Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Η δεύτερη περίοδος της βυζαντινής μουσικής είναι ίσως μία από τις σημαντικότερες περιόδους στην ιστορία της. Ξεκινά τον 4ο αιώνα και συγκεκριμένα το 330 μ.Χ. με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και φτάνει μέχρι και τον 8ο αιώνα.
Κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αλλάξανε πάρα πολλά, για τον χριστιανικό κόσμο ειδικότερα καθώς καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία το 379 μ.Χ. Οι Χριστιανοί έπαψαν να κρύβονται και, όπως ήταν φυσικό, όλες οι βυζαντινές τέχνες αναπτύχθηκαν πιο ελεύθερα και με ταχύτατους ρυθμούς. Η λειτουργική ζωή πλέον της Εκκλησίας καθοριζόταν από τους εκκλησιαστικούς Πατέρες της κάθε κοινότητας, αλλά και τις Ιερές Συνόδους.
Κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο, υπάρχει μεγαλύτερη εξέλιξη και έργο στον τομέα της βυζαντινής υμνογραφίας, καθώς γράφτηκαν πολλοί καινούργιοι ύμνοι. Παρ’ όλο που η ποιητική σύνθεση βρισκόταν σε άνθηση, η μελοποιία των ύμνων παρέμεινε απλή και ίδια με αυτήν των προηγούμενων αιώνων. Αυτό συνέβη, κυρίως, γιατί οι Πατέρες της Εκκλησίας θέλανε να τονίσουν τον αυστηρό και λιτό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής μουσικής, σε αντίθεση με την κοσμική ή αιρετική, όπως τη χαρακτήριζαν (μουσική του ιπποδρόμου). Οι πιο γνωστοί Πατέρες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του μουσικού ύφους και ήθους είναι: ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Αμβρόσιος και ο Εφραίμ ο Σύρος. Προσπαθώντας, λοιπόν, να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις που είχαν αναπτυχθεί εκείνη την περίοδο, περιόρισαν και την ανάπτυξη της μελοποιίας, η οποία, όμως, δεν άργησε να έρθει.
Μια ακόμα σημαντική αλλαγή που σημειώθηκε κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η εγκατάσταση ψαλτών στην Εκκλησία. Μέχρι και τον 4ο αιώνα οι ύμνοι ψέλνονταν από όλους όσοι βρίσκονταν στον χώρο του ναού. Καθώς, όμως, περνούσαν τα χρόνια και αυξάνονταν οι ύμνοι, ήταν αρκετά δύσκολο να συντονιστεί η ψαλμωδία και έτσι αποφασίστηκε να αντικαταστήσουν τους πιστούς δύο χοροί (ομάδες) ψαλτών. Συγκεκριμένα, το 360 μ.Χ. απαγορεύτηκε επίσημα σε όσους δεν ήταν ψάλτες να ανεβαίνουν στον άμβωνα και να ψέλνουν. Οι πιστοί, μετά το νέο διάταγμα, μπορούσαν να ψέλνουν χαμηλόφωνα και να απαντούν στις αποκρίσεις των ψαλτών (όπως ακριβώς συμβαίνει μέχρι και σήμερα). Οι ψάλτες, λοιπόν, διορίζονταν πλέον σε κάθε εκκλησία με απόφαση του εκάστοτε πρεσβύτερου, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κύρος τους, αλλά και η σημασία της θέσεώς τους. Φαίνεται πως για πρώτη φορά εμφανίζονται και ισοκράτες (ψάλτες που συνόδευαν τη βασική μελωδία κρατώντας το «ίσο», τη βάση δηλαδή της κλίμακας) στον χώρο των ψαλτών. Κατά την ίδια περίοδο καθιερώνεται και ο αριθμός των ψαλτών στον χώρο της εκκλησίας. Το 553 μ.Χ. στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, οι Πατέρες της Εκκλησίας γίνονται αρκετά πιο αυστηροί με τους ψάλτες και καθορίζουν καινούργιους κανόνες σχετικά με το πώς θα ψέλνουν. Επίσης, αποφάσισαν να διορίσουν και επόπτες, οι οποίοι θα έλεγχαν τους ψάλτες.
Το 360 μ.Χ. απαγορεύτηκε επίσημα σε όσους δεν ήταν ψάλτες να ανεβαίνουν στον άμβωνα και να ψέλνουν.
Κυρίως τον 4ο αιώνα, οι αιρετικοί προσπάθησαν να επηρεάσουν και να αλλοιώσουν τη μορφή της βυζαντινής μουσικής. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησαν τη «θυμελική μουσική» (μουσική του θεάτρου) και συνέθεσαν καινούργιους ύμνους, βασισμένους σε αυτή. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του γνωστού αιρετικού Αρείου, ο οποίος συνέθεσε (βασισμένος σε αυθεντικό βυζαντινό ύμνο) το άσμα «Θάλεια», το οποίο έγινε γρήγορα γνωστό στον χριστιανικό κόσμο. Όπως ήταν φυσικό, οι Πατέρες της Εκκλησίας και, κυρίως, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Μ. Βασίλειος, ο Ιερώνυμος και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταπολέμησαν τη νέα «αιρετική μουσική». Συνέθεσαν και οι ίδιοι νέους ύμνους, κατά των αιρετικών, μα δεν κατόρθωσαν να προστατεύσουν πλήρως τη βυζαντινή μουσική, η οποία, ήδη, είχε επηρεαστεί αρκετά. Βέβαια, εξαιτίας των αιρέσεων προέκυψαν καινούργιοι ύμνοι, ιδιαίτερα γνωστοί, που ψάλλονται έως και σήμερα. Το Σύμβολο της Πίστεως, «Πιστεύω εις έναν Θεό», ο Τρισάγιος Ύμνος «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς», ο Χερουβικός Ύμνος «Οι τα χερουβείμ» είναι μόνο μερικά παραδείγματα.
