Ο οσιομάρτυρας Δαμιανός γεννήθηκε στο Μυρίχοβο των Αγράφων κοντά στο 1500. Πολύ νέος και αφού έγινε μοναχός στη μονή Φιλοθέου, αναχώρησε για την «έρημο του Αγίου Όρους» όπου έζησε για τρία χρόνια κοντά στον ασκητή Δομέτιο. Αφού συμπλήρωσε τρία χρόνια ασκητικής ζωής, ο όσιος, σύμφωνα με την παράδοση, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Δεν πρέπει να αναζητάς μόνο το συμφέρον σου αλλά και των άλλων». Ύστερα από αυτό εγκατέλειψε τον Άθω, αναχώρησε στα χωριά του Ολύμπου και κήρυττε τον λόγο του Θεού στους σκλαβωμένους Έλληνες της Θεσσαλίας. Στις περιοδείες του στα χωριά της περιοχής και κυρίως της Όσσας κάποιοι τον χαρακτήριζαν «πλάνο» σε μια προσπάθεια να αμφισβητήσουν την όλη του διαδρομή.
Με τη «συνδρομή» των Τούρκων, οι εχθροί του πέτυχαν να τον αναγκάσουν να φύγει και να επιστρέψει στα χωριά των Αγράφων απ’ όπου και καταγόταν. Στα Άγραφα, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, έκτισε την περιβόητη Μονή Παναγίας Πελεκητής. Παρά τη μεγάλη του προσφορά, κυνηγήθηκε και από την πατρίδα του και επέστρεψε στα χωριά της Όσσας.
Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν καθώς ύστερα από πολύ καιρό στο χωριό Ανατολή (Σελίτσανη) ο όσιος βρέθηκε με ανθρώπους πρόθυμους να τον ακούσουν και να ασπαστούν τον λόγο του. Η εξέλιξη αυτή του επέτρεψε να μείνει στην περιοχή πολλά χρόνια, να εργάζεται και παράλληλα να βρει εκείνους τους πόρους που του έδωσαν τη δυνατότητα να κτίσει εκεί. Επί πολλά έτη παρέμεινε εργαζόμενος, ενώ βρήκε πόρους ώστε να κτίσει το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί, και στο ασκητήριό του, που σώζεται έως σήμερα, πήγαιναν πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών για να ακούσουν τα κηρύγματά του και να πάρουν τη συμβουλή του. Το Μοναστήρι βρίσκεται τριάμισι χιλιόμετρα δυτικά του χωριού Ανατολή, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στον ορεινό όγκο Κισσάβου (Όσσας). Κτίστηκε από τον Άγιο Δαμιανό το 1550, ο οποίος οργάνωσε και την κοινοβιακή μοναστική αδελφότητα που ήκμαζε μέχρι πριν από τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατόπιν το Μοναστήρι ερημώθηκε. Σήμερα σε αυτό ζουν περίπου 21 μοναχές από διάφορες χώρες του κόσμου.
Στις αρχές του 1568, ενώ δίδασκε στο χωριό Έλαφος συνελήφθη από Οθωμανούς, που τον έστειλαν στον δικαστή της Λάρισας με την κατηγορία ότι εμπόδιζε τους Χριστιανούς να εργάζονται τις Κυριακές και, κυρίως, δεν επέτρεπε στους εμπόρους να πουλάνε και να αγοράζουν. Οι ιερές μέρες για το οθωμανικό κράτος ήταν το Σάββατο και η Παρασκευή για Εβραίους και μουσουλμάνους, κατά τις οποίες δεν λειτουργούσαν οι αγορές. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, πιστός στη διδασκαλία του Δαμιανού, έλεγε δύο αιώνες αργότερα: «Πρέπει να χαιρώμεθα περισσότερο την Κυριακή, που είναι η Ανάστασις του Χριστού μας. Να εργαζώμεθα τις έξι ημέρες για τα μάταια, γήινα και ψεύτικα, και την Κυριακή να πηγαίνουμε στην Εκκλησία και να στοχαζώμεθα αμαρτίες, θάνατο, κόλαση, παράδεισο, την ψυχήν μας και όχι να εργαζόμεθα και να πραγματευόμεθα. Το κέρδος της Κυριακής είναι κατηραμένο, βάνετε φωτιά και κατάρα στο σπίτι σας και όχι ευλογίαν».
Μετά τη σύλληψή του ο Όσιος Δαμιανός αφού ξυλοκοπήθηκε βάναυσα, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στη φυλακή. Επί 15 μέρες υποβαλλόταν σε συνεχή βασανιστήρια με στόχο να αρνηθεί την πίστη του και όσα υποστήριζε στα κηρύγματά του. Η άρνησή του και γενικώς όλη η στάση του ήταν αυτή που εξόργισε τον δικαστή, ο οποίος διέταξε να τον κρεμάσουν στις 14 Φεβρουαρίου του 1568. Οι Τούρκοι δήμιοι τον κρέμασαν στην περιοχή Ξυλοπάζαρο της Λάρισας (στην αρχή της οδού Βενιζέλου, προς το ποτάμι), όμως όταν ένας εξ αυτών τον χτύπησε με τσεκούρι στο κεφάλι, κόπηκε το σκοινί. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φωτιά. Λίγες ώρες αργότερα οι Τούρκοι έριξαν τη στάχτη του στον Πηνειό προκειμένου να «μη βρουν τίποτε οι Χριστιανοί για να τιμούν»…