Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Επήγαινε ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (1920-1991, αγιοκατάταξη τη 27η/11/2017), ο ιλαρός και ταπεινός, ο πράος και νηστευτής, επήγαινε συχνά στο Νέο Προκόπι της Εύβοιας. Επήγαινε να προσκυνήσει τον αγαπημένο και νεότερο του φίλο, Όσιο Ιωάννη τον Ρώσσο (1690-1730, εορτή 27η Μαΐου). Ασπαζόταν δακρύβρεχτος το άφθαρτο ιερό του λείψανο, μιλούσε στον Όσιο Ιωάννη, τού ζητούσε, τον παρακαλούσε, τον ικέτευε. Άλλες φορές ο Όσιος Ιωάννης απαντούσε στον μεγάλο ασκητή που ερχόταν κοντά του, πότε με τρίξιμο που ακουγόταν από το ιερό του λείψανο, πότε με άλλους θορύβους που έκαμναν αισθητή τη θεία και ιερά παρουσία του, ακόμη και σε όσους άλλους προσκυνητές βρίσκονταν, εκείνη την ώρα, γύρω από το ιερό σκήνωμα του Οσίου.
Δεν ήταν, όμως, λίγες οι φορές που ο Άγιος Ιάκωβος έφευγε χωρίς να συνομιλήσει με τον Όσιο Ιωάννη. Συνήθιζε να λέγει: «Δεν είναι εδώ ο Όσιος. Τρέχει μακριά να βοηθήσει τον κόσμο, να συμπαρασταθεί, να θεραπεύσει και να παρηγορήσει. Δεν είναι εδώ, τώρα. Τον εφώναξαν και έτρεξε μακριά!». Ωσάν να ακούω να ψάλλουν τον παρακλητικό κανόνα του Οσίου Ιωάννου. Συγκεντρώνω τον ρεμβάζοντα νου μου και με πόθο καρδίας, μεταξύ άλλων, ψάλλω στον Όσιο, τον πάνυ θαυματουργό και γλυκύτατο: «Πανταχού εξέδραμεν αληθώς, η πλουσία χάρις, των θαυμάτων σου των πολλών. Όθεν δίδου πάσι, τοις πίστει προσιούσι, τω θείω σου τεμένει, Πάτερ βοήθεια».
Στην προσπάθειά μου, όμως, ν᾿αποφύγω να χαρακτηριστώ από τα λόγια του ηθοποιού και δραματουργού Μολιέρου (1622-17/02/1673), ο οποίος στο έργο του “Μισάνθρωπος” λέγει για κάποιον – μήπως το προέγραψε για εμένα, άραγε; – ότι «έχει την τέχνη πολλά να λέει, χωρίς να λέγει τίποτα», αναφέρω στην ευγένειά σας το αγιαστικό παράδειγμα ενός μεγάλου ασκητή, ενός αγιορείτη, που πέρασε χρόνους πολλούς στην αφάνεια και γι᾿ αυτό τον ανέδειξε τιμητικά, ο Πανάγιος Θεός. Πρόκειται για τον μακαριστό γέρο Χαράλαμπο, που ασκήτευσε οσιακά στο επάνω μέρος της Σκήτης της Αγίας Άννης, στον Αγιώνυμο Άθωνα (ιζ’ αι.).
Ο γέρο Χαράλαμπος, μεταξύ άλλων πολλών θείων χαρισμάτων, είχε και τη μνήμη θανάτου μόνιμο και αδιάλειπτο εντρύφημα, καθημερινό, αδιάκοπο. Ιδού, λοιπόν, ένα σχετικό και συνάμα άκρως χαρακτηριστικό απόσπασμα περί της αρετής του μακαριστού γέροντα, το οποίο και ευθύς αμέσως παραθέτω εδώ, καθώς έχω την αίσθηση πως πολύ θέλει βοηθήσει και “ζεστάνει”, έτι περισσότερο, τις καρδιές σας, ως έκαμνε και κάμνει και στην πολλάκις ασυγκίνητη δική μου ψυχή: «Μετά την προσευχή του Αποδείπνου, έμπαινε μέσα σε νεκρικό κρεβάτι και ξάπλωνε ακουμπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα, αντί για μαξιλάρι. Και τότε άρχιζε να σκέπτεται και να ζωντανεύει την εικόνα του θανάτου. Σχημάτιζε το σώμα του, όπως οι πεθαμένοι, και έλεγε στον εαυτό του: “Ταλαίπωρε Χαράλαμπε, τώρα πεθαίνεις, άκου! Χτυπάνε για σένα οι καμπάνες του Κυριακού, οι Πατέρες τώρα λένε: Πάει ο Γέρο – Χαράλαμπος, πέθανε, δε θα μας ενοχλεί πια με την παρουσία του και τη φλυαρία του, ο Θεός να συγχωρέσει να αναπαύσει την ψυχή του. Ναί! Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αλλά συ ταλαίπωρε, Γέρο – Χαράλαμπε, τι θα κάνεις; Πού θα πας; Πώς θα παρουσιαστείς έτσι που είσαι βρώμικος και ελεεινός στο Θεό, για το συνάνθρωπό σου και για τον εαυτό σου; Άρα, θα αξιωθείς να ιδείς τους αγίους Αγγέλους του Θεού; Τα θεία Αγγελικά Τάγματα, τις ουράνιες Ταξιαρχίες; Τις ιεραρχίες των Αγίων, των Πατριαρχών, των Αποστόλων, των Προφητών, των Ιεραρχών, των Οσίων, των Οσιομαρτύρων ανδρών και γυναικών […] Άρα, θα αξιωθείς ταλαίπωρε και αμαρτωλέ να ιδείς την Παντοβασίλισσα Μαριάμ, τη μητέρα του Θεού, Κυρία Θεοτόκο, την έφορο και Προστάτι του Αγίου τούτου Τόπου…”. Μ᾿αυτές τις σκέψεις και τις θεωρίες πλημμύριζαν τα μάτια του δάκρυα κι έμενε ξάγρυπνος μέχρι το πρωί, που αρχίναγε και πάλι η προσευχή, η εγκράτεια όλων των αισθήσεων και η σκληρή άσκησι της καινούργιας ημέρας» (Μοναχού Ανδρέου Θεοφιλοπούλου, Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμ. Α’, Αθήνα 1994, σελ. 44-45).
