Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Ὁμιλία στήν Διαδικτυακὴ Θεολογικὴ Σύναξη πού διοργάνωσαν τὸ Ἰνστιτοῦτο Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικὸς καί ἡ Πεμπτουσία τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 21 Μαρτίου 2021)
Χαίρομαι γι’ αὐτήν τήν συνάντηση, μέ τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, μέ τούς ἐκλεκτούς καί ἀγαπητούς συνομιλητές καί μέ τούς ἀγαπητούς τηλεθεατές, σήμερα Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θέλω νά εὐχηθῶ ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν νά μᾶς εὐλογῆ καί νά μᾶς διαφυλάττη μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Αὐτό εἶναι σημαντικό γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη διδασκαλία, ἀλλά ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πού βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινή δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε συνδέεται στενά ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν θεία Εὐχαριστία.
Μοῦ ἔχουν προτείνει νά ἀναπτύξω τό θέμα «ὁ θεραπευτικός χαρακτήρας τῆς Ὀρθοδοξίας», καί τό ἀποδέχθηκα εὐχαρίστως, γιατί γνωρίζω ὅτι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεραπευόμαστε ἀπό τόν ἀληθινό ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί αὐτό γίνεται μέ τά Μυστήρια καί τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, τήν θεολογία καί τήν νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση.
Αὐτό φαίνεται καθαρά τόσο ἀπό τό ὅτι οἱ Πατέρες καθόρισαν σήμερα νά ἑορτάζουμε τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, δηλαδή τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅσο καί μέ τήν ἑπόμενη Κυριακή, ὡς συνέχεια τῆς σημερινῆς, πού ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὁμίλησε γιά τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τόν ἱερό ἡσυχασμό.
Τελικά, ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ψυχολογική ἤ θρησκευτική, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν θεολογική, δηλαδή εἶναι ἡ μεταμόρφωση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ὥστε νά πορεύονται ἀπό τό παρά φύσιν στό κατά φύσιν καί στό ὑπέρ φύσιν, καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας σέ συνδυασμό μέ τήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση, εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, δηλαδή νά μετατραπῆ ἡ φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία.
Αὐτό τό ἔχω ἀναπτύξει σέ πολλά βιβλία καί σέ πολλές ὁμιλίες, ἀλλά σήμερα θά τό κάνω μέσα ἀπό τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ἐκκλησία ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει, καί στό ὁποῖο ἀφ’ ἑνός μέν φαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ζῶν Χριστός, ἀφ’ ἑτέρου δέ δείχνει ὅτι θεραπεία εἶναι ὁ ζῶν ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος.
1. «Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας»
Τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» χωρίζεται σέ δύο μεγάλα τμήματα. Τό πρῶτον τμῆμα εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τό 787 μ.Χ.) πού ἐθέσπισε τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί καθόρισε ὅλη τήν θεολογική ἀτμόσφαιρα μέσα στήν ὁποία πρέπει νά τιμῶνται ἀπό τούς Χριστιανούς. Τό δεύτερον τμῆμα εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τό 1351 μ.Χ.) ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού καθόρισαν ὅτι τό φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο καί ἡ προϋπόθεση μεθέξεώς του εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, ἡ νηπτική ζωή.
Αὐτά τά δύο τμήματα τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας» θέτουν τίς θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές βάσεις τῆς θεραπείας ἀπό Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς.
Κεντρικό σημεῖο τῆς ἀποφάσεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ τήν ἐνανθρώπησή Του θεράπευσε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, διότι τό «ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἔχει δύο φύσεις ἑνωμένες στήν ὑπόστασή Του, συνδέει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τό ὁρατό μέ τό ἀόρατο, τό περιγραπτό μέ τό ἀπερίγραπτο.