Κατά τον 5ο αιώνα, δημιουργήθηκαν και τρία πολύ σημαντικά μουσικά είδη: οι ωδές, το κοντάκιο και τα τροπάρια. Τα τροπάρια είναι σύντομοι εκκλησιαστικοί θριαμβικοί ύμνοι. Μοιάζουν αρκετά με πεζά κείμενα, καθώς δεν έχουν ομοιοκαταληξία και διακρίνονται σε πάρα πολλές υποκατηγορίες, ανάλογα με το περιεχόμενο, τον χρόνο που ψέλνονται και τη μουσική που τα πλαισιώνει. Οι πρώτοι ποιητές τροπαρίων φαίνεται να είναι οι Άνθιμος και Τιμοκλής. Πιο γνωστοί του είδους ήταν ο Κύριλλος ο Αλεξανδρεύς και ο Ανατόλιος.
Το κοντάκιο ουσιαστικά είναι το προοίμιο του ύμνου, που ακολουθεί. Έχει μόνο μία στροφή και οι υπόλοιπες που ακολουθούν ονομάζονται «οίκοι». Τα κοντάκια είναι έμμετρα (έχουν τονικά μέτρα), είναι ισοσύλλαβα και ομότονα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα αρχικά γράμματα των «οίκων» (στροφών) σχηματίζουν μια ακροστιχίδα, που μπορεί να είναι απλά το αλφάβητο ή ακόμα και μια ολόκληρη φράση. Στα κοντάκια συναντούμε και το «εφύμνιο» (μερικοί στίχοι που επαναλαμβάνονται στο τέλος κάθε στροφής). Το πιο γνωστό κοντάκιο είναι ο Ακάθιστος Ύμνος, που αποδίδεται στον Ρωμανό τον Μελωδό, έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της 2ης περιόδου.
Ο Ρωμανός, γνωστός και ως «νέος Πίνδαρος», αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της Εκκλησίας μας και το έργο του μελετάται ακόμα και σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Συνέθεσε πάνω από 1.000 κοντάκια, καθώς και πολλούς άλλους ύμνους για όλες τις γιορτές της Εκκλησίας. Αυτός ήταν που πρώτος χρησιμοποίησε και καθιέρωσε τους «οίκους» στα κοντάκια. Σημαντική παρουσία της εποχής στη σύνθεση ύμνων ήταν και ο Ανδρέας ο Κρης. Αυτός ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε το είδος των «κανόνων» και συνέθεσε κανόνες και στους οκτώ ήχους (οκτώ κλίμακες της βυζαντινής μουσικής). Γνωστό έργο του είναι ο Μεγάλος Κανόνας, που αποτελείται από 280 τροπάρια και ψάλλεται μέχρι και σήμερα την Τετάρτη της Ε΄ εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Πολλοί ακόμα ασχολήθηκαν με την ποίηση και τη σύνθεση κατά την περίοδο αυτή, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Ανατόλιος, ο Σέργιος Πατριάρχης Κων/πόλεως, ο Λέων Βύζας ή Βυζάντιος, ο Γερμανός ο Ομολογητής, ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κ.ά.
Ξεχωριστή παρουσία του 4ου αιώνα αποτέλεσε και ο Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων (επίσκοπος Μιλάνου), ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει έναν νέο τύπο Λειτουργίας, που να ταιριάζει περισσότερο στον λαό της Δύσης. Το νέο αυτό τυπικό ονομάστηκε «Αμβροσιανό Μέλος», διακρινόταν για την απλότητά του και μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα είχε αναπτυχθεί και στην Ανατολική Εκκλησία. Όσο περνούσαν, όμως, τα χρόνια το «Αμβροσιανό Μέλος» αλλοιωνόταν, καθώς οι μελωδίες γίνονταν όλο και πιο περίπλοκες, μέχρι που άρχισε να θυμίζει περισσότερο κοσμική παρά εκκλησιαστική μουσική. Τότε, ο Γρηγόριος ο Διάλογος ανέλαβε να προφυλάξει και να επαναφέρει τον χαρακτήρα της βυζαντινής μουσικής. Έτσι, δημιούργησε ένα νέο τυπικό, που ονομάστηκε «Γρηγοριανό Μέλος». Η μουσική πλέον ήταν μονοφωνική (μία μόνο μελωδία) και αργή. Πρόσθεσε στις τέσσερις βασικές κλίμακες (ήχους) του Αμβροσίου άλλες τέσσερις (τους γνωστούς πλάγιους ήχους) και καθιέρωσε το νέο τυπικό σε όλη την Ανατολική Εκκλησία. Πολλές σχολές βυζαντινής μουσικής ιδρύθηκαν και σε πόλεις της Δύσης (Γαλλία, Γερμανία κ.α.), με σκοπό να γίνει γνωστό το νέο τυπικό Λειτουργίας και εκεί. Έτσι τα επόμενα χρόνια το «Γρηγοριανό Μέλος» καθιερώνεται τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.