Στον αντίποδα, όπου φοβούμαι ότι συστοιχιζόμεθα σήμερα οι περισσότεροι – και, αλήθεια, πόσο απέχει από το όλο πνεύμα των ανωτέρω αναφερθέντων – ο αρχαίος φιλόσοφος Αντισθένης (444-365 π.Χ.), ο και ιδρυτής χρηματίσας της σχολής των κυνικών φιλοσόφων, έλεγε κάποτε, στους μαθητές του: «Είμαι ευτυχισμένος, διότι κοιμάμαι, τρώω, πίνω, συμπεριφέρομαι όπως μου αρέσει και έχω την εντύπωση ότι όλος ο κόσμος είναι δικός μου!». Και εσύ που αναζητάς σκοπό και στόχο να θέσεις στην καθημερινότητά σου, μη λησμονήσεις το παράδειγμα του κυνικού Διογένη (412-323 π.Χ.), που ήξερε να ομιλεί περισσότερο διά των έργων και της σιωπής του: «Ο Διογένης ήταν πολύ δηκτικός. Μια μέρα, ενώ παρακολουθούσε την προπόνηση ενός εντελώς άστοχου τοξότη, πήγε και κάθισε δίπλα στο στόχο. Όταν το ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, είπε: “Τη θέση αυτή τη θεωρώ το πιο ασφαλές μέρος”» (Γ. Μανουσάκης, Συνομιλίες με τον Αριστοτέλη, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 38).
Άφησα για το τέλος τον Ευεργετινό. Με αναπαύει, είναι αλήθεια, η όλη ενασχόλησή μου με τις ιστορίες και διδαχές του, καθώς και η αντίστοιχη εντρύφηση σε βιβλία καλούμενα “Γεροντικά”. Συναντάς εκεί, συμπυκνωμένη, την αγιοπατερική γραμματολογία, όλη την Πατερική Θεολογία στην πράξη, στο “έργον”, στην άσκηση, στην έκφραση της έμπονης και χριστοκεντρικής μονώσεως.
Ιδού, λοιπόν, τα λόγια της Ερήμου, που για ακόμη μία φορά επιστρατεύω και χρησιμοποιώ στην προσπάθεια να “ζεστάνω” την ασυγκίνητη ψυχή μου. Τα κοινωνώ στην αγάπη σας. Άλλωστε, έχω την αίσθηση πως, από κοινού, αναζητούμε εναγωνίως, το ίδιο ορθόπρακτο μονοπάτι, τον ίδιο δρόμο που οδηγεί και αναβαίνει προς την Άνω Ιερουσαλήμ: «Ένας Γέρων είπεν: “Εάν, όταν κοιμάσαι, όταν ξυπνάς, όταν κάμης ό,τι δήποτε πράγμα, έχεις προ οφθαλμών σου διαρκώς τον Θεόν, ποτέ δεν θα δυνηθή να σε φοβίση ο εχθρός. Διότι, εφ᾿ όσον η σκέψις αυτή παραμένει εις την ψυχήν σου, τότε και η δύναμις του Θεού θα παραμείνη μαζί σου”» (Ευεργετινός, τόμ. Δ’, Υπόθεσις Ζ’, σελ. 210).
Ιδού, λοιπόν, τα λόγια της Ερήμου, που για ακόμη μία φορά επιστρατεύω και χρησιμοποιώ στην προσπάθεια να “ζεστάνω” την ασυγκίνητη ψυχή μου!