Τό ἄκτιστο ἀναφέρεται στήν θεϊκή οὐσία, τό δέ κτιστό ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση. Καί αὐτό ὁμολογεῖται καί «λόγῳ καί εἰκονίσμασιν». Δηλαδή, πιστεύουμε καί διακηρύττουμε «τούς λόγους ἐπί γραμμάτων, τά πράγματα ἐπί σχημάτων» καί προκαλεῖται ὠφέλεια μέ τήν ἀνακήρυξη τοῦ Θεοῦ διά λόγων καί μέ τήν βεβαίωση τῆς ἀληθείας δι’ εἰκόνων.
Ἔτσι, τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ βεβαιώνεται καί διά τοῦ θεολογικοῦ λόγου, πού κηρύσσεται ἀπό τούς Θεόπτες Πατέρες, καί διά τῶν ἱερῶν εἰκόνων, πού ἁγιογραφοῦνται ἀπό τούς ἱερούς ἁγιογράφους, ἀκόμη «ἁγιάζονται διά τῶν σεπτῶν εἰκόνων τά ὅμματα τῶν ὁρώντων, ἀνάγεται δέ δι’ αὐτῶν ὁ νοῦς πρός θεογνωσίαν», ὅπως γίνεται καί μέ τούς ἱερούς Ναούς, τά ἱερά σκεύη καί ὅλα τά κειμήλια.
Ὁ θεολογικός λόγος καί τά ἱερά εἰκονίσματα ἀνάγουν τόν νοῦ στήν Θεογνωσία, δηλαδή θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο, ὅπως τό βεβαιώνει ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναφέρεται στήν γραπτή καί ἄγραφη παράδοση πού προέρχεται ἀπό τίς Προφητικές ὁράσεις καί τήν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων, δηλαδή ἀπό τήν ταυτότητα ἐμπειρίας καί θεολογίας μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.
Ἔπειτα, κεντρικό σημεῖο τῆς ἀποφάσεως τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀνήρεσε τίς κακοδοξίες τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου. Κατά τήν ἀπόφαση αὐτή τό Φῶς πού ἔλαμψε στήν θεία Μεταμόρφωση δέν ἦταν κτίσμα καί φάσμα, οὔτε ἦταν ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἦταν ἡ ἄκτιστη καί φυσική Χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία προΐεται «ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί». Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἔχει δύο ἐνέργειες, τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη, ἀλλά ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι μεθεκτή. Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται «διά φιλανθρωπίαν Θεοῦ τοῖς κεκαθαρμένοις τόν νοῦν».
Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, ἀλλά καί ἄνθρωπος, καί μέ τήν ἐνανθρώπισή Του θεράπευσε τήν ἀνθρώπινη φύση τήν ὁποία προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί στήν συνέχεια ὅσοι ἔχουν καθαρό νοῦ, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, βλέπουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί θεραπεύονται ποικιλοτρόπως.
Αὐτά σέ περίληψη περιλαμβάνονται στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, καί αὐτές εἶναι οἱ βάσεις τῆς ὀρθοδόξου θεραπείας, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη θεραπεία, εἴτε χριστιανική εἴτε θρησκευτική εἴτε ψυχολογική.
2. Ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση
Ἤδη ἔχει ἀναφερθῆ ὅτι ὅταν κάνουμε λόγο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά θεραπεία ἐννοοῦμε τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, ἀφοῦ τό κατ’ εἰκόνα εἶναι δεδομένο καί τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ ἐξέλιξή του, πού εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό.
Τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δέν ἑρμηνεύεται φιλοσοφικά ἤ κοινωνιολογικά, ἀλλά θεολογικά, ὅπως τό βλέπουμε στόν προπτωτικό ἄνθρωπο πού ἦταν μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἔπρεπε νά στερεωθῆ σέ αὐτήν τήν κατάσταση καί νά ἀναπτυχθῆ ἀκόμη περισσότερο. Ὅμως, μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τό καθ’ ὁμοίωση, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ἀμαυρώθηκε-σκοτίσθηκε τό κατ’ εἰκόνα. Σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23).
