Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός περιέγραψε και ταξινόμησε τις απόψεις που εστάλησαν στη Γραμματεία επί της Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως προς την επίλυση του προβλήματος της Ορθοδόξου Διασποράς. Αυτές περιλαμβάνουν τις Εισηγήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, του Πατριαρχείου Ρωσίας, του Πατριαρχείου Ρουμανίας και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Οι ως άνω απόψεις ταξινομήθηκαν σε τέσσερις προτάσεις.
Α. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρότεινε το λεγόμενο κανονικό κριτήριο, σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία των Κανόνων 2 και 3 της Β΄ εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενικής Συνόδου και 28 της Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου. Το κριτήριο αυτό απορρίφθηκε από τα Πατριαρχεία της Ρωσίας και της Ρουμανίας. Η Ρωσία ερμήνευσε διαφορετικά τους ως άνω κανόνες, ενώ η Ρουμανία το απέρριψε εμμέσως διά της προβολής της αρχής της εθνότητος (Μητροπ. Ελβετίας Δαμασκηνός, Προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα και Προοπτικαί, Αθήναι 1990, σ. 119-122).
Β. Το κριτήριο της εθνότητος και το κριτήριο της ιεραποστολής προτάθηκε από τα Πατριαρχεία Ρωσίας και Ρουμανίας επί τη βάσει του 34ου Αποστολικού Κανόνος και του Κανόνος 2 της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Γ. Η Εκκλησία της Ελλάδος ομού μετά του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας δέχθηκε κατ’ αρχήν το κανονικό κριτήριο. Προκειμένου όμως να αποφευχθούν ατέρμονες ακαδημαϊκές συζητήσεις, η Εκκλησία της Ελλάδος αντιπρότεινε το κριτήριο των Πρεσβείων, της τάξεως των Κανονικών Πρεσβείων Τιμής, ως το κριτήριο το οποίο -κατά τη γνώμη της- ορθά συσχετίζει τις προτάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχείου Ρωσίας και του Πατριαρχείου Ρουμανίας.
Δ. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας, διαφοροποιούμενο από τις ανωτέρω εισηγήσεις, αντιπρότεινε την υπέρβαση και του λεγομένου κανονικού κριτηρίου με βάση το ποιμαντικό κριτήριο διά του οποίου υπερβαίνεται ή παραθεωρείται το κανονικό κριτήριο και το κριτήριο της εθνότητος. Επομένως, η συμβολή του Πατριαρχείου Αντιοχείας συνίσταται στην ανάδειξη του συμφέροντος του ποιμαινομένου και όχι των δικαιωμάτων των ποιμένων, καθότι ενίοτε αυτά βασίζονται σε προσωποπαγείς ερμηνείες που ενδεχομένως δύνανται να παραβλέπουν τον τελικό σκοπό των κανονικών διατάξεων, ήτοι τη σωτηρία των πιστών. Οι κανονικές διατάξεις δέον όπως αντιμετωπίζονται ως ποιμνιοκεντρικές και όχι ποιμενοκεντρικές.
Ως προς τη διαφορά μεταξύ των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας σχετικά με τη δικαιοδοσία τους επί της Μητροπόλεως Κατάρ, πρέπει να υπομνησθεί προς το Πατριαρχείο της Αντιοχείας ότι ευρίσκεται εν αντιφάσει προς εαυτόν, διεκδικώντας τη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Κατάρ. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας προέβαλε -ως εγράφη ανωτέρω- το ποιμαντικό κριτήριο, και μάλιστα ενώπιον πανορθοδόξου forum. Εκ των υστέρων, όμως, προβάλλει ιδιοκτησιακά κανονικά δικαιώματα επί της περιοχής. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι οι Χριστιανοί του Κατάρ ζήτησαν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να διαποιμάνει την Ιερά Μητρόπολη του Κατάρ για δύο λόγους. Πρώτον, μεν, για να επιτευχθεί η υπέρβαση των υφισταμένων ενδοαραβικών διαφορών που θα έπλητταν τους ιδίους και θα εστερούντο ποιμαντικής φροντίδος και, δεύτερον, προκειμένου να ικανοποιηθεί η εκφρασθείσα θέληση της κυβερνήσεως του Κατάρ υπέρ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Η κυβέρνηση του Κατάρ έκρινε ότι η θετική απάντηση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στην πρόσκληση των Χριστιανών του Κατάρ δημιουργεί συνθήκες ειρηνικής διαποίμανσης της μικρής Ορθόδοξης μειοψηφίας. Αυτή η ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης δεν είναι δυνατόν να μην εκτιμηθεί και από το παλαίφατο Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο ποιμαίνει σήμερα υπό τραγικές συνθήκες τον δοκιμαζόμενο λαό της Συρίας.