Σολομώντα και μόλις είδε τους γονείς να εισαγάγουν το παιδί Ιησού στο Ναό, το υποδέχτηκε στην αγκαλιά του -γι’ αυτό ονομάζεται Θεοδόχος- και υμνώντας και ευλογώντας τον Θεό αναφώνησε «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λκ, β΄, 29-32). Τώρα, δηλαδή, «πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι’ αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ».
Στον Ιωσήφ και στην Θεοτόκο Μαρία, που με θαυμασμό άκουγαν τα προφητικά λόγια αυτά, είπε ευλογώντας τους: «Ιδού ούτως κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ, και εις σημείον αντιλεγόμενον και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως αν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί» (Λκ, β΄,34-35).
Ο Θεοδόχος Συμεών μαρτύρησε περί του Ιησού Χριστού ότι είναι ο Μεσσίας, ο Θεάνθρωπος, ο σαρκωθείς Θεός Λόγος. Προφήτευσε, ακόμη, ότι ο Ιησούς θα είναι «σημείον αντιλεγόμενον», δηλαδή είναι προορισμένος για την πτώση και την ανύψωση πολλών και ότι την καρδιά της Παναγίας θα την διαπεράσει η ρομφαία του πόνου, εννοώντας την Σταυρό του Χριστού, για να φανερωθούν οι λογισμοί πολλών καρδιών.
Πράγματι, ο Χριστός είναι το Πρόσωπο εκείνο, το οποίο χώρισε στα δύο την ανθρώπινη ιστορία. Είναι σημείο αντιλεγόμενο ο Ίδιος, οι εντολές Του και οι λόγοι Του. Κάποιοι τον δέχονται και κάποιοι άλλοι τον απορρίπτουν. Αυτοί που Τον αγαπούν και αποδέχονται τον χρηστό ζυγό και το ελαφρύ φορτίο Του είναι συνήθως οι λίγοι. Οι πολλοί δεν αντέχουν το κήρυγμα της αγάπης και είναι απρόθυμοι για αυταπάρνηση. Κανείς όμως δεν μένει αδιάφορος μπροστά στο μυστήριο της εσταυρωμένης Αγάπης.
Αφού, λοιπόν, εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Θεού, «μη ιδείν θάνατον, πριν ή αν ίδη τον Χριστόν Κυρίου» (Λκ, β΄, 26), ο Άγιος και δίκαιος Συμεών, αμέσως αναπαύθηκε «εν Κυρίω», σε βαθειά προχωρημένη ηλικία. Και όταν, ακόμη, είχε καταλάβει την ώρα της κοιμήσεώς του, εν τούτοις διατηρούσε την εσωτερική ειρήνη της ψυχής του, γιατί ήξερε ότι θα συνεχίσει να ζει και να έχει κοινωνία με τον Θεό σε μια άλλη διάσταση ζωής. Είχε υπερβεί τον θάνατο στα όρια της προσωπικής του ζωής, παρά το ότι δεν είχε ακόμη καταργηθεί οντολογικά ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού. Αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αγίων. Δεν φοβούνται τον θάνατο, αντίθετα μάλιστα τον επιθυμούν, επειδή γνωρίζουν εμπειρικά ότι η εκδημία της ψυχής από το σώμα και η προς τον Θεόν ενδημία δεν είναι θάνατος, αλλά μετάβαση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Φεύγουν από την πρόσκαιρη αυτή ζωή με την βεβαιότητα της αιωνίου ζωής «εν τω Φωτί» και γι’ αυτό έχουν στην ψυχή βαθειά ειρήνη.
Κοιμήθηκε και τάφηκε στα Ιεροσόλυμα, σε χώρο όπου ήταν ιδιοκτησία του Θεοδόχου Αγίου μας. Τάφηκε στο χώρο που ήταν το σπίτι του. Εκεί που βρίσκονταν στο κήπο της οικείας του οι τάφοι της οικογένειάς του, όπως ήταν συνήθεια στους Ιουδαίους και σε άλλους αρχαίους λαούς, όπως π.χ. της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας. Εκεί όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος του και η ομώνυμη Ιερά Μονή του, γνωστή ως Καταμόνας. Εξάλλου αυτή είναι η αρχαία παράδοση: να ανοικοδομούνται ναοί πάνω στους τάφους των Αγίων.
Το ιερό λείψανό του, κατά την ανακομιδή του, μεταφέρθηκε στον ιερό ναό που είχε ανεγείρει στην Κωνσταντινούπολη ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός στο όνομα του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Σήμερα, όμως, βρίσκεται ολόσωμο στον Καθεδρικό Ναό των Ρωμαιοκαθολικών, της πόλεως Zadar της Κροατίας. Από εκεί, με ενέργειες του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ. κ. Θεοφίλου, μεταφέρθηκε και παραχωρήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2010 προς μόνιμη ευλογία της Ιεράς Μονής Καταμόνας και των ευσεβών προσκυνητών της, τμήμα ιερού λειψάνου του Αγίου Συμεών.
Η δε μνήμη του εορτάζεται στις 3 Φεβρουαρίου, και όπως είπε ο Μακ. Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος κατά την ημέρα της ανακομιδής του ιερού λειψάνου του Δικαίου Συμεών στην ομώνυμη μονή του, «το ιερόν αυτού λείψανον, βλύζει τοις πιστοίς ιάματα, και η μνήμη αυτού λάμπει πλέον του ηλίου, διότι ως λέγει η Αγία Γραφή «δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού»: «η ζωή των δικαίων ευρίσκεται υπό την προστατευτικήν χείρα του Θεού» (Σοφ. Σολ. 3,1). Και αλλαχού «Μνήμη δικαίων μετ’ εγκωμίων»: «η ανάμνησις των δικαίων θα είναι παντοτινός και εύφημος». (Παρ. 10,7). Επί πλέον δε η μνήμη των δικαίων σελαγίζει δηλονότι φωτίζει τας ψυχάς όλων των ανθρώπων με το φως, το οποίον ανάγει, οδηγεί εις την Θεογνωσίαν».
Άξιο επισημάνσεως, τέλος, είναι ότι ο Άγιος Συμεών είναι ο κατεξοχήν προστάτης των εγκύων γυναικών και ο «φύλακας άγγελος» της κυοφορούμενης νέας ζωής, δηλ. του εμβρύου. Οι έγκυες γυναίκες τιμούν με μεγάλη ευλάβεια τη μνήμη του, εκκλησιαζόμενες και έχοντας την ευχή του Πνευματικού-Εξομολόγου τους, συμμετέχοντας στην Θεία Ευχαριστία, για να μη γεννηθεί το παιδί, κατά την λαϊκή παράδοση, σημαδεμένο εάν η έγκυος εργαζόμενη δεν τιμά την εορτή του.