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀνέστησε «τήν πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα», καί ἔδειξε ποιό ἦταν τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος. Αὐτό φάνηκε ἔντονα στήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στό ὄρος Θαβώρ. Ὅπως ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία στό ὄρος Θαβώρ ὁ Χριστός ἔδειξε τό ἀρχέτυπο κάλλος τῆς εἰκόνος. Ὁ Χριστός «…μεταμορφωθείς ἐπί τῶν Μαθητῶν, ἔδειξε τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος, ἐν ἑαυτῷ τήν ἀνθρωπίνην ἀναλαβοῦσαν οὐσίαν» (τροπάριο στόν Στίχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως). Ἑπομένως, αὐτό ἦταν τό κάλλος τῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκεῖ πρέπει νά φθάση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό. Αὐτό καθορίζεται ἀπό τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.
Ἐπειδή στό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» μνημονεύεται ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία αὐτό ἤθελε νά τό ἐπισημάνη ἰδιαιτέρως κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γι’ αὐτό καί καθόρισε τήν Δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὡς συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἑορτάζεται ὁ μεγάλος Πατέρας της, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, πού συνιστᾶ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στά ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ Βαρλαάμ ὁμιλοῦσε γιά πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση σύμφωνα μέ τά πλατωνικά πρότυπα. Ἔτσι, ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ λόγοι τῶν μυστηρίων τῆς φύσεως εὑρίσκονται στόν θεῖο καί πρῶτο δημιουργικό νοῦ, οἱ εἰκόνες δέ τῶν λόγων οἱ ὁποῖοι βρίσκονται σέ αὐτόν, εἶναι ἐντεθειμένες στήν ψυχή μας, γι’ αὐτό σπεύδουμε νά γνωρίσουμε αὐτούς τούς λόγους καί νά ἀπαλλάξουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τούς τύπους τῆς ἄγνοιας μέ μεθόδους διαιρετικές καί συλλογιστικές καί ἀναλυτικές, καί ἔτσι νά γίνουμε καθ’ ὁμοίωση τοῦ δημιουργοῦ καί ὅσο εἴμαστε ζωντανοί καί μετά θάνατο. Αὐτά ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ.
Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόρος ὁ Παλαμᾶς, ἀντικρούοντας αὐτήν τήν φιλοσοφική πλατωνική θεραπευτική μέθοδο, γράφει ὅτι ἡ γνώση πού ἀναζητᾶ τό κατ’ εἰκόνα ἀπό τήν σοφία τοῦ κόσμου εἶναι «ψευδογνωσία», ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία διέστρεψε τήν ψυχή. Συγκεκριμένα γράφει ὅτι τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς ἐπαναστάτησε κακῶς καί διέστρεψε τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί σύγχυσε τό διορατικό τῆς ψυχῆς (τόν νοῦ) καί τό ἀπομάκρυνε ἀπό τήν ἀρχέτυπη καλλονή.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος πού θέλει νά λάβη σῶο τό κατ’ εἰκόνα καί τήν ἀληθογνωσία πρέπει νά ἐπιμελῆται περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο τό διορατικό τῆς ψυχῆς, τόν νοῦ, καί νά ἀπέχη ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ἀναγνώση τόν νόμο τῶν ἐντολῶν διά τῆς πράξεως καί νά ἀποκτήση κάθε ἀρετή, νά ἐπιστρέψη στόν Θεό διά τῆς εὐχῆς καί τῆς ἀληθινῆς θεωρίας. Μόνον διά τῆς καθαρότητος θά ἀποκτήση κανείς τήν σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία νικᾶ τόν κόσμο καί ὁ ἄνθρωπος συμβιώνει ἀγαλλόμενος μέ τόν μόνον σοφό Θεό.
