Του Χρήστου. Α. Αποστολίδη, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, υπ. Διδάκτωρα Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Τα συνταγματικά θεμέλια του προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους ανευρίσκονται στο άρθρο 105 του Συντάγματος. Η συνταγματική αυτή ρύθμιση συνεπάγεται ότι: (α) οι διατάξεις του άρθ. 105 υπερισχύουν σε περίπτωση συγκρούσεώς τους με κοινό νόμο και (β) η κατάργηση, τροποποίηση ή αναθεώρηση των διατάξεων αυτών είναι δυνατή μόνο με νεότερη διάταξη, επίσης αυξημένης τυπικής ισχύος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μέριμνα για την κατοχύρωση του προνομιακού αγιορείτικου καθεστώτος επιδείχτηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Στην Τελική Πράξη Προσχωρήσεως της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1979) προσαρτήθηκε η Κοινή Δήλωση 4 με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Αναγνωρίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς το οποίο έχει παραχωρηθεί στο Άγιο Όρος, όπως τούτο είναι εγγυημένο από το άρθρο 105 του Ελληνικού Συντάγματος, δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς. Η Κοινότητα θα μεριμνήσει ώστε να ληφθούν υπόψη οι λόγοι αυτοί κατά την εφαρμογή και την περαιτέρω επεξεργασία των διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές, καθώς και το δικαίωμα εγκαταστάσεως».
Τα ειδικότερα ερωτήματα που γεννούσε το περιεχόμενο της Κοινής Δηλώσεως 4 είναι:
1. Με ποιον τρόπο υποδεχόταν το κοινοτικό κεκτημένο, που έχει κυρίως οικονομική διάσταση, έναν αρχαίο, ιδιότυπο μοναστικό οργανισμό, όπως η αγιορείτικη πολιτεία, και τι μπορούσε να σημαίνει από νομικής πλευράς η πολύ διαφορετική (θρησκευτική και πολιτισμική) κοσμοαντίληψη που η κοινότητα αυτή εκπροσωπούσε;
2. Ποιες είναι οι νομικές συνέπειες και ποια η νομική φύση του κειμένου αυτού;
3. Πού, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να εντοπιστούν τα πιθανά σημεία τριβής της αγιορείτικης και της κοινοτικής έννομης τάξης;
Σαφής πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη, όπως αυτή παγίως εκφράσθηκε στα ιδρυτικά και μεταγενέστερα κείμενα των σχετικών συνθηκών, ήταν η ΕΟΚ, αρχικά, και ακολούθως η Ευρωπαϊκή Ένωση να σέβεται απόλυτα την πολιτιστική και γλωσσική ιδιαιτερότητα των κρατών-μελών της, αναγνωρίζοντας αυτήν ως μέρος του συνόλου της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έτσι, ο ορίζοντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιορίζεται μόνο στους στενούς πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς της, αλλά επεκτείνεται ως πρόσφορα στον πολιτισμό και γενικότερα στα ήθη και τα έθιμα που χαρακτηρίζουν τους πολίτες που κατοικούν στον γεωγραφικό της χώρο. Άλλωστε, πολιτισμός και οικονομία είναι πεδία απόλυτα αλληλένδετα, τυχόν δε επιμέρους θέαση καθενός ξεχωριστά οδηγεί σε μια μάλλον στενά γραφειοκρατική και κοινωνικά περιορισμένη αντίληψη.
Συνακόλουθα, η αγιορείτικη μοναστική πολιτεία με τη μακραίωνη ιστορία της, που κατάφερε να επιβιώσει αδιατάρακτη διά μέσου χιλίων και πλέον ετών, συνιστά μια ολοκληρωμένη οργανωτική και λειτουργική δομή σχεδόν σε όλα τα θεσμικά επίπεδα (νομοθεσία, διοίκηση, δικαιοσύνη) και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια «γραφική ιδιαιτερότητα». Ήδη από τα βυζαντινά χρόνια αναγνωρίστηκε στο Άγιο Όρος το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως, καθεστώς που ακολούθως έτυχε σεβασμού και στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πλέον κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ενός κράτους-μέλους.
