Μέ τήν ὁμιλία τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στούς μαθητές τοῦ Βασιλικοῦ Γυμνασίου Ἀθηνῶν (8 Ὀκτωβρίου 1838) ἐτέλεσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μᾶρκος τόν ἁγιασμό τῆς ἐνάρξεως τοῦ νέου σχολικοῦ ἔτους στό Γυμνάσιο καί Λύκειο Καλλιμασιᾶς καί στό ἰδιωτικό Ναυτικό Λύκειο ΤΕΕΝΣ (τοῦ ἱδρύματος Τσάκου).
Ἡ ἐπέτειος τῶν 200 χρόνων ἀπό τό 1821 ἐκίνησε τόν Χῖο Ἱεράρχη νά ἀπευθύνει στούς μαθητές τά λόγια πού ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ εἶπε κάτω ἀπ’τήν Ἀκρόπολη ὅπου μίλησαν οἱ ἀρχαῖοι σοφοί, ἐπάνω στήν Πνύκα ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκήρυξε στήν Ἑλλάδα καί τήν Εὐρώπη τόν μόνο ἀληθινό Θεό.
Τόν θαυμάσιο αὐτό λόγο ὁ Σεβασμιώτατος Χίου τόν ἀνέγνωσε μέ τήν ψυχή του ὥστε νά συγκινηθοῦν διδάσκοντες καί διδασκόμενοι. Ἀξίζει νά σημειώσουμε κάποιες φράσεις:
«Εἰς τόν τόπον, τόν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοί Ἕλληνες, ἀπό τούς ὁποίους καί ἡμεῖς καταγόμεθα καί ἐλάβαμε τό ὄνομα τοῦτο. Αὐτοί διέφεραν ἀπό ἡμᾶς εἰς τήν θρησκείαν , διότι ἐπροσκυνοῦσαν τές πέτρες καί τά ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στόν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοί ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τό Εὐαγγέλιό του, καί ἔπαυσαν νά λατρεύουν τά εἴδωλα.
Δέν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφούς, οὔτε προκομμένους, ἀλλ’ ἁπλούς ἀνθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, καί μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τές γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καί ἄν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καί οἱ βασιλεῖς καί οἱ τύραννοι τούς κατέτρεχαν, δέν ἠμπόρεσε κανένας νά τούς κάμῃ τίποτα. Αὐτοί ἐστερέωσαν τήν πίστιν…
Ὅταν ἀποφασίσαμε νά κάμωμε τήν Ἐπανάσταση, δέν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πώς δέν ἔχομε ἅρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τά κάστρα καί τάς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε” πού πᾶτε ἐδῶ νά πολεμήσετε μέ σιταροκάραβα βατσέλα”, ἀλλά ὡς μία βροχή ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καί ὅλοι, καί ὁ κλῆρος μας καί οἱ προεστοί καί οἱ καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἔμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτό τό σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση …
Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας, καί νά τήν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα,εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία θρησκεία…
Νά μήν ἔχετε πολυτέλεια, νά μήν πηγαίνετε εἰς τούς καφενέδες καί εἰς τά μπιλιάρδα. Νά δοθῆτε εἰς τάς σπουδάς σας, καί καλλίτερα νά κοπιάσετε ὀλίγον δύο καί τρεῖς χρόνους, καί νά ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τό ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρά νά περάσετε τεσσάρους – πέντε χρόνους τή νεότητά σας, καί νά μείνετε ἀγράμματοι.
Νά σκλαβωθῆτε εἰς τά γράμματά σας. Νά ἀκούετε τάς συμβουλάς τῶν διδασκάλων καί γεροντοτέρων, καί, κατά τήν παροιμία, ”μύρια ἤξευρε καί χίλια μάθαινε”. Ἡ προκοπή σας καί ἡ μάθησή σας νά μήν γίνει σκεπάρνι μόνο διά τό ἄτομό σας, ἀλλά νά κοιτάζει τό καλό τῆς Κοινότητος, καί μέσα εἰς τό καλό αὐτό εὑρίσκεται καί τό δικό σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καί διά τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δέν ὁμιλῶ καθώς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καί ἐγνώρισα, διά νά ὠφεληθῆτε ἀπό τά ἀπερασμένα καί ἀπό τά κακά ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τήν ὁποίαν νά ἀποστρέφεσθε, καί νά ἔχετε ὁμόνοια.
Ἐμᾶς μή μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τό ἔργο μας καί ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καί αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τό δρόμο, θέλουν μετ’ ὀλίγον περάσει. Τήν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθώς τήν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῆ ἡ νύκτα καί ἡ αὐριανή ἡμέρα.
Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο, ὁπού ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε∙ καί , διά νά γίνῃ τοῦτο, πρέπει νά ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τήν ὁμόνοια, τήν θρησκεία, τήν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καί τήν φρόνιμον ἐλευθερία».