Ἑπομένως, μέ τήν ἁμαρτία ἔχουμε διαστρέψει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἔπαθε σύγχυση τό διορατικό τῆς ψυχῆς, καί γι’ αὐτό μέ τήν ὅλη ἐν Χριστῷ ζωή (τήρηση ἐντολῶν, προσευχή) ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ σῶο τό κατ’ εἰκόνα, ἀποκτᾶ τήν ὀρθογνωσία καί φθάνει στήν θεωρία, δηλαδή στό καθ’ ὁμοίωση.
Αὐτήν τήν μέθοδο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ κατ’ εἰκόνα, τοῦ διορατικοῦ νοῦ καί ἡ πορεία πρός τό καθ’ ὁμοίωση τήν περιγράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναλυτικότερα σέ ἕνα θεόπνευστο κείμενό του «Πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην», ὅπου γίνεται λόγος περί τῶν παθῶν καί τῶν ἀρετῶν καί τῶν γεννημάτων ἀπό τήν σχόλη (ἡσυχία) τοῦ νοῦ.
Στό κείμενο αὐτό κάνει λόγο γιά τήν ζωή τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἕνωσή της μέ τόν Θεό· τόν θάνατο τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό· τά πάθη· τήν θεραπεία τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς· τήν πτωχεία τοῦ πνεύματος ἀπό τήν ὁποία προέρχεται τό πένθος καί ἡ παράκληση ἀπό τόν Θεό, καί αὐτό γίνεται ὅταν ὁ νοῦς ἀπομακρύνεται ἀπό κάθε αἰσθητό καί κατοπτεύση τόν ἐντός του ἄνθρωπο, βλέπει τό «εἰδεχθές προσωπεῖο» πού προῆλθε ἀπό τήν περιπλάνησή του στό περιβάλλον.
Τότε ὁ ἄνθρωπος σπεύδει νά τό ξεπλύνη μέ τό πένθος. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἀφαιρέσει αὐτό τό «εἰδεχθές προσωπεῖο» ἡ ψυχή προσεύχεται στό ἐσωτερικό ταμεῖο καί τότε ὁ Θεός χορηγεῖ τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν καί ὅλα τά δῶρα τῆς πνευματικῆς μνηστείας (ἀρραβῶνος) καί νυμφεύεται μέ τόν Θεό, καθαρίζεται ἀπό κάθε ἰδέα καί φαντασία καί παρίσταται κωφός καί ἄλαλος γιά τόν Θεό. Καί τό συνημμένο μέ τήν ψυχή σῶμα δέχεται τά τεκμήρια τοῦ θείου κάλλους, ἀποκτᾶ τήν ἕξη τῶν ἀρετῶν καί τό σῶμα γίνεται δυσκίνητο ἤ ἀκίνητο πρός τήν κακία, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τά ὑπέρ φύσιν καί λαμβάνει ἀπό τόν Θεό πολλά χαρίσματα, ὅπως τό θαυματουργικό, τό διορατικό καί τό προορατικό.
Ἑπομένως, ἔχουν μεγάλη σημασία οἱ πρῶτοι μακαρισμοί τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τό «μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καί τό «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε΄, 3-4).
Καταλήγοντας τήν σύντομη αὐτή εἰσήγηση θέλω νά ὑπογραμμίσω ὡς συμπέρασμα ὅτι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἐκφράζεται στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», δείχνει ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου (Κολ. α΄, 15), Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς ἔδειξε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν δική μας ἀδοξία μέ τήν ἁμαρτία, καί διά τῆς ζωῆς μας μέσα στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό ἔνδοξο Σῶμα Του θεραπευόμαστε, δηλαδή ἀπό τό κατ’ εἰκόνα ὁδηγούμαστε στό καθ’ ὁμοίωση.
Αὐτό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς θεραπείας, δηλαδή τό νά καθαρισθῆ τό κατ’ εἰκόνα καί νά ὁδηγηθῆ στό καθ’ ὁμοίωση. Καί αὐτό διαφοροποιεῖ τήν ὀρθόδοξη θεραπεία ἀπό ὁποιανδήποτε ἄλλη ψυχολογική καί θρησκειολογική θεραπεία.