Η αγιορείτικη μοναστική πολιτεία με τη μακραίωνη ιστορία της, που κατάφερε να επιβιώσει αδιατάρακτη διά μέσου χιλίων και πλέον ετών, συνιστά μια ολοκληρωμένη οργανωτική και λειτουργική δομή σχεδόν σε όλα τα θεσμικά επίπεδα
Ο αναχωρητισμός, από τον οποίο διαπνέεται σε επίπεδο αρχών βίου η όλη οργάνωση της αθωνικής μοναστικής πολιτείας, απέχει κατά πολύ από τη λογική της διαρκούς ανάπτυξης που χαρακτηρίζει την οικονομική προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η αθωνική οικονομία διακρίνεται από μια εμμονή σε τρόπους και ρυθμούς επιβίωσης με έντονα τα σημάδια της αγροτικής προβιομηχανικής εποχής, γεγονός που δεν της επιτρέπει, αλλά ούτε και επιθυμεί, να παρακολουθεί τις σύγχρονες οικονομικές εξελίξεις.
Όλα αυτά είναι προφανές ότι κατανοήθηκαν από τον κοινοτικό νομοθέτη σε χρόνο πολύ πριν υπογραφεί η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι από τις 17/5/1977, με την 6η Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Άγιο Όρος είχε ήδη εξαιρεθεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ.
Έτσι, και με την Κοινή Δήλωση 4, οι κοινοτικοί εταίροι αναγνώρισαν ότι στη χερσόνησο του Αγίου Όρους το Κοινοτικό Δίκαιο θα πρέπει να ισχύσει με τελείως άλλη λογική, απόλυτα συνυφασμένο με τον τοπικό μοναστικό πολιτισμό και τις θρησκευτικές αρχές που τον διέπουν. Πολύ περισσότερο, όταν η δομή και λειτουργία της αθωνικής πολιτείας δεν εμφανίζει απολύτως κανένα οικονομικό ενδιαφέρον για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια και περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε γεωργικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες.
Περαιτέρω, είναι γνωστό ότι οι Κοινές Δηλώσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, ούτε παράγουν νομικές υποχρεώσεις, όπως τα πρωτόκολλα, αλλά κατ’ ουσία συνιστούν «συμφωνίες κυρίων» με πολιτική και μόνο ισχύ. Παρότι δεν υποβαθμίζεται η σημασία που έχει για την αναγνώριση του προνομιακού καθεστώτος του Αγίου Όρους η Κοινή Δήλωση, ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι το καθεστώς του Αγίου Όρους δεν απολαμβάνει πλήρη νομική κατοχύρωση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναγνωρίζεται καταρχήν με την Κοινή Δήλωση ότι στη χερσόνησο του Αγίου Όρους θα πρέπει να ισχύσει και να εφαρμοστεί το Κοινοτικό Δίκαιο κατά τρόπο διαφορετικό, πλην όμως δεν προκύπτει ρητή και πλήρης δέσμευση ότι το σύνολο των προνομιακών εκφάνσεων του αγιορείτικου καθεστώτος θα γίνονται αποδεκτές από το Κοινοτικό Δίκαιο, ανεξάρτητα εάν αυτές αφορούν θεμελιώδεις ελευθερίες ή περιορισμούς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο, θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία εγκατάστασης, κυκλοφορίας και παροχής υπηρεσιών, να τυγχάνουν ελαστικότερης εφαρμογής, σεβόμενα τη θρησκευτική φύση της αγιορείτικης πολιτείας.
Η νομική αυτή εκκρεμότητα και η ανάγκη για υπογραφή ενός πρωτοκόλλου ανάγκασε την Ιερά Κοινότητα να θέτει διαρκώς το ζήτημα στο υπουργείο Εξωτερικών.
Πεδίο υλοποίησης του πάγιου αυτού αιτήματος διαφάνηκε τον Σεπτέμβριο του 1997, οπότε στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής των υπουργών Εξωτερικών προωθήθηκε από την ελληνική πλευρά προς έγκριση «Σχέδιο Πρωτοκόλλου για το Άγιο Όρος», κάτι όμως που συνάντησε την επίμονη άρνηση των υπουργών Εξωτερικών Σουηδίας και Φινλανδίας, που άσκησαν ανεπίσημα βέτο με το επιχείρημα ότι «ως περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Άγιο Όρος δεν μπορεί να δέχεται μόνον άνδρες». Έκτοτε, μετά την αποτυχία αυτή, η Ιερά Κοινότητα δεν επανήλθε στο θέμα.
Η εκκρεμότητα, ωστόσο, διατηρείται και θεωρούμε απαραίτητο το θέμα να τεθεί μελλοντικά πάλι επί τάπητος, όταν το κλίμα και οι περιστάσεις, σε συνδυασμό με τις πολιτικές διακρατικές συμμαχίες, το επιτρέψουν.